Πέμπτη 4 Οχτώβρη 2012
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σε μελαγχολικούς τόνους...

Δύο οι αξιόλογες ταινίες της βδομάδας που βγαίνουν αύριο στις αίθουσες. Σινεμά δημιουργού αμφότερες. Αντικειμενικά, στην πρωτοκαθεδρία βρίσκεται ο «καθαρός» κινηματογράφος του Μίκαελ Χάνεκε. «ΑΓΑΠΗ» ο τίτλος της τελευταίας ταινίας του Γερμανοαυστριακού δημιουργού, που έλαβε φέτος τον «Χρυσό Φοίνικα» στο φεστιβάλ των Κανών. Τρία χρόνια πριν, η αριστουργηματική του στεγνή και στυγνή «ΛΕΥΚΗ ΚΟΡΔΕΛΑ» βραβευόταν στο ίδιο φεστιβάλ, με το ίδιο βραβείο...

Φεστιβαλική και η δεύτερη. Ταινία δημιουργού από την Τουρκία, η πρώτη μεγάλους μήκους μυθοπλασίας, του 37χρονου Οζκάν Αλπέρ, με τον τίτλο «ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ».

Ιδιαίτερα αξιόλογη διαγράφεται και η εκδήλωση/ αφιέρωμα, υπό τον γενικό τίτλο «Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ για τον Τσε», που με αφορμή τη συμπλήρωση 45 χρόνων από τη δολοφονία του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, στις 9 Οκτώβρη 1967, διοργανώνει η «New Star» σε συνεργασία με την πρεσβεία της Κούβας στην Αθήνα, από τις 4 έως και τις 10 Οκτώβρη, στον κινηματογράφο ΤΙΤΑΝΙΑ, στη γωνία Πανεπιστημίου και Θεμιστοκλέους (είσοδος από τη Θεμιστοκλέους, τηλέφωνα: 210.3811.147 και 210.3841.689). Στα πλαίσια του Φεστιβάλ θα προβάλλονται καθημερινά από τις 18.00 έως και την 00.30 μετά τα μεσάνυχτα, ταινίες ντοκιμαντέρ απ' όλο τον κόσμο για τη ζωή και τη δράση του Τσε όπως την αποθανάτισε ο φακός καλλιτεχνών/ κινηματογραφιστών. Το εισιτήριο θα είναι ημερήσιο και ενιαίο με γενική τιμή 5 ευρώ και 3 ευρώ για τους ανέργους. (Για λεπτομερές πρόγραμμα προβολών απευθυνθείτε στην αίθουσα στα παραπάνω τηλέφωνα).

Τέλος, εσπευσμένα βγαίνει σήμερα στις αίθουσες η τρίτη, μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του Θάνου Αναστόπουλου «Η ΚΟΡΗ». Η ταινία που προβλήθηκε στις «Νύχτες Πρεμιέρας» - αλλά δεν έκανε δημοσιογραφική προβολή - μιλά για ένα δεκατετράχρονο κορίτσι τού σήμερα που αναζητά τον χρεοκοπημένο πατέρα της ο οποίος κρύβεται πιθανώς από τους πιστωτές του. Το κορίτσι θεωρεί υπεύθυνο της εξαφάνισης το συνέταιρο του πατέρα της, γι' αυτό απαγάγει τον οκτάχρονο γιο του και τον κρατά φυλακισμένο στο ξυλουργείο των γονιών τους...

Απόψε, στις 18.30, όλοι μας στους δρόμους! Στα συλλαλητήρια του ΚΚΕ, σ' όλες τις γειτονιές της Αθήνας και τις πόλεις της Ελλάδας, για μαζική αποδοκιμασία των βάρβαρων αντιλαϊκών μέτρων που η συγκυβέρνηση του κεφαλαίου και η τρόικα φέρνουν για ψήφιση στη Βουλή...


