Πέμπτη 25 Ιούλη 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΙΝΓΚΜΑΡ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ
Περσόνα

Το μοτίβο της «απώλειας ταυτότητας» που ο Μπέργκμαν περιγράφει στην «ΝΤΡΟΠΗ» συνεχίζεται στην «ΠΕΡΣΟΝΑ» (1966), μέσα από μια ονειρική σχεδόν «ρευστοποίηση» των ημίσεων του προσώπου της Ελίσαμπετ Φόγκλερ και της νοσηλεύτριάς της Αλμα. Η εικόνα παραπέμπει σε ό,τι συμβαίνει σε έναν ηθοποιό που μελετά το ρόλο που καλείται να υποδυθεί: Ο ρόλος με τις πρόβες παίρνει το πάνω χέρι κι αρχίζει να κυριαρχεί πάνω στον ηθοποιό, ενώ, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον ηθοποιό και το ρόλο ελαστικοποιείται και μετατοπίζεται... Η σιωπούσα Ελίσαμπετ περνά από την παθητικότητα, στην ευχαρίστηση του να μελετά την Αλμα που την φροντίζει. Η νοσηλεύτρια Αλμα, χάνοντας τον έλεγχο, αποκαλύπτει ότι πίσω από τη δύναμη που εκπέμπει η στολή της νοσηλεύτριας, κρύβεται μια γυναίκα το ίδιο χαοτική με τη νευρωτική ηθοποιό Ελίσαμπετ. Ασθενής και θεραπεύτρια αλλάζουν θέση. Η μια παίζει το ρόλο της άλλης, ενώ η όλη διαδικασία εσωκλείει δύο αντιθετικούς παράγοντες, αδιάκοπα επίκαιρους στο έργο του Μπέργκμαν: την αποκόλληση και τη ρευστοποίηση.

Ο κινηματογραφιστής Μπο Βίντερμπεργκ ήδη το 1962, σε μανιφέστο με τίτλο «Οραμα του σουηδικού κινηματογράφου», γράφει για τον Μπέργκμαν, ότι γυρίζει εσωστρεφείς «κάθετες» ταινίες, σε μια εποχή που έχει ανάγκη από «οριζόντιες» ταινίες, ευρέως κοινωνικού προβληματισμού. Ακριβώς για τον ατομικιστικό χαρακτήρα και την αστική τους φύση οι ταινίες του Μπέργκμαν δεν άργησαν να γίνουν εξαγώγιμο προϊόν απροκάλυπτης εξωτικής γοητείας του μυστικισμού του Βορρά, ενώ η εικόνα του ίδιου του Μπέργκμαν - του ριζωμένου σ' έναν εθνικό πολιτισμό όπου τα πάντα ερμηνεύονται ως γοητευτικά φαντάσματα της νύχτας - καλλιεργήθηκε ως αρχετυπική εικόνα του Σουηδού που βαρύνεται από το ζοφερό κλίμα, τη σκανδιναβική του ιδιοσυγκρασία και το πνεύμα λουθηρανής ενοχικής ηθικής.

Η διαλεκτική στη σχέση των δύο γυναικών της «ΠΕΡΣΟΝΑ» αποδίδεται με εικόνες που κινούνται από το «μακρινό» στο «κοντινό». Τα πρόσωπα των δύο γυναικών «λειωμένα μαζί, σε ένα» είναι η άλλη όψη του σχήματος με τα δυο κεφάλια και επιβιώνουν με το να προσπαθούν να απελευθερωθεί η μια από την άλλη. Κάπου στα μέσα της ταινίας συμβαίνει μια παραδοξότητα, ένα «μετακινηματογραφικό» τέχνασμα που χαρίζει στην «ΠΕΡΣΟΝΑ» την ιδιαίτερη θέση που κατέχει, σαν μια από τις πιο προχωρημένες και μοντερνιστικές ταινίες του Μπέργκμαν: Η ροή των εικόνων διακόπτεται από κάτι που σαν «ατύχημα», ή στο εσωτερικό της κάμερας ή στο μηχάνημα προβολής. Η λωρίδα του φιλμ μοιάζει να σκίζεται στη μέση και το σχίσιμο κυλά πάνω στην εικόνα της άξαφνα ακινητοποιημένης Μπίμπι Αντερσον. Αυτό στρέφει την προσοχή του θεατή από τον κόσμο της μυθοπλασίας, στις τεχνικές προϋποθέσεις και όρους του σινεμά.

