Τούτη την Κυριακή δε θα πιούμε εις υγείαν, θα πιούμε εις μνήμη όλων εκείνων που έχασαν τη ζωή τους στη Σερβία κατά τη διάρκεια του «ανθρωπιστικού πολέμου» των Αμερικάνων. Θα καταφύγουμε σε ένα κοκτέιλ από δάκρυα, από αγανάκτηση, οργή και οδύνη. Δε θα βάλουμε τα υλικά στο «σέικερ» της ψυχής μας. Είναι ήδη «χτυπημένα», είναι ώριμα και εξοργισμένα.
Ομως θα κάνουμε άλλο ένα κοκτέιλ και θα το πίνουμε αργά, ακούγοντας τη θεά της τέχνης, τη Μαρία Κάλλας, να τραγουδά την άρια «Addio del passato» από την Τραβιάτα του Βέρντι.
Μαρία: 1/2 σαμπάνια, 1/8 κονιάκ, 1/8 τσέρι, 1/8 μαρασκίνο, 1/8 Κουραχάο και παγάκια. Ανακατεύουμε τα ποτά στο ποτήρι και τα γαρνίρουμε με φρούτα εποχής.
Αυτό συμβαίνει γιατί τα αμινοξέα, δηλαδή οι ουσίες που μέσω της τροφής μεταφέρουν πληροφορίες στα νευρικά κύτταρα, ενεργοποιούν τα συναισθήματά μας και που με τη σειρά τους επηρεάζουν τη διάθεση, τη σκέψη, ακόμα και τη μνήμη μας.
Ετσι, λαμβάνοντας από τις τροφές αμινοξέα, όπως η τριτοφάνη και το παράγωγό της ντοπαμίνη - αμινοξέα που βρίσκονται στο μέλι, το ρύζι, το σταφύλι, τη σοκολάτα, την μπανάνα, το ψωμί και τα ζυμαρικά - η διάθεσή μας αλλάζει προς το καλύτερο και το συναίσθημα της κατάθλιψης το διαδέχεται η ευχαρίστηση. Αυτό συμβαίνει, γιατί ο νευροδιακομιστής μεταφέρει την πληροφορία μέσω του νευρικού συστήματος στον εγκέφαλο, που με τη σειρά του ενεργοποιεί το αντίστοιχο συναίσθημα.
Ετσι, για να καταπολεμήσετε τους πονοκεφάλους, που τυχόν σας ταλαιπωρούν, αντί να πάρετε ένα παυσίπονο, επιλέξετε ένα από τα παραπάνω τρόφιμα που περιέχουν μεγάλες ποσότητες αμινοξέων. Αν πάλι δεν έχετε ύπνο και δε βρίσκεται ηρεμία, καλό είναι στα γεύματά σας να συμπεριλάβετε πατάτες, μελιτζάνες και σαλάτες, ελαφριά τυριά και ψάρια, ενώ για τη βελτίωση της μνήμης σας το μέλι και η σοκολάτα είναι ό,τι πρέπει. Ομως, δε θα πρέπει να το παρακάνετε με την κατανάλωση σοκολάτας. Και ένα μικρό κομμάτι αρκεί.
Ολα τα άλλα είναι φετιχισμοί, νεοπλουτισμοί, υστερισμοί. Βέβηλες λεηλασίες είναι. Συνολικά 2.000 αντικείμενα, χωρισμένα σε 415 ενότητες, ξεπουλήθηκαν στην αίθουσα του οίκου «Drouot -Montaigne», στην οποία επιτράπηκε η είσοδος σε 650 πλειοδότες. Για μας, που την αγαπάμε πραγματικά, η Μαρία Κάλλας είναι δυο μεγάλα εκφραστικά μαύρα μάτια, μια υπέροχη φωνή, μια εξαιρετική σκηνική παρουσία, που τη βλέπει κανείς στις λιγοστές βιντεοταινίες που υπάρχουν στο εμπόριο, όπως εκείνη που έχει όλη τη δεύτερη πράξη της «Τόσκα» του Τζιάκομο Πουτσίνι και τα CD της.