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΝΑΝΤΙΑ ΤΑΣ
Matching Jack

Copyright 2009 John Tass-Parke

Αισθητική τηλεταινίας για το κανάλι Hallmark το αυστραλιανό φιλμ που πραγματεύεται ένα όντως πολύ σοβαρό θέμα, το οποίο, όμως, κρατά εγκλωβισμένο σε πλαίσια μελοδράματος, παρά τις «παράπλευρες» προσπάθειες που κάνει για να το αποφύγει. Η ταινία πραγματεύεται το θέμα της παιδικής λευχαιμίας όχι με άξονα την ίδια την αρρώστια αλλά, με τον τύπο της «αποτελεσματικότερης» για τον άρρωστο βοήθειας, από τον οικογενειακό του περίγυρο. Αυτό το μήνυμα διοχετεύεται μέσα από δύο διαφορετικές οπτικές, η μία - του Ιρλανδού πατέρα - με χαρακτηριστικά εσωστρέφειας, η άλλη με πράξεις εξωστρεφείς. Η ραχοκοκαλιά της ιστορίας βασίζεται σε μυθοπλασία διανθισμένη με στοιχεία από πραγματικά γεγονότα.

Η ταινία, μέσα από την ιστορία δύο μικρών αγοριών που χτυπημένα από την αρρώστια συναντώνται στον ίδιο νοσοκομειακό θάλαμο, αφηγείται τον απεγνωσμένο αγώνα μιας μητέρας να βρει συμβατό δότη μυελού των οστών για το μικρό της γιο, που διαγνώστηκε με λευχαιμία. Ετσι θεωρεί θεόσταλτο δώρο την «απιστία» του συζύγου της, γιατί κάπου, μπορεί να υπάρχει κάποιο αδελφάκι που θα σώσει το δικό της παιδί...

Ιστορία συναισθηματικά φορτισμένη με αποσπασματική αποδραματοποίηση από τον διάσπαρτο κλισέ, μελοδραματικό της χαρακτήρα για μια αρρώστια που σκοτώνει. Τα συμφραζόμενα, απιστίες, καυγάδες, έρωτες, εγκυμοσύνες ... αφενός ανήκουν στη ζωή κι έτσι προσδίδουν στην ταινία σταθερότητα και αφηγηματικό εύρος και αφετέρου, «ελαφραίνουν» τη βαριά της ατμόσφαιρα. Σημαντικό στοιχείο και προϋπόθεση στην ταινία η έννοια του αγώνα, έννοια που συνδέεται αδιάρρηκτα με το αίσιο τέλος της ιστορίας (όπως και με κάθε αίσιο τέλος), ένα τέλος βέβαια όχι και τόσο απρόσμενο...

Πάντως, ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει αυτό το φιλμ - που η σωστότερη θέση του θα ήταν στα ράφια ενός βιντεάδικου - είναι η παρουσία του Τζέιμς Νέσμπιτ στο ρόλο του χήρου Ιρλανδού ναυτίλου με τη γραφική φαντασία που χάνεται στις παραδόσεις και τους θρύλους και ο πολύ άρρωστος γιος του, ο εκπληκτικός μικρός Κόντι Σμιτ Μακ-Φι ...

Παίζουν: Τζασίντα Μπάρετ, Τζέιμς Νέσμπιτ, Κόντι Σμιτ Μακ-Φι, Τομ Ράσελ, Ρίτσαρντ Ρόξμπεργκ, Ιβόν Στραχόβσκι, κ.ά.

Παραγωγή: Αυστραλία (2010)

ΟΖΓΚΑΝ ΑΛΜΠΕΡ
Φθινόπωρο

Σε ένα γοητευτικά άγριο και συνάμα ήρεμο, ορεινό φθινοπωρινό τοπίο κάπου στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, στα σύνορα με τη Γεωργία, τοποθετείται η ελεγεία του Γιουσούφ, του νέου άνδρα με τους κατεστραμμένους - από τις κακουχίες της δεκάχρονης φυλάκισης και τις απεργίες πείνας - πνεύμονες. Αποφυλακισμένος τώρα, για λόγους υγείας, ο ηττημένος από τη ζωή Γιουσούφ έρχεται να κουρνιάσει στον γενέθλιό του τόπο, στο πατρικό του, κρεμασμένο σαν αετοφωλιά σε μια απάτητη πλαγιά, χωμένη στην παχιά ομίχλη του αργού φθινοπώρου.