Η περίφημη αυτή ρωγμή στην «ΠΕΡΣΟΝΑ» δε συνιστά απλά ένα εφέ που διαλύει την ψευδαίσθηση, αλλά λειτουργεί σαν μεταφορά, για το δράμα ανάμεσα στις δύο γυναίκες, την ασθενή Ελίσαμπετ και τη νοσηλεύτριά της Αλμα, για τη μεταξύ τους ρωγμή. Ο Μπέργκμαν ρίχνει βάρος στην τεχνική του κινηματογράφου - στο χαρακτήρα του φιλμ ως τεχνούργημα, στις εικόνες που βγαίνουν από το σώμα της κάμερας, στις στιλπνά λευκές μεταβάσεις που δημιουργούν κενό στην αφήγηση - όλα αυτά εγγράφονται σε μια στρατηγική που τοποθετεί τον θεατή στη θέση της φιγούρας της μυθοπλασίας.

Παίζουν: Μπίμπι Αντερσον, Λιβ Ούλμαν, κ.ά.

Παραγωγή: ΣΟΥΗΔΙΑ (1966)

ΧΕΡΝΑΝ ΓΚΟΛΦΡΙΝΤ
Διατριβή για ένα φόνο

Δεύτερη ταινία μεγάλου μήκους του Χερνάν Γκολφρίντ, το ψυχολογικό θρίλερ, διασκευή του μυθιστορήματος του Diego Paszkowski. Ακόμα ένα δείγμα που έρχεται να ενισχύσει τη θέση ότι στην Αργεντινή χτίζεται μια ενδιαφέρουσα, μια ιδιαίτερη κινηματογραφία. Εξυπνη αφήγηση για την ανατομία μιας ανθρωποκτονίας - χωρίς δράση, βία και αίμα - μέσα από ένα διανοητικό παιχνίδι ανάμεσα σε δύο ανταγωνιστικούς παίκτες. Ανάμεσα σε δύο ευφυείς άνδρες που έλκονται από θαυμασμό και μίσος. Πρόκειται για τον πρώην ποινικολόγο, σήμερα δάσκαλο μεταπτυχιακών στην εγκληματολογία στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Αϊρες και τον ικανότερο μεταπτυχιακό φοιτητή του. Πιόνι στη σκοτεινή σκακιέρα μια νεαρή κοπέλα...

Καλοφτιαγμένο θρίλερ χτίζει με άψογη τεχνική και εξαίρετες ερμηνείες την ίντριγκα και την αγωνία, ακολουθώντας τους κανόνες του είδους χωρίς πλατειασμούς και ανατροπές. Αναπαράγει τη δυσοίωνη ατμόσφαιρα της ανθεκτικής σαν παγωμένο γυαλί νύχτας, με σκοτεινά εσωτερικά πλάνα, με ασυνήθιστες - και κάπου περίεργες - γωνίες λήψης, με το καδράρισμα των πλάνων, το μοντάζ, το ρυθμό, τη μουσική... Μέσα στην υγρή και σκοτεινή ατμόσφαιρα αρχίζει ένα διανοητικό παιχνίδι για δυνατούς πνευματικά παίκτες, με αφορμή τη δολοφονία μιας νεαρής σερβιτόρας. Ο καθηγητής κατακλύζεται εξαρχής από βάσιμες εμμονές ότι το φόνο διέπραξε ο ψυχοπαθής φοιτητής του, ανοίγει τα χαρτιά του και στοιχηματίζει με τον εαυτό του να το αποδείξει, κάνοντας κινήσεις που προκαλούν την απάντηση του φερόμενου ως δολοφόνου. Η ταινία περιορίζεται σε μια και μοναδική προοπτική, του καθηγητή. Αναρωτιέται, όμως, συνεχώς κανείς αν, η αντιπαράθεση των δύο ανταγωνιστών υφίσταται πραγματικά ή τη γέννησε το μυαλό του καθηγητή; Πάντως, η αφήγηση φρόντισε να μας μπάσει βαθιά στη λογική, τη σκέψη και τον χαρακτήρα του καθηγητή, τόσο που να σκεφτόμαστε με τον τρόπο που εκείνος σκέφτεται. Μερικές φορές μάλιστα πριν από αυτόν. Αυτή ήταν και η επιδίωξη της ταινίας.

