Πρώτη έχει ο μήνας σήμερα. Μήνας ξανθός, τρελός, μυρωδάτος, που ξεκινά με ψέματα για να καταλήξει σε αλήθειες. Μια από αυτές είναι και το Πάσχα που έρχεται σε δεκαπέντε μέρες, είναι το αρνάκι, τρελό ή γνωστικό δεν έχει σημασία, θα το φάμε και θα πει και ένα τραγούδι. Και ό,τι θέλει ας γίνει. Εδώ πάει να τρελαθεί και το ραδίκι ακόμα, να αποκτήσει διεστραμμένο μυαλό το λάχανο, να μεταμορφωθεί σε ευφυές το βλίτο... και εμείς θα απέχουμε απ' όλα; Γιατί δηλαδή, για να πεθάνουμε υγιείς; Αντε λοιπόν και ένα κοκτέιλ μας σώζει.
Ας κάνουμε ένα μίνι τούλιπ: Σε μια καράφα ρίχνουμε: μερικά φύλλα μέντας και λίγη ζάχαρη. Προσθέτουμε τριμμένο πάγο μέχρι πάνω και ρίχνουμε ουίσκι αμερικάνικο όσο θέλουμε! Θα το γαρνίρουμε με φλούδα πορτοκαλιού και ένα κεράσι, με κομματάκια ανανά και κλαράκια από μέντα.
Και αφού ξυπνήσουμε, κάνουμε το ντους μας, πλύνουμε τα δόντια μας, χτενιστούμε, κάνουμε κάποιες ασκήσεις, πρέπει να πάρουμε ένα πρωινό πλούσιο σε βιταμίνες. Ενα ποτήρι γάλα με δημητριακά, ένα χυμό πορτοκάλι, μια φρυγανιά με μέλι και δυο ακτινίδια. Η ημέρα μας θα είναι πιο ευχάριστη, πιο ήρεμη, πιο καλή. Δοκιμάστε και θα δείτε.
Ο Ιταλός αρχιτέκτονας και ζωγράφος Giotto di Bondone γεννήθηκε στα 1266 ή στα 1267 και πέθανε το 1337. Υπήρξε η σημαντικότερη μορφή της ιταλικής τέχνης τον 14ο αιώνα.
Γεννήθηκε στο Κόλε ντε Βεσπινιάνο (Colle de Vespignano) και πέθανε στην Φλωρεντία σε ηλικία 70 χρόνων. Το σημαντικότερο έργο της ζωής του που σώζεται ακόμη και διατηρείται τόσο καλά όσο κανείς δε φαντάζεται, είναι το παρεκκλήσι Σκροβένι, αυτό ακριβώς που η στήλη είχε την τύχη να επισκεφτεί. Για να κατορθώσει ο επισκέπτης να δει το υπέροχο αυτό συνθετικό έργο, πρέπει πρώτα να τηλεφωνήσει στο Μουσείο, να κλείσει θέση και να γίνει δεκτός μια συγκεκριμένη ώρα, επειδή μονάχα 25 άτομα μπορούν ταυτόχρονα να μπουν μέσα στο χώρο. Και μια ακόμη λεπτομέρεια που ίσως φανείς ασήμαντη εκ πρώτης όψεως αλλά δεν είναι: Οι επισκέπτες μπαίνουν σε μια αίθουσα και μένουν εκεί καθισμένοι για δεκαπέντε λεπτά της ώρας περίπου μέχρι που να αποστειρωθούν ώστε να μη μεταφέρουν μικρόβια στην εκκλησία, μικρόβια που θα μπορούσαν να μολύνουν τις τοιχογραφίες!
Ας γυρίσουμε όμως στο «Παρεκκλήσι Σκραβένι», το οποίο δίκαια θεωρείται το πιο σημαντικό μνημείο του 14ου αιώνα και το οποίο κατά πάσαν πιθανότητα είναι χτισμένο από τον ίδιο τον Τζιότο. Εκτος από τα λαμπερά αξέχαστα χρώματα, και τα θρησκευτικά θέματα, ο Τζιότο είναι ο πρώτος που βάζει την πρώτη πέτρα στη μοντέρνα ζωγραφική, δίνοντας προοπτική, αίσθημα και φυσικά υπερβαίνοντας τη βυζαντινή ζωγραφική. Οι μορφές των αγίων έχουν ξεφύγει από τη σφαίρα της στατικής μεσαιωνικής αντίληψης, που ήθελε τα πρόσωπα των αγίων να είναι πέρα από το χρόνο και το χώρο. Τα πρόσωπα του Τζιότο έχουν αισθήματα, επιθυμίες, και διαφαίνονται πάνω τους, καθαρά οι συναισθηματικές τους διαθέσεις όπως φαίνεται καθαρά στο «Φιλί του Ιούδα», όπου γίνεται σαφής η μάχη του καλού με το κακό.