Σε γερές βάσεις πατά η πρώτη, μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του 37χρονου Τούρκου κινηματογραφιστή Οζκάν Αλπέρ με το εκπάγλου κάλλους φυσικό τοπίο να αποτελεί παντοδύναμο χαρτί που χρησιμοποιείται και σαν θεμελιώδες δομικό υλικό στο αδιαμφισβήτητο ταλέντο του σκηνοθέτη ως προς τη σύνθεση των κάδρων.

Καθοριστική η παρουσία του φυσικού στοιχείου και των καιρικών φαινομένων. Καθοριστική και η οργανική τους λειτουργία ως δραματουργικών στοιχείων στην ανάπτυξη της ιστορίας του Γιουσούφ. Ο υπερτονισμός της φύσης σε συνδυασμό με την απέλπιδα αφ' ενός μοναξιά του Γιουσούφ - που πηγάζει από την ανίατη αρρώστια και οδηγεί στην παράδοσή του στη μοίρα του - και αφ' ετέρου με τη ρομαντική εξιδανίκευση από πλευράς του της γυναίκας (της πόρνης Εκα από τη Γεωργία) η οποία πρέπει να αρνηθεί τη σεξουαλικότητά της για να μην καταβαραθρωθεί το στάτους της ιδανικής εικόνας στα μάτια του... ο συνδυασμός των τριών αυτών μοτίβων στέλνει τους συνειρμούς - προς αναζήτηση εκλεκτικών συγγενειών - κατευθείαν στην καρδιά του γερμανικού ρομαντισμού.

Στοιχεία ξένα προς την αισθητική της ταινίας τα flash back από φοιτητικές ταραχές στην Κωνσταντινούπολη και σκηνές της φυλακής, που τέμνουν τη γραμμική αφήγηση. Ενοχλούν γιατί δε «χωνεύονται» από τη μαγική, μελαγχολική αρμονία.


Στα παραπάνω εντάσσεται και η λέξη «σοσιαλισμός» που ακούγεται δυο τρεις φορές στην ταινία χωρίς περαιτέρω αποχρώσες ενδείξεις. Η έννοια αποδεικνύεται υπερβολή και άχρηστο καρύκευμα που αφαιρεί - αντί να προσδίδει - «βάρος» τόσο από την ιδεολογική σούπα όσο και από τους χαρακτήρες. Εάν όλο αυτό το γιαλαντζί αριστερό στοιχείο τελικά αφαιρείτο, τι κατ' ουσίαν θα άλλαζε στην ταινία; Αν ο Γιουσούφ βρισκόταν στη φυλακή για όποιο αδίκημα, καταδικασμένος άδικα, με κλονισμένη υγεία, δεν θα ήταν πράγματι ένας «όρθιος» τραγικός ήρωας, μια που δεν θα εξαναγκαζόταν να «βλασφημήσει» τις νεανικές του επιλογές; Είναι δηλαδή ίδιον σοβαρότητας ο «σοσιαλισμός» του Γιουσούφ, για τον οποίο μας «μιλάει» ο τοίχος του δωματίου του όπου συνυπάρχει φωτογραφία του Μαξίμ Γκόρκι με φωτογραφία με τον Ομάρ Σαρίφ και την Τζούλι Κρίστι από σκηνή του φιλμ «ΔΟΚΤΩΡ ΖΙΒΑΓΚΟ» από το μυθιστόρημα του Πάστερνακ; 'Η μήπως ο σοσιαλισμός «που δεν αξίζει τον κόπο να χαλά κανείς τη ζωή του», όπως λέει η Εκα, μετανάστρια στην Τουρκία, που δουλεύει σαν πόρνη να ζήσει το παιδί και τη μάνα της στη λεύτερη πια Γεωργία. Οσο για τον Μιχαήλ, τον ξυλουργό, αυτός θυμάται το «σοσιαλισμό» όταν μεθάει και τον αντιμετωπίζει σαν νεανικό πλατωνικό έρωτα στον οποίο φορτώνει όλες τις λάθος επιλογές της ζωής του. Παρά τις όποιες αδυναμίες, η παρθενική ταινία του Αλπέρ είναι αυθεντικό πόνημα που αξίζει να τη δει κανείς και να τη συζητήσει!