Παίζουν: Ρικάρντο Νταρίν, Αλμπέρτο Αμάν, κ.ά.

Παραγωγή: ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ, ΙΣΠΑΝΙΑ (2012)

ΝΤΑΒΙΝΤ ΣΑΡΟΝ
Οι αταίριαστοι

Δυο πολύ ιδιαίτεροι αστυνομικοί - ο ένας, σικ παριζιάνος με βούλα, ο έτερος, αφρικανικής και προλεταριακής προέλευσης, μεγαλωμένος στα ζοφερά γκέτο της παριζιάνικης περιφέρειας. Το παραπάνω, χαριτωμένα απλοϊκό, ντουέτο με μπόλικη χημεία μεταξύ του, μπαίνει στο καλούπι του «buddymovie» (ταινία για φιλαράκια) α λα αμερικάνα (αρκετές οι αναφορές και παραπομπές σε συγκεκριμένα αμερικάνικα φιλμ του είδους). Το καλούπι αυτό αναγομώνεται με τη βοήθεια πικάντικης γαλλικής σάλτσας. Τίποτα το αυθεντικό, τίποτα το πρωτότυπο, αντίγραφο κατά βάση, κάπου κακέκτυπο, κατά το ήμισυ κωμωδία, κατά το ήμισυ ταινίας δράσης, το φιλμ μπαινοβγαίνει τόσο στα κλισέ του «καλού» και του «κακού» αστυνομικού, όσο και, στις υποβαθμισμένες φτωχές γειτονιές από τη μια και, τα γραφεία των εξαγορασμένων από τα αφεντικά μεγαλοσυνδικαλιστών και μπιστικών της εξουσίας από την άλλη. Ωστόσο, κύρια πρόθεση της παραγωγής μοιάζει να είναι η κεφαλοποίηση της επιτυχίας του Ομάρ Σι στην κωμωδία «ΟΙ ΑΘΙΚΤΟΙ»...

Η σύζυγος του «συνδικαλιστή των συνδικαλιστών» της Γαλλίας, βρίσκεται δολοφονημένη και πεταμένη στα σκουπίδια σε κακόφημη παρισινή συνοικία, σε ώρες που κυοφορούν κοινωνικές συγκρούσεις. Την εξιχνίαση της «ντελικάτης» αυτής υπόθεσης αναλαμβάνει το δίδυμο των αστυνομικών -δύο καλοί ηθοποιοί- ο χαρισματικός μαύρος Ομάρ Σι και ο ακαδημαϊκός Λοράν Λαφίτ (διαβάζουμε στους τίτλους ότι ανήκει στο δυναμικό της Κομεντί Φρανσέζ). Το ντουέτο αντιπροσωπεύει δυο κόσμους αντιθετικούς που οι δρόμοι τους σπάνια διασταυρώνονται. Ο παριζιάνος, σύννομος, φιλόδοξος και κοντά στα κέντρα εξουσίας. Ο Ουσμάν, λαϊκός, άνθρωπος του δρόμου, έτοιμος να σκίσει τα πρωτόκολλα αν είναι να φθάσει στο αποτέλεσμα. Οι δυο τους υποχρεώνονται να συνεργαστούν... Ακόμα ένα δίδυμο αστυνομικών, σε μια ταινία που και η σκηνοθεσία αλλά και το σενάριό της (που προσπαθεί να παντρέψει τη δράση, το χιούμορ, το κοινωνικό και το πολιτικό) δεν είναι στο ύψος των ηθοποιών... Η στιχομυθία συχνά έξυπνη αλλά χοντροειδής και σε σημεία, χωρίς φρεσκάδα. Το στόρι της ταινίας χωλαίνει λόγω χαλαρών εσωτερικών συνδετικών μηχανισμών, ενώ η αστυνομική ίντριγκα που σαφώς δεν είναι από τις καλύτερες, εγκαταλείπεται νωρίς στην τύχη της, για χάρη της «πλάκας». Στο φόντο, σε ουσιαστική αχρησία, παραμένουν και οι κοινωνικοοικονομικές εντάσεις που θα μπορούσαν να έχουν αποβεί σε ενδιαφέρον αφηγηματικό έδαφος με ξεκάθαρη οπτική για το σημερινό πεπερασμένο αστικό κράτος, τόσο μακριά ακόμα και από τη Γαλλία του Ντιντερό και του Βολτέρου, όπως σαρκαστικά αναφωνεί ο Ουσμάν...

