Γιατί όχι; Ολοι ακόμη και οι πιο πολυάσχολοι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες ξέρουν να φτιάξουν, ένα αυγό βραστό, που λέει ο λόγος. Φυσικά υπάρχουν μερικοί που υποστηρίζουν το αντίθετο και άλλοι που ισχυρίζονται πως η κουζίνα είναι βαρετή αλλά καθόλου βαρετό δεν είναι να τρώνε... Κατά την ταπεινή μας γνώμη η μαγειρική είναι μια τέχνη που θέλει μεράκι, φαντασία και ικανότητα στη σύνθεση. Γι' αυτό σήμερα δε γράφουμε για εκείνους ή εκείνες που κατέχουν την τέχνη της μαγειρικής, γράφουμε για όσους αγαπούν το καλό φαγητό αλλά που νομίζουν ή θέλουν να νομίζουμε, πως είναι ανίκανοι να το παρασκευάσουν. Λέμε λοιπόν να ξεκινήσουμε με μια γρήγορη και εύγευστη «ισπανική ομελέτα» που θα μας πάρει να την ετοιμάσουμε μόνο δεκαπέντε λεπτά.
Τι θα χρειαστούμε; 10 αυγά, 5 κολοκυθάκια ψιλοκομμένα, δυο κρεμμύδια και αυτά ψιλοκομμένα, ένα σφηνάκι κόκκινο κρασί, λάδι, δυο πιπεριές, φρεσκοτριμμένο πιπέρι και 3 κουταλιές ψιλοκομμένο μαϊντανό. Σε ένα μεγάλο τηγάνι θα ρίξουμε λίγο λάδι και θα το αφήσουμε να ζεσταθεί καλά. Θα σοτάρουμε τα κρεμμύδια και τις πιπεριές και τα κολοκυθάκια. Θα τα σβήσουμε με το κρασί και θα το αφήσουμε να εξατμιστεί. Σε ένα μπολ θα χτυπήσουμε τα αυγά, το αλάτι και το πιπέρι. Θα τα προσθέσουμε στο τηγάνι μαζί με τ' άλλα υλικά και θα ανακατεύουμε καλά με μια ξύλινη κουτάλα μέχρι τα αυγά να αρχίσουν να ψήνονται. Οταν ροδίσουν θα τα αναποδογυρίσουμε, θα προσθέσουμε το μαϊντανό και θα τα ψήσουμε για άλλα τρία λεπτά. Θα τη σερβίρουμε σε μια πιατέλα και θα την κόψουμε σε τέσσερα μεγάλα κομμάτια. Καλή όρεξη και καλή επιτυχία...
Με το που μπήκε ο Οκτώβρης νιώθουμε την ανάγκη να κάνουμε όνειρα φθινοπωρινά, όνειρα εφικτά, λίγο μελαγχολικά, αλλά γλυκά, τρυφερά. Το φθινόπωρο έχει ανάγκη από φαντασία, από χρώμα, από όνειρο, τρυφερότητα και ένα κοκτέιλ. Δύσκολη αυτή η μεταβατική εποχή. Αποφασίσαμε να πούμε «ναι» στο φθινόπωρο, «ναι» στα φθινοπωρινά όνειρα, «ναι» στα κοκτέιλ:
Πρώτο Ονειρο: 2/3 Κονιάκ, 1/3 κουραχάο, μερικές σταγόνες Ανιζετ ή ούζο. Τα ανακατεύουμε κατευθείαν στο ποτήρι και αρχίζουμε να συνηθίζουμε τη νέα εποχή.
Δεύτερο Ονειρο: 1/2 Ντιμπονέ, 1/4 τριπλ σεκ, 1/4 Χυμός γκρέιπ φρουτ. Γεμίζουμε τα ποτήρια έως τα 2/3 και προσθέτουμε σαμπάνια. Αν δεν έχουμε σαμπάνια, ένα κρασί λευκό αφρώδες.