Παίζουν: Ονούρ Σαγιάκ, Μέγκι Κομπαλάτζε, Σερκάν Κεσκίν κ.ά.

Παραγωγή: Τουρκία (2008).

ΤΟΝΙ ΓΚΙΛΡΟΪ
Η κληρονομιά του Μπορν

Τέταρτο στη σειρά Μπορν φιλμ (ή μάλλον, παρακλάδι της σειράς) χωρίς όμως... τον Τζέισον Μπορν (Ματ Ντάμον) - το φάντασμα του οποίου κυκλοφορεί στην ταινία αποκλειστικά σαν οδυνηρή φήμη και σαν εικόνα στα αρχεία του πρωτοκόλλου. Αντικαταστάτης του δολοφόνου χωρίς «μνήμη και συνείδηση, αλλά με υπερ-ανθρώπινες ικανότητες φονικής μηχανής» είναι ο Ααρον Κρος - τον ρόλο κρατά ο Τζέρεμι Ρένερ. Ο Ρένερ μπορεί να αποδεικνύεται επαρκής υποδυόμενος το ανθρωπόμορφο «προϊόν» που προέκυψε από το project της CIA και της πολεμικής βιομηχανίας, απέχει όμως παρασάγγας από τη λάμψη και το εκτόπισμα του Ματ Ντάμον! Η ταινία ωστόσο προσφέρει, ως αντιστάθμισμα στην έλλειψη λειτουργικής δραματουργίας και στα χάσματα λογικής στην ίντριγκα, διασκέδαση για πάνω από δίωρο μέσα από κατακλυσμιαία, καυτή δράση. Για ένα «ποπ-κορν» κοινό που διασκεδάζει με τέτοια...

Τα τρία προηγούμενα Μπορν φιλμ αναφέρονταν ως γνωστόν στην ιστορία ενός «παραγεμισμένου» με χημικές ουσίες δολοφόνου που έχει πια χάσει μνήμη και ταυτότητα και, που ξαναβρίσκοντας τον εαυτό του στρέφεται εναντίον των διεφθαρμένων πειραματιστών των κρατικών υπηρεσιών της αμερικανικής αντικατασκοπείας. Οι ταινίες αυτές διέγραψαν ανοδική ποιοτική πορεία, ειδικά η τελευταία «THEBOURNEULTIMATUM» που θεωρείται στολίδι του είδους. Στην «Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΜΠΟΡΝ», εξαφανίζεται, μαζί με τον Μπορν και κάποια διάσταση πολιτικής και υπαρξιακής προβληματικής, ενώ επιταχύνεται δραματικά η σύγκρουση συμφερόντων των αναμεμειγμένων θεσμικών και εξωθεσμικών παραγόντων στο project «Treadstone». Η CIA αποφασίζει την εξουδετέρωση όλων των πρακτόρων και των ερευνητών που μπλέχτηκαν στο φιλόδοξο πείραμα της αντικατασκοπείας κι έτσι άρχεται μια κλιμακούμενη αλληλουχία κυνικών δολοφονιών σε κάθε γωνιά της παγκοσμιοποιημένης Γης. Ο πράκτορας Ααρον Κρος που καταλαβαίνει τι παίζεται προσπαθεί να σώσει τη ζωή του με σύμμαχο μια ερευνήτρια με πρόσβαση σε ουσίες και εργαστήρια. Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο σεναριογράφος της σειράς Τόνι Γκίλροϊ που αφήνει αρκετό χώρο στο διάλογο. Σοβαροί κουστουμαρισμένοι υψηλόβαθμοι υπάλληλοι του κράτους, συσκέπτονται μπροστά σε οθόνες υπολογιστών, δημιουργώντας στο πρώτο μισάωρο της ταινίας, ατμόσφαιρα θρίλερ που ανατρέπεται από τον καταιγισμό δράσης που επακολουθεί. Μπανγκ - μπανγκ, καράτε, εκρήξεις, υψίστης ακρίβειας πύραυλοι, εξουθενωτικό κυνηγητό με αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες και ό,τι άλλο... Τελικά, το παιχνίδι αυτό, παρά το πανάκριβο κόστος των σκηνών του, φάνηκε ότι δεν είχε να επιδείξει κάτι περισσότερο από ένα κοινό θρίλερ περιπετειώδους δράσης. Ευχή - που δεν πρόκειται να εισακουστεί - να είναι το τελευταίο της σειράς Μπορν...