Για μας, η Μαρία Κάλλας θα μείνει για πάντα ζωντανή ως η πιο φλογερή Κάρμεν, ως η καλύτερη Νόρμα, ως η πιο τραγική Μήδεια, ως η πιο δυστυχισμένη Τραβιάτα, η πιο βασανισμένη και αποφασιμένη Τόσκα. Για μας, η Μαρία Κάλλας είναι εκείνη που έδωσε τόσα πολλά στην Οπερα, τόσα πολλά στην Ελλάδα από την ελληνική καταγωγή της, χωρίς να πάρει ως αντάλλαγμα, έστω και μετά θάνατον, ένα δρόμο που να φέρει το όνομά της. Γι' αυτό και δεν έχουμε ανάγκη από ένα μικροαντικείμενό της, που αγόρασε ή της χάρισαν, εκείνο που έχει ύψιστη αξία είναι η φωνή της, που δε χάνουμε την ευκαιρία να την ακούμε. Είκοσι τρία χρόνια μετά το θάνατό της η Κάλλας ζει μέσα στο σπίτι μας και μέσα στην καρδιά μας.
«Βρέχει λίγο. Τα σύννεφα είναι αραιά. Μπορείς να δεις τα αεροπλάνα. Σαν σαΐτες κάποιου Θεού. Του Αρη. Εχουν δηλητήριο στις μύτες τους αυτές οι σαΐτες. Στα πόδια τους τ' αρπακτικά πουλιά κρατούν μπάλες φωτιάς. Γομολάστιχες της ζωής. Αυτά και ο Θεός που τα στέλνει είναι γομολάστιχες της ζωής.
Κάτω στη γη, μελίσσι ο κόσμος που περιμένει να το τρυγήσουν. Ομως το μελίσσι που περιμένει να τρυγηθεί δεν παύει να επισκέπτεται τα λουλούδια, δεν παύει να λαχταράει τη γύρη. Ο φονιάς ας κάνει τη δουλιά του, εμείς πρέπει να κάνουμε τη δική μας. Τις πρώτες μέρες βέβαια οι άνθρωποι εγκατέλειπαν τα μαγαζιά τους, άρπαζαν τα παιδιά τους στην αγκαλιά κι έτρεχαν στα καταφύγια. Οταν γύριζαν έβλεπαν τα ράφια τους άδεια και τα παιδιά τους τρομαγμένα. Το ζύγισαν και είπαν. Βόμβες εσείς βόλτα εμείς κι από τότε τα πουλιά του θανάτου ρίχνουν στη σκιά στην πόλη αλλά όχι στην ψυχή.
Μια νεαρή μάνα, γαλανή σλάβικη ομορφιά, σφίγγει το μικρό της στην αγκαλιά και το γεμίζει φιλιά. Φιλιά παντού. Στο πρόσωπο, στα μαλλιά, στα ρούχα, στα χέρια, στο στόμα. Σα να προσπαθεί να το θωρακίσει σα να θέλει να φτιάξει ένα περίβλημα υγρής αγάπης, ασπίδα στη γομολάστιχα της ζωής. Το μικρό δε φαίνεται να καταλαβαίνει. Ούτε φαίνεται πως ενοχλείται. Είναι μαθημένο σε τέτοιες εκδηλώσεις πάθους ειδικά τις τελευταίες μέρες. Από τότε που οι σαΐτες εμφανίστηκαν στον ουρανό η μάνα του τον αγαπάει πιο πολύ. Στο ασχημάτιστο μυαλουδάκι του οι σαΐτες είναι βέλη του έρωτα. Οσο πιο πολλές οι σαΐτες τόσο πιο πολλά τα φιλιά. Αλλά γιατί κλαίει η μάνα του; Καμιά φορά κλαίει με λυγμούς. Ο κόσμος των μεγάλων είναι πολύ περίεργος. Δεν μπορεί να τον καταλάβει. Σήμερα το πρωί έβαλαν όλα του τα ρούχα σε μια βαλίτσα, τον έντυσαν καλά - καλά και μετά του υποσχέθηκαν ένα σωρό παιχνίδια. Ο,τι και να ζητούσε του έλεγαν πως θα του το πάρουν. Αυτός πήρε θάρρος και ζήτησε τον ουρανό με τ' άστρα. Συμφώνησαν και σ' αυτό φτάνει μόνο να ήταν υπάκουος και να ακολουθούσε τον μπαμπά στο μακρύ ταξίδι που ήταν να γίνει χωρίς φασαρίες, κλάματα, μικροζημιές αταξίες και όλα τέλος πάντων, αυτά που κάνουν τα παιδιά συμπαθητικά στους άλλους και εκνευριστικά στους γονιούς τους.