Και το τρίτο όνειρο είναι ένα κοκτέιλ που το μάθαμε μέσα από ένα λογοτεχνικό αριστουργηματικό βιβλίο, από το «Ρέκβιεμ» του Αντόνιο Ταμπούκι. Βότκα, λεμονάδα, μια κουταλιά ζάχαρη και λίγη μέντα πιπεράτη για να πάρει το πράσινο χρώμα. Γιατί ονομάζεται «πράσινο όνειρο». Γι' αυτό όλα αυτά τα ανακατεύουμε πολύ καλά στο σέικερ με παγάκια και έπειτα... Εις υγείαν των συγγραφέων που μας μαθαίνουν και κοκτέιλ.
Οχι λίγες φορές χαρούμενες παρέες, οικογενειακές ή φιλικές γιόρταζαν με νυχτερινές ρομαντζάδες στα νερά της, απάνω στα όμορφα πλεούμενα της Παμβώτιδας. Ενας κόσμος ολόκληρος, εικόνες από το χτες, να καθρεφτίζονται ακόμη και σήμερα, στα νερά της, είδωλα μιας άλλης, περασμένης εποχής, όμορφης και αξέχαστης». Αυτά διαβάζουμε στη σελίδα 72 του ωραίου λευκώματος «Παμβώτις: η Χιλιοτραγουδισμένη λίμνη των Ιωαννίνων» του Στέφανου Δ Παππά.
Εχουμε πολλές φορές περάσει από τα Γιάννενα, και κάθε φορά δεν αντισταθήκαμε στην ομορφιά της λίμνης. Και ήρεμη και θυμωμένη ή έστω απλώς εκνευρισμένη, μοναδική είναι. Ομως κάτι άλλο προσπαθούμε πάντα να βρούμε έτσι καθώς την κοιτάζουμε μαγεμένοι. Το μυστικό της «Κυρά - Φροσύνης» θέλουμε να αποσπάσουμε. Μα, εκείνη, πεισματικά, αρνείται ή με φωνές ή με αδιάφορη σιωπή. Τελικά, τι ακριβώς έγινε τότε;
Ο κόσμος που καλλιέργησε μέσα μας τη φυγή, την αναζήτηση, την περιπλάνηση, την περιπέτεια.
Ο κόσμος που διαπλάτυνε τους ορίζοντές μας με απίθανες ανακαλύψεις. Μας γνώρισε το χαριτωμένο, το έξυπνο, το χιούμορ, το κωμικό, το άδικο και το δίκαιο, που μας ξεσήκωνε να πάρουμε το μέρος του.
Ο κόσμος που μας ξεκούρασε και μας ονειροπολούσε. Ο Μίκι Μάους, ο Ντόναλτ Ντακ, ο Μπακς Μπάνι, ο Πινόκιο, η Χιονάτη, ο Πίτερ Παν. Η κίνηση και ο ρυθμός, η πανδαισία χρωμάτων, εικόνων και μουσικής, ό,τι το πιο προκλητικό, ό,τι το πιο όμορφο, ό,τι πιο ονειρεμένο μπορεί να φανταστεί η παιδική (κι όχι μόνο) ψυχή στα χέρια του αμερικάνικου επιχειρησιακού πνεύματος, στα χέρια της αμερικάνικης νοοτροπίας και σκέψης, στα χέρια της αμερικάνικης κουλτούρας.
Η εισβολή του αμερικάνικου κεφαλαίου στην Ευρώπη. Η εισβολή της αμερικανικής επιχειρηματικής πρωτοβουλίας. Η εισβολή της επιστημονικής πλέον και τεκμηριωμένης προβολής των «μπίζνες» στη λογική πως όλα πουλιούνται, αν είναι καλά διαφημισμένα και εντυπωσιακά συσκευασμένα. Είναι γεγονός, το αμερικάνικο πνεύμα κτύπησε και μάλιστα σ' έναν τόσο σημαντικό και νευραλγικό τομέα, όπως είναι ο τομέας του πολιτισμού που εμπεριέχει, εκτός των άλλων, το θέαμα, την ευχαρίστηση, την αμεριμνησία, τη γνώση, την αναζήτηση.
Και θέλω να γίνω περισσότερο συγκεκριμένος. Σε μια πανέμορφη θέση, 30 χλμ. περίπου έξω από το Παρίσι, είναι στημένη η ευρωπαϊκή Ντίσνεϊλαντ.