Παίζουν: Τζέρεμι Ρένερ, Ράιτσελ Βάις, Εντουαρντ Νόρτον, Στέισι Κιτς, Αλμπερτ Φίνεϊ, Τζόαν Αλεν κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2012).

ΜΙΚΑΕΛ ΧΑΝΕΚΕ
Αγάπη

Σε έναν κόσμο που, όχι απλά προσβλέπει αλλά θεοποιεί, την «αιωνόβια» νεότητα, σπάνια συναντά κανείς κινηματογραφικές ταινίες, για και με, ηλικιωμένους ανθρώπους. Η ταινία του 70χρονου Γερμανοαυστριακού Μίκαελ Χάνεκε, του συχνά - αν όχι πάντα - «ψυχρού προβοκάτορα» που, δικαίως έλαβε την ύψιστη διάκριση του Χρυσού Φοίνικα στο φετινό κινηματογραφικό φεστιβάλ των Καννών, ανήκει σ' εκείνο το απαιτητικό είδος που πραγματεύεται κλάσματα της εσάνς, του αποστάγματος δηλαδή, της ανθρώπινης ύπαρξης... Η περίπτωση Χάνεκε, μέσα από την απόλυτα αναγνωρίσιμη εκφραστική της μορφή, επαναπροσδιορίζεται ως «καθαρού σκηνοθέτη» χωρίς την παραμικρή - εκ μέρους του - πρόθεση, για όποιον άμεσο «πολιτικό υπαινιγμό»...

Απόλυτα αντίθετος στο ρομαντισμό και στους όποιους συναισθηματισμούς - εδώ περισσότερο από ποτέ - ο Χάνεκε εκπλήσσει με αυτήν τη σκοτεινή, αλλά «ασυνήθιστα φωτεινή» ταινία του, μια ακόμα ενταγμένη στο πεδίο που ερευνά, την θρησκευτικο-υπαρξιακή σύγκρουση στην σύγχρονη Ευρώπη.

Η «χιλιοξεφτισμένη» ίσως έννοια «ΑΓΑΠΗ» που φέρεται ως τίτλος της ταινίας, εστιάζει στον επίλογο της ζωής ενός ηλικιωμένου, μπουρζουά, παρισινού ζευγαριού που παλεύει με το θάνατο. Πρόκειται για μια «οικογενειακή» τραγωδία δοσμένη μέσα από συγκινησιακή εντιμότητα και δυνατό ρεαλισμό, που έρχεται να αντιμετωπίσει το θάνατο - σαν μέρος της ζωής - με νηφάλια μεγαλοψυχία.