Παίζουν: Ομάρ Σι, Λοράν Λαφίτ, Ζαμπού Μπράιτμαν, Σαμπρίνα Ουαζανί, κ.ά.

Παραγωγή: ΓΑΛΛΙΑ (2012)

ΒΑΛΤΕΡ ΣΑΛΕΣ
Στο δρόμο

Στο δρόμο, πάντα στο δρόμο, χωρίς στάση, χωρίς ακινησία ή ρίζωμα κάπου, μακριά από την κομφορμιστική ζωή των ενηλίκων και τη μισθωτή εργασία που τρώει τα σωθικά... Στο δρόμο... Προς τα πού; Προς τον ορίζοντα, προς την τέχνη και την περιπέτεια... Προορισμός δεν υπάρχει, ή μάλλον, προορισμός είναι το ταξίδι καθαυτό σε όλες του τις εννοιολογικές διαστάσεις... Κι όταν στο τέλος φθάνουν στη θάλασσα, στο τέρμα της αχανούς και άγριας αμερικανικής γης, τότε, πολύ απλά, κάνουν στροφή και ξαναρχίζουν την περιπλάνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση...

Ο Τζακ Κερουάκ κατάφερε στα τέλη του '50 να εκδώσει το βιβλίο του - Βίβλο των μπίτνικς - «Ontheroad», γεμάτο από τα μεθυστικά και μεθυσμένα κατορθώματα του συγγραφέα (Σαλ το φιλμικό του όνομα) και του κολλητού του (αντίστοιχα, Ντιν) - ήρωες αμφότεροι στα μάτια γενιών οργισμένων νέων - από τα τέλη της δεκαετίας του '40. Το βιβλίο του Κέρουακ, με περίτρανη θέση στην αμερικάνικη «ψυχή», υπήρξε για δεκαετίες διδακτέα ύλη στα τμήματα σπουδών Λογοτεχνίας στα αμερικάνικα πανεπιστήμια, καθώς και υποχρεωτικό ανάγνωσμα για τους μποέμ απανταχού της Γης... Το κείμενο του Κέρουακ - αναμφισβήτητα κομμάτι της ιστορίας της λογοτεχνίας - που για κάποιους ήταν κάποτε γαργαλιστικά καινοτόμο, σήμερα μοιάζει στερεοτυπικό κατασκεύασμα νικημένο από τη ζωή, κάτι σαν παράξενο μουσειακό αντικείμενο, που έλκει μόνο την περιέργεια. Το μυθιστόρημα, λόγω του ότι ανήκει στο κανονιστικό σύστημα της Δυτικής λογοτεχνίας, αυξάνει τις προσδοκίες για μια καλή ταινία...

Βέβαια άλλο η λογοτεχνία κι άλλο η μεταφορά/ μετουσίωσή της σε άλλη τέχνη - τον κινηματογράφο - από τον Βάλτερ Σάλες, που μετά τα «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΑΣ» μοιάζει να θεωρεί εαυτόν ειδήμονα στο κεφάλαιο «road movies». Ετσι με κινηματογραφικούς όρους, μια πρώτη, γενική παρατήρηση θα ήταν ότι η ταινία του Σάλες είναι κατά τι κομψότερη από το «ΑΜΕΡΙΚΑΝ ΠΑΪ», χωρίς όμως χιούμορ... Στην ιστορία της παρέας των νεαρών που αρνούνται να μεγαλώσουν, να κάνουν οικογένεια, άρα να συνθλιβούν από την κοινοτοπία των μικροαστών νοικοκυραίων... δεν υπάρχει τίποτα μεγάλο ή κλασικό... Οι νεαροί θέλουν να γράφουν βιβλία και ποιήματα, να ζήσουν τη ζωή με νέα πάντα ερεθίσματα, ανθρώπους και μέρη. Ψάχνουν για την αλήθεια, για το «κάτι»... Ο Σαλ, ο Ντιν και η παρέα τους αναζητώντας αυτό το «κάτι» διασχίζουν την Αμερική, σ' ένα ταξίδι γεμάτο περιπλοκές, συγκρούσεις, αλλά κυρίως σεξ... Χαρακτηριστικό, ότι ο νάρκισσος Ντιν ανοίγει πάντα την πόρτα του γυμνός, ενώ στο κρεβάτι περιμένει τουλάχιστον μια γυναίκα που δεν έχει αντίρρηση να κοπιάσουν οι φίλοι του Ντιν.