Η είσοδος και οι πρώτες φαντασμαγορικές και εντυπωσιακές κατασκευές σε προϊδεάζουν ότι συμβαίνει κάτι το πολύ σημαντικό και ενδιαφέρον.
Μπαίνεις μέσα αφού πληρώνεις την τσουχτερή τιμή των 12.000(!!) δραχμών περίπου.
Ενα ωραιότατο τρενάκι, σαν κι αυτό που έχουμε δει όλοι, με καμπανάκι, αναλαμβάνει να σε ξεναγήσει γύρω από το χώρο και να σε προετοιμάσει για το τι θα δεις και τι θα απολαύσεις.
Από κει και πέρα όλες οι συμμετοχές είναι τσάμπα και όλα είναι στη διάθεσή σου. (Εκτός φυσικά από τα πανάκριβα καταστήματα με αναμνηστικά και είδη ρουχισμού).
Το τρενάκι προχωρεί, περνά μέσα από τούνελ (ντεκόρ) και δάση, από ποτάμια, από παραδοσιακά ξύλινα χωριά, από βουνά και από φάρμες που βοσκούν άγρια τροπικά ζώα. Στο σταθμό θα σταματήσει να βάλει καύσιμα. Θα φορτώσει και θα ξεφορτώσει. Ο σταθμάρχης με το κόκκινο σημαιάκι δίνει το σήμα. Πίσω από το σταθμό, το Σαλούν, το Hotel, η Τράπεζα, ο χώρος που οι καουμπόηδες δένουν τ' άλογά τους. Οι κυρίες με τις ομπρελίτσες τους, τα κρινολίνα, τις μακριές ροζ μουσελίνες, τους ταφτάδες και τις κατάξανθες περούκες τους, πλάι σε κομψευόμενους κυρίους με μπαστούνια και ημίψηλα, πιασμένοι αγκαζέ κάνουν νωχελικά τον περίπατό τους. Ενα δίπλα τους μπορεί να τους προσπεράσει μια κατάμαυρη άμαξα με δυο καλολουστραρισμένα άλογα και να τους χαιρετίσει μια κυρία με μια απλή κίνηση, σηκώνοντας ελαφρά το καφετί της βέλος, χαριεντιζόμενη δίπλα σ' έναν ασπρομάλλη κύριο με μονόκλ. Στο δρόμο, βέβαια, μπορείς να συναντήσεις, τον κακό λύκο, την κοκκινοσκουφίτσα, μουσικές μπάντες, κλόουν και χορευτές.
Βέβαια, δε θα ξεχάσω να παραλείψω το «σοβιετικό» τρενάκι -έτσι το λένε- ο φόβος και ο τρόμος. Περνά με ιλιγγιώδη ταχύτητα κάτω από το σκαμμένο γυμνό τοπίο του φαρ - ουέστ. Βρικόλακες, φαντάσματα, γύπες, αράχνες, άγρια στοιχεία, λίμνες. Τέτοια είναι η ταχύτητά του που πιάνεται η αναπνοή σου. Δε θα το ξανατολμήσω ποτέ...
Θα καταλήξω σ' έναν περίπατο με το ποταμόπλοιο εποχής, με τις παλιές επιγραφές και το μύλο πίσω στην πρύμνη να γυρίζει να δώσει κίνηση ανασκαλεύοντας τα νερά. «Μαρκ Τουαίην» είναι τ' όνομά του. Θα σε πάει κι αυτό σε απόμακρες περιοχές της άγριας Δύσης για το κυνήγι των βουβάλων, του χαμένου θησαυρού, για το κυνήγι της περιπέτειας και του χρυσού.
***
Πίσω, λοιπόν, απ' αυτή την ιστορία κρύβεται η χαμένη αξιοπιστία του αμερικάνικου ονείρου στην απλή συσκευασία του θεάματος. Θέλουν να επιβάλουν την κουλτούρα του. Οικειοποιήθηκαν τα πάντα, πήραν τις ιστορίες του κόσμου, πήραν τα παραμύθια των λαών, πήραν τις παραδόσεις αιώνων, τα 'καναν αμερικάνικο αχταρμά και στα 'δωσαν καλοσερβιρισμένα στο πιάτο και είπες κι «ευχαριστώ».