Με απόλυτη αποδραματοποίηση, αφού από τα αρχικά πλάνα έχουμε πληροφόρηση για την έκβαση της ιστορίας, βλέπουμε σε flash back την Ανν και τον Ζορζ, ένα ογδοντάχρονο και βάλε ζευγάρι. Πρώην καθηγητές μουσικής ζουν στο κεντρικό Παρίσι σε ένα παλιό ευρύχωρο διαμέρισμα όπου κυριαρχεί το στίγμα της αστικής κουλτούρας του παρελθόντος: το πιάνο με ουρά δεσπόζει στο σαλόνι, βιβλιοθήκες τεράστιες και βιβλία παντού, «τριμμένα» έπιπλα και χαλιά και παντελής απουσία τηλεόρασης και υπολογιστών... Ζουν μέσα στην ήρεμη και αρμονική ρουτίνα τους έχοντας πλήρη γνώση του ότι «τίποτα δεν διαρκεί για πάντα». Μια μέρα η ζωή αλλάζει μετά από ένα ελαφρύ εγκεφαλικό της Ανν που σηματοδοτεί την αρχή της «κάτω βόλτας» που έρχεται καλπάζοντας, καταβαραθρώνοντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του ασθενούς. Και ο Ζορζ κάνει ό,τι περνά από το χέρι του φροντίζοντας για τη διατήρηση της αξιοπρέπειας της συζύγου του. Η διαχείριση της αλλαγής είναι δύσκολη και για τους δυο.

Την Ανν υποδύεται η 85χρονη Εμανουέλ Ριβά, πρωταγωνίστρια του μυθικού «ΧΙΡΟΣΙΜΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ» (1959) του Αλαίν Ρενέ. Ξεφυλλίζοντας ένα φωτογραφικό άλμπουμ με φωτογραφίες δικές της και του συζύγου της Ζορζ (τον ρόλο υποδύεται ο ανυπέρβλητης «υπεραξίας» Ζαν-Λουί Τρεντινιάν 81 ετών) από τις παλιές καλές εποχές τους, αναγνωρίζει ότι «η ζωή ήταν ωραία, μακρά ζωή!». Κοιτάζει τις φωτογραφίες χωρίς νοσταλγία. Με το βλέμμα εκείνου που κατανοεί ότι ο κύκλος του ολοκληρώθηκε και έφθασε η ώρα της αναπόφευκτης αποχώρησης... Ο Χάνεκε επιδεικνύει με επιδέξιο τρόπο την κατανόηση για τις λανθάνουσες ψυχολογικές διαταράξεις ανθρώπου που εκφράζονται με τα σουρεαλιστικά, σχεδόν φροϋδικά όνειρα του Ζορζ, στα οποία ο ίδιος αισθάνεται και είναι απόλυτα αβοήθητος, όπως στην πραγματικότητα είναι η αγαπημένη του σύντροφος, την οποία δεν μπορεί να βοηθήσει ό,τι κι αν κάνει...

Η μουσική στο έργο του Χάνεκε είθισται να λειτουργεί τόσο σαν στοιχείο της ταινίας όσο και σαν στοιχείο της αφήγησης. Η μουσική στην ταινία «ΠΙΑΝΙΣΤΑΣ» ήταν σύμβολο δύναμης, μια πράξη υπεροχής και υποταγής ταυτόχρονα. Εδώ η μουσική υφαίνεται με την ταυτότητα του ζεύγους. Οι μελαγχολικά επίσημοι τόνοι του Σούμπερτ λειτουργούν αντιπαραθετικά με την αναπόφευκτη ωμότητα της ταινίας. Κι όσο η κατάσταση της Ανν χειροτερεύει, η μουσική καταντά μια οδυνηρή υπενθύμιση της προηγούμενης ζωής.

Ο Ζορζ και η Ανν ανήκουν σε μια κοινωνική τάξη που υπήρξε σε βάθος αιώνων επαναστατική, πρόσφερε στην πολιτιστική παρακαταθήκη της ανθρωπότητας κι έχοντας προ πολλού ολοκληρώσει τον ιστορικό της κύκλο, βρίσκεται σε τροχιά θανάτου. Ενα από τα κύρια στοιχεία ταξικού προσδιορισμού είναι ο λόγος. Αργός, στρογγυλός, ακριβής με άρτια εκφορά. Σωστή χρήση του λεξικού, της σύνταξης, της γραμματικής... Αλλά και ο χώρος που μυρίζει γηρατειά και θάνατο, που σε συνάρτηση με το χρόνο, μεταμορφώνεται σε κλειστοφοβική φυλακή. Η κόρη του ζεύγους, μουσικός κι αυτή σε ένα παγκοσμιοποιημένο πια περιβάλλον, μοιάζει εκχυδαϊσμένη μετεξέλιξη της αστικής τάξης. Ο λόγος είναι γρήγορος και άτσαλος, το περιεχόμενο των συζητήσεων δεν άπτεται πια της τέχνης αλλά των οικονομικών απολαβών και των καλύτερων επενδύσεών τους.