Μαστουρωμένοι με χασίς ή αμφεταμίνη οι νεαροί σέρνονται όλη μέρα, χορεύουν εκστατικά στους ήχους της τζαζ, κλέβουν βενζίνη και τρόφιμα, οδηγούν με φρενίτιδα χωρίς σκοπό και αδιαφορούν να επωμιστούν την παραμικρή ευθύνη για οτιδήποτε... Είναι προβληματικό ότι τίποτα και κανένας δεν παρουσιάζεται τουλάχιστον συμπαθητικός, ούτε βλέπει κανείς το μελλοντικό συγγραφέα ή τον ποιητή μπίτνικ να γεννιέται από τις περιπέτειες... Πρόκειται μάλλον για ομάδα χαμένων εφήβων που κοιτά να σβήσει την κατάθλιψή της με διάφορες καταχρήσεις/εξαρτήσεις. Ολοι ζηλεύουν την αξιολύπητη ζωή όλων... υπ' αυτές τις προϋποθέσεις το δίωρο της ταινίας καταντά βασανιστικό μ' αυτή τη συντροφιά. Ο Βάλτερ Σάλες ίσως θεωρεί ότι δημιούργησε ένα κομμάτι ζωντανής πολιτισμικής ιστορίας. Εμείς το μόνο που βλέπουμε είναι μια ομάδα εγωκεντρικών, προκλητικά απλοϊκών και αυτάρεσκων νεαρών... Πολύ κακό για το τίποτα! Ο αλαζονικός αυτός αχταρμάς δεν έχει καμιά απολύτως αξία, ούτε σε επίπεδο ίντριγκας ούτε σε επίπεδο τέχνης.

Ο Σάλες και οι συνεργάτες του γνώριζαν ότι είχαν στα χέρια τους ένα κλασικό έργο... Ισως γι' αυτό να μην προσπάθησαν να το επικαιροποιήσουν, να το σχολιάσουν ή να βγάλουν στην επιφάνεια τα κοινωνικά και ιστορικά συμφραζόμενα... Αρκέστηκαν μόνο σε επαναληπτικές σκηνές που περιγράφουν τον «μύθο» Κέρουακ μάλλον, χωρίς να γραπώνονται από τις ιδέες που διασχίζουν το περιεχόμενο. Είναι κάτι σαν αποστολή αυτοκτονίας το να κινηματογραφήσεις ένα κλασικό έργο. Οταν όμως αυτό γίνεται, ο σκηνοθέτης υποχρεούται να έχει και άποψη και όραμα. Και ο Σάλες, ήδη με την ταινία του για τον Τσε, έδειξε ότι δεν είναι το κατάλληλο πρόσωπο...

Παίζουν: Σαμ Ράιλι, Γκάρετ Χέντλουντ, Κρίστεν Στούαρτ, Κίρστεν Ντανστ, Βίγκο Μόρτενσεν κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ, Μ. ΒΡΕΤΑΝΙΑ, ΓΑΛΛΙΑ, ΒΡΑΖΙΛΙΑ (2012).

Πανσπερμία ταινιών… στο πιάτο!

