Επειδή έχουμε χρόνο και μας έμειναν αρκετές πατάτες και επειδή αύριο δε θα έχουμε χρόνο να μαγειρέψουμε, λέμε να κάνουμε από τώρα μια πατατοσαλάτα. Αφού λοιπόν έχουμε βράσει τις πατάτες θα τις κόψουμε κομμάτια και θα τις βάλουμε σ' ένα μπολ. Θα τις περιχύσουμε με φρέσκο λάδι και θα τις ανακατέψουμε μαλακά. Επειτα θα προσθέσουμε αλάτι και πιπέρι, ψιλοκομμένο κρεμμύδι, μια κονσέρβα τόνο και τρεις κουταλιές μαγιονέζα λάιτ. Θα συνεχίσουμε να ανακατεύουμε μαλακά - μαλακά και μόλις όλα τα υλικά έχουν γίνει ένα με τις πατάτες, τότε θα τις σκεπάσουμε με αλουμινόχαρτο και θα τις βάλουμε στο ψυγείο. Θα δείτε αύριο θα είναι ακόμα καλύτερη η σαλάτα μας. Νοστιμότερη.
«Αυτό που διασκέδαζε όμως περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο τους Αλεξανδρινούς ήταν το Καρναβάλι, ιδιαίτερα τα τρία τελευταία μερόνυχτα του. Στο Καρναβάλι γλεντούσαν όχι μόνο οι καθολικοί, οι διαμαρτυρόμενοι και οι ορθόδοξοι χριστιανοί, αλλά και οι κόπτες, οι πλούσιοι μουσουλμάνοι και Εβραίοι. Τα μπαλκόνια ιδιαίτερα των ελληνικών σπιτιών ήταν καταστολισμένα με λουλούδια και βελούδα κι από κάτω τ' άρματα που περνούσαν συναγωνίζονταν το ένα το άλλο στη θεαματικότητα και την πρωτοτυπία. Μόλις έπεφτε το σκοτάδι ντόμινο, Νέρωνες, Κλεοπάτρες, κλόουν, βρικόλακες και λογιών λογιών μασκαρεμένοι έβγαιναν παρέες παρέες χορεύοντας και τραγουδώντας στους δρόμους που γέμιζαν σερπαντίνες, κομφετί, φασόλια και ρύζι με τα τρελά κι ανέμελα παιχνίδια τους. Τ' αποκριάτικα ρούχα, τα γέλια και τα τραγούδια των ξέφρενων μασκαρεμένων, οι μουσικές, καθώς επίσης οι λάμψεις και τα χρώματα που φώτιζαν τον ουρανό απ' τα πυροτεχνήματα έδιναν στην Αλεξάνδρεια μια όψη εξωπραγματική.
Τα κέντρα διασκεδάσεων, τα καμπαρέ και οι σύλλογοι γέμιζαν από κόσμο που ξεφάντωνε χορεύοντας. Κατά τις δώδεκα έφευγαν οι πιο συντηρητικοί και οι πιο ζωηροί έφθαναν στο ζενίθ του κεφιού και της τρέλας τους. Πίσω απ' τις μάσκες και την ανωνυμία και μέσα σ' αυτόν τον παράφρονα ενθουσιασμό, σ' ορισμένους ξυπνούσαν πρωτόγονα ένστικτα κι επιθυμίες που τα πραγματοποιούσαν όταν φυσικά έβρισκαν ανταπόκριση. Ξεχνούσαν την ίδια την ταυτότητά τους κι αφήνονταν σ' αυτές τις παρορμήσεις της στιγμής, αφού άλλωστε κανείς δεν τους αναγνώριζε και ήταν κάτι το παροδικό».
Απόσπασμα από το βιβλίο της Δάφνης Αλεξάνδρου «Αντίο Αλεξάνδρεια» (εκδόσεις Κέδρος), που αναδημοσιεύεται από τις εκδόσεις Μεταίχμιο στη σειρά «Μια πόλη στη λογοτεχνία» «Αλεξάνδρεια». Τις επιλογές κειμένων έκανε ο Φαίδων Ταμβακάκης.
«Είδες; ούτε Αλβανούς, ούτε τίποτα. Τους έχουν διώξει όλους. Μόνο εμείς οι μ.... τους έχουμε κρατήσει». Τις προηγούμενες 48 ώρες, εργαζόμενοι σκληρά σε δυο - όπως υπολόγισα - δεκάωρες βάρδιες, Αλβανοί μετανάστες είχαν ολοκληρώσει την ανακαίνιση της εισόδου στο ξενοδοχείο. Στο προσωπικό καθαριότητας η πλειοψηφία ήταν γυναίκες από τη Σλοβενία και την Κροατία. Στην πόλη, έξω από το ιστορικό κέντρο, συναντούσες σε κάθε γωνιά Αφρικανούς και Ασιάτες μετανάστες. Αλλά οι Ελληναράδες μας, μέσα σε δώδεκα ώρες παραμονής τους στην πόλη, εκ των οποίων τις οκτώ κοιμώμενοι, στις 8:30 το πρωί έβγαλαν το συμπέρασμα, το οποίο ήθελαν εξ αρχής να βγάλουν. Τους άφησα στην αυτογνωσία τους κι απομακρύνθηκα γρήγορα - γρήγορα.