Μετά από αυτήν την πολύτιμη εμπειρία πήραμε τον καφέ μας στο καφέ Πεντρόκι, το όποιο είναι για την Πάντοβα, ότι είναι το «Καφέ Γκρέκο» για τη Ρώμη και το «Καφέ Φλοριάν» για τη Βενετία. Είμαστε βυθισμένοι στην ατμόσφαιρα του Τζίοττο όταν χαρούμενες νεανικές φωνές μας επανέφεραν στο τώρα. Εκείνη τη μέρα είχαν αποφοιτήσει μερικές σπουδαστές και σπουδάστριες από Πανεπιστήμιο της Πάντοβας. Το λαιμό τους κοσμούσε ένα τεράστιο στεφάνι, ενώ οι συμφοιτητές του τους έδεναν τα πόδια με κολλητικές ταινίες, κουδούνια, ψεύτικες ή πρόχειρες χειροπέδες. Ενα πανέμορφο, ένα πρωτότυπο νεανικό θέαμα, μοναδικό θα λέγαμε.
Εξωτισμός; Ασφαλώς, δεν μπορεί να τον αρνηθεί κανείς ελαφρά τη καρδία σε ένα κράτος με τις διαστάσεις του Νομού Αττικής και (έτσι που τα καταφέραμε) πληθυσμό πολύ μικρότερο. Η επίσκεψη σ' αυτό μοιάζει σαν την επίσκεψη σε ένα κουκλόσπιτο, σε έναν κόσμο όπου η αίσθηση του μικρού είναι πανταχού παρούσα. Από την άλλη, ο εξωτισμός ασφαλώς δε θεωρείται εύκολα το κύριο στοιχείο μιας χώρας πυκνοκατοικημένης, χωρίς κανένα μυστήριο και εντελώς «ευρωπαϊκής» (με όποια έννοια και αν δώσουμε στην έκφραση αυτή), με δρόμους που τη διασχίζουν προς όλες της τις κατευθύνσεις (τονίζοντας το εξωτικό στοιχείο με τις δυσκολίες τους στις στροφές λόγω έλλειψης χώρου) και που είναι, εκτός των άλλων, και έδρα μόνιμη ή προσωρινή όχι λίγων διεθνών οργανισμών και υπηρεσιών.
Κορύφωμα του εξωτισμού; Μπορεί κανείς να το πει και έτσι. Πάντως, όταν καταρτίστηκαν τα αρχικά κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ, το Λουξεμβούργο ήταν, προς γενική έκπληξη, το μόνο κράτος - μέλος της ΕΕ που τα κάλυπτε. Ενα είδος, δηλαδή, ποντικιού που βρυχάται, με τον τρόπο του.
Τέτοιο πράγμα δε φαίνεται (ευτυχώς) να έχει συμβεί. Ασφαλώς, η πρωτεύουσα, επίσης Λουξεμβούργο, δεν παύει να είναι ένα από τα χρηματιστικά και τραπεζικά (αν και, βέβαια, όχι οικονομικά) κέντρα του κόσμου. Ασφαλώς, η σύγχρονη (ακολουθούμε κι εμείς τον όρο του συρμού) εξέλιξη με το γυαλί και το τσιμέντο δε λείπει καθόλου - αντίθετα, μπορεί κανείς να τη δει εύκολα και, ίσως, παντού. Ωστόσο, δεν υπάρχει ούτε πλήρης νίκη ούτε ήττα κατά κράτος, του τύπου που θα μπορούσε κανείς να διακρίνει, ας πούμε, στην Αθήνα και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Αντίθετα, γίνεται συστηματική προσπάθεια για τη διαφύλαξη των μνημείων και του χαρακτήρα των διαφόρων μικροπεριοχών (μπορεί, άραγε, κανείς να τις ονομάσει «περιοχές»;) και δεν έχει καθόλου εκμετρήσει το ζην η διαφορά της βοής του μεγάλου κέντρου και της ησυχίας της εξοχής. Το πολύ μικρό Λουξεμβούργο διαθέτει, εις πείσμα όλων, την εξοχή του, μια εξοχή, σημειώνουμε, εντελώς πράσινη, με τη βοήθεια μιας προφανούς συστηματικής φροντίδας, αλλά και του μάλλον υγρού κλίματος.