«Μαμά, όταν τελειώσει το ταξίδι και είμαστε με τη γιαγιά τότε εγώ θα πηγαίνω στο μεγάλο σχολείο και ο μπαμπάς θα έχει άσπρα γένια;»
Η μάνα μπέρδεψε λίγο τα δάκρυα με το γέλιο, σταμάτησε τα φιλιά και άρχισε τα χάδια.
«Οχι μωράκι μου. Οχι. Τριάντα ώρες είναι να φας, να πιεις, να κοιμηθείς, δυο φορές».
«Δυο φορές, ξαναείπε και του έδειξε δυο δάχτυλα. Κατάλαβες κουκλί μου;»
Οχι δεν κατάλαβε. Αλλά δεν επέμεινε κιόλας. Τα παιδιά δεν επιμένουν τόσο όταν είναι να καταλάβουν, επιμένουν κυρίως όταν είναι να εξηγήσουν.
Ξαφνικά είδε μια σαΐτα. Ενθουσιάστηκε κι έκανε να ξεφύγει από την αγκαλιά της μάνας του αλλά αυτή τον έσφιξε πιο πολύ και με το ένα χέρι του σκέπασε το κεφάλι.
«Ασε με, άσε με. Θέλω να δω»
«Φοβάμαι μωράκι μου, φοβάμαι»
Ο πατέρας, που όλη αυτή την ώρα ήταν απορροφημένος από τις σκέψεις του, έπαψε να στηρίζεται στον τοίχο πίσω του, ένα αριστερά στη Σλάβα αγαπημένη, ένα δεξιά στον καιρό τον πολύτιμο του ελληνοσερβικού φοιτητικού έρωτα. Τους τράβηξε στην είσοδο του ξενοδοχείου και μετά όλοι μαζί μπήκαν μέσα.
Είχε ήδη συμφωνηθεί πως θα πήγαινε μαζί τους. Αυτός και ο μικρός. Η μάνα έπρεπε να σχίσει την καρδιά της στα δυο και ν' αποχωριστεί ό,τι πιο πολύτιμο είχε. Αν, κάποτε πονάς πολύ και δεν έχεις λόγια να το πεις, όταν ραγίζεις και τρέμεις και φοβάσαι, όταν είσαι έτοιμος να εκραγείς από αγάπη και φωτιά και λέξη μόνο μια σε αφήνουν να πεις, να πεις μάνα. Υποκλίνομαι μάνα στο μεγαλείο σου.
Εγώ υποκλίνομαι. Οι βουλγαρικές αρχές, από κει θα περνούσε το λεωφορείο, δεν υποκλίνονται. Θέλουν βίζα και διαβατήριο και κάτι άλλα χαρτιά που η Σλάβα δεν έχει. Ούτε οι Ελληνικές αρχές υποκλίνονται. Δεν μπορούν να δώσουν βίζα έτσι εύκολα και αβίαστα γιατί έχουν δώσει πολλές σ' εκείνες που έρχονται εδώ για πουτάνες, παίρνοντας μια καλή μίζα σε είδος και χρήμα - και δεν μπορούν να δώσουν κι άλλες βίζες γιατί αρχίζει και βρωμάει το πράγμα.