Η Πίζα απέχει κάπου 370 χιλιόμετρα από την Ανκόνα, η οποία αποτελεί τη «γέφυρα» με την καθ' ημάς Πάτρα. Η απόστασή της από τη Φλωρεντία είναι περίπου εβδομήντα χιλιόμετρα. Η πρόσβαση οδικώς από την πρωτεύουσα της Τοσκάνης γίνεται είτε μέσω της autostrada, είτε μέσω του επαρχιακού δικτύου το οποίο είναι πολύ καλό, δίχως στροφές, δίχως διόδια, με δυο λωρίδες ανά ρεύμα κυκλοφορίας και το συνιστώ ανεπιφύλακτα.
Τελικά, ουδέν το παράδοξο στη φύση, αρκεί να μη βάλει το χεράκι του ο άνθρωπος. Η Πίζα είναι κτισμένη δίπλα στον ποταμό Αρνο, σε μια περιοχή που τα παλαιότερα χρόνια συχνά πλημμύριζε, εξ ου και το σαθρό υπέδαφος. Ολα τα παλαιά οικοδομήματα της πόλης (πριν η μηχανική προοδεύσει και εφεύρει καλύτερους τρόπους θεμελίωσης) έχουν κλίση, άλλα μικρότερη - άλλα μεγαλύτερη. Γι' αυτό και όταν άρχισε να χτίζεται ο πύργος (προοριζόταν για εκκλησιαστικό κωδωνοστάσιο), το 1174, κανένας δεν ανησύχησε για την κλίση που άρχισε να παίρνει. Η κατασκευή του άργησε να ολοκληρωθεί (1372), αλλά αυτό έχει να κάνει με την παρακμή της Πίζας και τα στερημένα οικονομικά της, και όχι με ανησυχίες περί κατάρρευσης. Αρχισε να γέρνει επικίνδυνα μόνο έπειτα από δυο - αποτυχημένες φυσικά - προσπάθειες μηχανικών να τον επιδιορθώσουν (η μία επί Μουσολίνι).
Ο πύργος, λοιπόν, βρίσκεται στη λεγόμενη Piazza dei Mirakolli - «αυλή των θαυμάτων» σε ελεύθερη απόδοση - δίπλα στον υπερμεγέθη καθεδρικό ναό (1063 - 1160) και το λεγόμενο Βαπτιστήριο (άρχισε να κατασκευάζεται το 1153), οικοδόμημα που συναντάται σχεδόν σε κάθε μεσαιωνική πόλη της Ιταλίας. Και τα τρία αυτά κτίρια ακολουθούν τον φημισμένο ρομανικό ρυθμό, είναι επενδυμένα με το τόσο χαρακτηριστικό λευκό - πράσινο μάρμαρο της Τοσκάνης και περιτριγυρισμένα από ένα μεσαιωνικό τείχος. Και ο ναός και το Βαπτιστήριο έχουν κλίση, αλλά όχι τόσο ορατή, λόγω κοντύτερου ύψους και πλατύτερης βάσης από ό,τι το κωδωνοστάσιο.
Αν καταφέρετε να ξεκολλήσετε από την «αυλή των θαυμάτων», κάντε μια βόλτα προς το σύγχρονο κέντρο της Πίζας. Χρειάζονται περίπου είκοσι λεπτά οδοιπορίας, αλλά μιλάμε εδώ για μια πόλη που περπατιέται. Αποπνέει δε αέρα πολιτισμού. Ισως καθόλου τυχαία στο Πανεπιστήμιό της (ιδρύθηκε το 1343) σπούδασε κι εργάστηκε ο Γαλιλαίος. Ο Αρνος που τη διαπερνά και οι γέφυρες που ενώνουν τις δυο πλευρές της πόλης, προσθέτουν το χρώμα τους. Αν μεταβείτε εκεί με ΙΧ, να είστε προετοιμασμένοι ότι έχει παντού παρκόμετρα. Αποφύγετε τη στάθμευση στο κέντρο. Πέντε λεπτά απόσταση πιο έξω, η τιμή στάθμευσης μπορεί να είναι μειωμένη ακόμα και στο μισό, καθώς δεν είναι παντού ενιαία αλλά κυμαίνεται (τουλάχιστον μέχρι πριν από λίγους μήνες) από ένα μέχρι δύο ευρώ την ώρα.