Το γεγονός ότι το διαμέρισμα της ταινίας είναι «αντίγραφο» του διαμερίσματος των γονέων του Χάνεκε στη Βιέννη, προϊδεάζει για το ότι η ταινία μπορεί να δομείται σε προσωπικά βιώματα του σκηνοθέτη. «Πράγματα που κάποιος έζησε με τρόπο άμεσο ή έμμεσο, μπορεί κανείς μόνο να τα γράψει. Στην ταινία υπάρχουν στοιχεία που άπτονται προσωπικών βιωμάτων αλλά και πραγμάτων που απλά άκουσα. Η τέχνη είναι ένα περίεργο οπωροφόρο δένδρο όπου μπορεί να αναπτυχθεί άξαφνα κάτι, που ξεκίνησε να ζει την απόλυτα δική του ζωή» αναφέρει ο σκηνοθέτης. Παρών στην ταινία και ο τευτονικός μοραλισμός του Γερμανοαυστριακού Χάνεκε. «Υφίσταται ένα ηθικό καθήκον - λέει - της διαχείρισης της κατάστασης με σεβασμό. Κάθε κίνηση σ' αυτό το ταξίδι, από πλευράς μου, είναι απόλυτα ειλικρινής».

Ταινία δωματίου, ιστορία κεκλεισμένων των θυρών, με τα πάντα υπό τον απόλυτο έλεγχο του σκηνοθέτη. Οι σκηνές παίρνουν το χρόνο που χρειάζονται, οι λήψεις είναι μακρές, οι κινήσεις της κάμερας λίγες - όσο ακριβώς χρειάζεται - ενώ όλη η κίνηση συγκεντρώνεται στο εσωτερικό του κάδρου, σε αυτήν την εξαιρετική γραμμική αφήγηση που μέσα της εντάσσει υποκειμενικά πλάνα, όνειρα και εφιάλτες, σκέψεις και θύμησες... Και ξαφνικά, σε ένα δευτερόλεπτο το δράμα μεταλλάσσεται σε τραγωδία στην μοναδική βίαιη στιγμή της ταινίας, του τέλους με το μαξιλάρι...

Αξιοσημείωτη η σεκάνς με το περιστέρι που μπήκε στο διαμέρισμα από το παράθυρο του φωταγωγού. Σεκάνς «μη οργανική» στην ιστορία, σε χρόνο πραγματικό. Θα μπορούσε και να είχε αφαιρεθεί. Αλλά όχι... Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος του Χάνεκε να επιβάλλει έναν πόνο χωρίς σταματημό, έναν εγκλωβισμό σε ένα χώρο απ' όπου κανείς δε βγαίνει όπως μπήκε... Ο Χάνεκε δεν παίζει σε τόνους φάλτσους. Το αποτέλεσμα, η ταινία του είναι το άκρον άωτον της αρτιότητας, εσωτερικής και εξωτερικής, της ολοκληρωμένης ισορροπίας ανάμεσα στη νόηση και το συναίσθημα...

Η καριέρα του Μίκαελ Χάνεκε αποδεικνύεται συνώνυμη του φεστιβάλ των Καννών και του ύψιστου βραβείου του. Το 2009 η «ΛΕΥΚΗ ΚΟΡΔΕΛΑ» του έλαβε το Χρυσό Φοίνικα και φέτος, τρία χρόνια μετά, ήρθε ξανά και αναμενόμενα, η επανάληψη της διάκρισης. Να τη δείτε!

Παίζουν: Ζαν - Λουί Τρεντινιάν, Εμανουέλ Ριβά, Ιζαμπέλ Ιπέρ, Αλεξάντρ Ταρό, κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία (2012)



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