Η τελευταία βδομάδα του Ιούλη, εκτός των τεσσάρων φρέσκων οπτικοακουστικών προϊόντων που κάνουν σήμερα πρεμιέρα, κρύβει και εκπλήξεις: Πολλές και σημαντικές επανεκδόσεις, με καινούργιες κόπιες. Δυο ταινίες από την δημιουργικά παραγωγική δεκαετία του '60, που εδώ και πολλά χρόνια δεν προβλήθηκαν σε μεγάλη οθόνη... «ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ» (1963) του Αλφρεντ Χίτσκοκ και το «ΠΕΡΣΟΝΑ» (1966) του Ινγκμαρ Μπέργκμαν, καθώς επίσης και δύο αριστουργήματα του Κέντζι Μιτσογκούτσι που προβάλλονται στο Τριανόν. «ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ» (1954) και «ΟΥΓΚΕΤΣΟΥ ΜΟΝΟΓΚΑΤΑΡΙ» (1953), μια από τις καλύτερες δημιουργίες του Ιάπωνα σκηνοθέτη και μια από τις τελειότερες ταινίες στην ιστορία του ιαπωνικού κινηματογράφου. Τέλος, συνεχίζεται η προβολή του κλασικού δείγματος του ιταλικού νεορεαλισμού «Ο ΚΛΕΦΤΗΣ ΠΟΔΗΛΑΤΩΝ» (1948) σε σκηνοθεσία του Βιτόριο Ντε Σίκα...

Το 1963, τρία χρόνια μετά την νευρωτική «ΨΥΧΩ», ο Χίτσκοκ γυρίζει «ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ», εμπνευσμένος από την ομώνυμη νουβέλα της Δάφνης ντι Μοριέ. Ταινία προάγγελος των ταινιών καταστροφής που εμφανίζονται στο προσκήνιο τη δεκαετία του '70, καθώς επίσης και μοναδική ταινία «φανταστικού» στη φιλμογραφία του δημιουργού. Η κριτική της εποχής την υποδέχθηκε ψυχρά και η εμπορική της επιτυχία υπήρξε μέτρια... Η ταινία χαρακτηρίζεται για την πληθώρα διαφορετικών και αντικρουόμενων ερμηνειών που τη συνοδεύουν, σχετικά με τη συμβολική και μεταφορική σημασία των πουλιών και της ανεξήγητης συμπεριφοράς τους. Καμιά ωστόσο από τις ερμηνείες, οι οποίες δεν είναι εντελώς αυθαίρετες, δεν παρουσιάζεται πλήρως θεμελιωμένη, ώστε να εξηγεί, όχι τη μια ή την άλλη μεμονωμένη επίθεση των πουλιών, αλλά αυτό που συμβαίνει και διαπερνά το σύνολο των σκηνών της ταινίας. Η ιστορία που «ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ» πραγματεύονται είναι κατασκευασμένη με τρόπο που να σέβεται τις τρεις κλασικές ενότητες, του χώρου, του χρόνου και της πλοκής και εκτυλίσσεται μέσα σε ένα διήμερο, στην απομονωμένη περιοχή της Μποτέγκα Μπέι. Εκεί φθάνει η κοσμική Μέλανι από το Σαν Φρανσίσκο για να επισκεφθεί τον δικηγόρο Μιτς - που γνώρισε πρόσφατα σε ένα κατάστημα που πουλάει πουλιά. Η Μέλανι φέρνει μαζί της ως δώρο, ένα ζευγάρι «ερωτοπουλιών», που συνιστούν το «έμβρυο» της καταστροφής. Τα πουλιά πάνω από την περιοχή όλο και πληθαίνουν και γίνονται όλο και πιο επιθετικά... Ο Χίτσκοκ ουδόλως αιτιολογεί, φιλοσοφικά ή παρα-επιστημονικά, την επιθετικότητα των πουλιών, γιατί το στοιχείο που ενδιαφέρεται να αναδείξει είναι η καθαυτή πράξη της «αντιστροφής» των πουλιών που, από αθώα και άκακα, μεταλλάσσονται σε επιθετικές δυνάμεις του κακού... Στους κύριους ρόλους ο Ροντ Τέιλορ και η ψυχρή και γοητευτική Τίπι Χέντρεν, μια από τις κλασικές χιτσκοκικές γυναικείες μορφές... Αποκλειστικά στο θερινό «Θησείον».

Πρεμιέρα, επίσης, και για την αμερικάνικη παραγωγή δράσης κι επιστημονικής φαντασίας, βασισμένη στο διάσημο κόμικ «ΓΟΥΛΒΕΡΙΝ» (2013) σε σκηνοθεσία Τζέιμς Μάνγκολντ, με τον Χιου Τζάκμαν στον ομώνυμο ρόλο...



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