Το παιδί όμως πρέπει να φύγει. Πρέπει να σωθεί. Οι βόμβες πάνε παντού. Σε σχολεία, σε τρένα, σε εργατικές κατοικίες. Μόνον οι βόμβες στην τηλεόραση πάνε σε στρατιωτικούς στόχους. Αχ, να ζούσαμε μέσα στην τηλεόραση. Στο Αλέξινατς, ένα χωριό λίγες ώρες έξω από το Βελιγράδι, οι κορμοί των δέντρων είναι γεμάτοι κηδειόχαρτα. Αυτό που σφίγγει την καρδιά σου δεν είναι το άσπρο χαρτί σε μαύρο φόντο που αναγγέλλει το δυσάρεστο γεγονός. Είναι οι ηλικίες που διαβάζεις στο χαρτί. Κοιτάς, σκέφτεσαι και λες. Αυτοί εδώ είναι σχολείο, είναι παιδιά, είναι χαρά, ποιος πούστης τούς έστειλε αντί για εκδρομή πενθήμερη σε κάνα νησί, ταξίδι στον αγύριστο; Ποιος πούστης ναύλωσε το πούλμαν και τους έκοψε τα εισιτήρια; αν ο Θεός έπαιζε κουκλοθέατρο αυτόν τον πούστη θα τον έστυβε στα χέρια του, αλλά ο Θεός δεν παίζει κουκλοθέατρο παρά μόνο μας έφτιαξε κούκλες και μας άφησε μόνες να πνιγόμαστε με τις κλωστές μας.
Αλλος φόβος να λάβει κανείς υπ' όψιν του είναι αυτός της ραδιενέργειας. Αόρατος φόβος, τρόμος να σε παίρνει αγκαλιά. Ακούγονται πολλά, δεν ξέρεις τι να πιστέψεις, ξέρεις όμως πως πρέπει να φοβάσαι. Αυτοί με τις σαΐτες είναι αποδεδειγμένα αδίστακτοι.
Εκείνη τη στιγμή φτάνει η πληροφορία πως βομβαρδίστηκε το κτίριο της τηλεόρασης. Αναταραχή. Οι Ελληνες αλλάζουν λίγο το πρόγραμμά τους, δε φεύγουν αμέσως, θα περάσουν πρώτα από κει. Θέλουν να δουν, να αναπνεύσουν τη φρίκη, βαθιά να τη βάλουν μέσα τους, ποτέ να μην ξεχάσουν. Δε θα ξεχάσουν. Αυτοί που πήγαν εκεί τότε είναι από αυτούς που δεν ξεφτάνε. Δεν είναι απ' αυτούς που ρίχνουν χρυσόσκονη στο δράμα τους το καθημερινό, είναι άνεργοι πολίτες κι αν είναι λίγοι τώρα, είναι καλή η μαγιά τους. Θα είναι πολλοί αύριο.
Στο κτίριο της τηλεόρασης που καπνίζει με άσπρους και μαύρους καπνούς, γλώσσες φωτιάς ψελλίζουν λόγια πανικού και γλείφουν τα πτώματα των δημοσιογράφων. Μάνες κλαίνε. Μάνες οδύρονται. Μάνες σπαράζουν. Μάνες.
Πάμε να φύγουμε. Για να θυμόμαστε πρέπει πρώτα να ζήσουμε. Αυτός ο πόνος δεν αντέχεται. Πάμε να φύγουμε.
Μαζί μας έρχεται ο μικρός και ο πατέρας του. Θυμάμαι τη Σλάβα με τα χέρια σταυρωμένα να μας κοιτάζει καθώς απομακρυνόμαστε. Ο αέρας της χαϊδεύει τα μαλλιά και καθώς είναι ψηλή, αγέρωχη, μοιάζει απίστευτα όμορφη. Κάνε Θεέ μου κανένας πούστης να μην της κόψει εισιτήριο για τον αγύριστο. Παίξε μια φορά λίγο κουκλοθέατρο. Δακρυσμένος σε παρακαλώ. Κάνε να βρει το παιδάκι της όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
Το παιδάκι της το βρήκε μετά από λίγο καιρό, όταν οι βομβαρδισμοί σταμάτησαν, αλλά το χάρηκε πολύ λίγο γιατί ήταν άρρωστο βαριά και πέθανε από λευχαιμία αφήνοντας στα χέρια της λίγες τρίχες από τα αραχνένια μαλλάκια του. Σας το λέω έτσι απότομα γιατί δε ζείτε μέσα στην τηλεόραση, ούτε εσείς ούτε εγώ.
Υστερόγραφο: Την πιο άσχημη μορφή λευχαιμίας την παθαίνει κανείς από την ακτινοβολία της τηλεόρασης.