«Ωρες ώρες βλέποντας την οικονομική κατάσταση στη χώρα μας να χειροτερεύει, η ανεργία και η φτώχεια να βασανίζουν τα λαϊκά στρώματα, ο νους μου τρέχει πίσω στα παιδικά χρόνια που εγκατέλειψα λόγω πείνας, ένεκα η βάρβαρη γερμανική κατοχή, το γυμνάσιο Νέας Κοκκινιάς στη δευτέρα τάξη και βρέθηκα σε ένα χωριό της Ηλείας, την Κάτω Παναγιά, στην Κυλλήνη και έσκαβα στα χωράφια, για ένα πιάτο φαγητό για εμένα και ένα κομμάτι ψωμί για τα μικρότερα αδέλφια μου. Οι παλάμες μου έσταζαν υγρά από τις φουσκάλες, και με τσίμπησε δύο φορές σκορπιός! Ο πρώτος ήταν φοβερός, το πόδι μου έγινε μελανό, ο πόνος ήταν αφόρητος και δεν υπήρχε στην περιοχή ούτε γιατρός ούτε φαρμακείο. Βοήθεια προσέφερε η μαμή του χωριού που "διέταξε" να βράσουν νερό και να το κρατούν σε υψηλή θερμοκρασία ώρες ατέλειωτες. Ετσι και έγινε - Θεός σχωρέστην - και ο πόνος άρχισε να υποχωρεί.
Η γεωργία, παρότι κουραστική, παρουσίαζε για εμένα που ήμουν παιδί του συνοικισμού πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, αγάπησα τη φύση και ονειρευόμουν να γίνω γεωπόνος όταν ο τόπος απελευθερωνόταν και γυρίζαμε σπίτι μας. Ολες οι εργασίες του αγρότη ήταν πολύ κουραστικές. Το σκάψιμο της γης με την αξίνα ή το αλέτρι, το θέρος, και το πιο βασανιστικό το αλώνι, να γυρίζω γύρω γύρω με τη φοράδα πάνω στα στάχυα για να ξεχωρίσει ο καρπός από τα άχυρα. Αυτό το περίεργο ζωντανό έδειχνε πάντα τη διάθεση να με δαγκώσει και με ανάγκασε να παρατήσω τους αγρούς και τους στεριανούς και να γίνω θαλασσινός! Μούτσος για την ακρίβεια, που θα πει ναυτόπαις! σε ψαροκάικο, που προ πολλού θα έπρεπε να γίνει καυσόξυλα. Τώρα τι τα θυμάσαι αυτά; Θα πει κανείς. Ε, ε, ένεκα ...οι συγκυρίες! Ο Θεός να φυλάει από αυτές!
Με το όνειρο να γίνει επιλοχίας του λόχου κοιμόταν και ξυπνούσε ο παράξενος στρατιώτης Λουκάς, από ένα χωριό που είχαν κάψει οι Γερμανοί, και ήταν πάντα πρόθυμος όχι μόνο στις διαταγές των ανωτέρων, αλλά και στην εξυπηρέτηση των συναδέλφων που δεν τους χάλαγε χατήρι. Ηθελε να τα έχει καλά με όλους στην προσπάθειά του να ...αναρριχηθεί στο αξίωμα που στόχευε! Ομως, ο χρόνος κυλούσε και δεν είχε πάρει ούτε το πρώτο γαλόνι του δεκανέα και είχε αρχίσει να απελπίζεται, όταν κυκλοφόρησε η φήμη ότι προσεχώς θα επισκεπτόταν τη μονάδα που υπηρετούσε ο στρατηγός από τον οποίο κάτι ευχάριστο περίμενε ν' ακούσει! Και δεν έπεσε έξω, αφού τον άκουσε με τ' αυτιά του να λέει στο γήπεδο της συγκέντρωσης των στρατευμένων, μεταξύ άλλων, ότι χρειάζονταν εθελοντές για την Κορέα και "όσοι ήθελαν να πάνε, να έβγαιναν ένα βήμα μπροστά". Οχι ένα, δύο ήταν τα βήματά του, πλην, όμως, οι μιμητές του ήταν ελάχιστοι, πράγμα που δυσαρέστησε τον στρατηγό, που έφυγε μουτρωμένος για την αποτυχία της αποστολής του. Ανάμεσα στους λιγοστούς εθελοντές κι ένα φανταράκι που δε θα 'πρεπε να στρατευθεί λόγω ηλιθιότητος! Παρ' όλα αυτά, αμέσως μετά το δικό μας εμφύλιο πόλεμο, ο ελληνικός στρατός έκανε την παρουσία του στην Κορέα και πότισε με αίμα τη γη της τόσο μακρινής χώρας. Μεταξύ των "αιμοδοτών" στο πεδίο της μάχης και ο επίδοξος Λουκάς που στην προσπάθειά του να ανδραγαθήσει και να πάρει τα γαλόνια που ονειρευόταν σκοτώθηκε, καθώς και το άλλο φανταράκι που θα νόμιζε ότι πηγαίνει σε ταξίδι αναψυχής! Κρίμα! Τα παιδιά έδωσαν τη ζωή τους για ξένα συμφέροντα, καθώς και τ' άλλα, που δηλώθηκαν ως "εθελοντές" χωρίς να είναι.
Σε κάποια περίπτωση που από τους δεκαπέντε διαβιβαστές έπρεπε να φύγουν οι πέντε, ο αξιωματικός τους νίπτοντας τα χέρια είπε: "Παιδιά, εγώ δεν μπορώ να πω πήγαινε εσύ, κι εσύ μείνε, θα έχω τύψεις στη συνείδηση, ρίξετε κλήρο" και τα παιδιά κίτρινα σαν τα λεμόνια μετέτρεψαν ένα κράνος σε κληρωτίδα και τράβηξαν κλήρο. Ομως, η αγωνία τους είχε συνέχεια γιατί ένας από τους ..."τυχερούς" είχε "μέσον" και τη θέση του έπρεπε να πάρει άλλος, οπότε ξαναστήθηκε το κράνος και επαναλήφθηκε ο κλήρος για μια θέση!
Αυτά κι άλλα πολλά μπορεί ν' ακούσει κανείς στο ΚΑΠΗ της γειτονιάς από τους ηλικιωμένους που σκαλίζοντας το σεντούκι της μνήμης φέρνουν στην επιφάνεια ενδιαφέροντα κομμάτια της ζωής τους που κύλησε στο ποτάμι του χρόνου.
Τον καημένο επιλοχία, τι τον περίμενε, είπανε οι θαμώνες χαμογελώντας πικρά!».
«Ο Πρίγκηπας με τα Κρίνα» είναι το δεύτερο εφηβικό μυθιστόρημα της Ιφιγένειας Μαστρογιάννη, (βραβευμένη με το πρώτο βραβείο Ιπεκτσί), μέσα από το οποίο αμφισβητεί έντονα την αξία των υλικών αγαθών - το χρυσάφι του Μίδα - σε αντιδιαστολή με την αρμονία της φύσης που αντιπροσωπεύει το εύρημα του Πρίγκιπα με τα Κρίνα.
Ο μικρός Πελίας ζει στη Ζάκρο στα χρόνια του Μινωικού Πολιτισμού. Μαζί με τους συμπρωταγωνιστές του, αναλαμβάνει να ταξιδέψει τους νεαρούς αναγνώστες στο νησί της Πασιφάης και του Μίνωα και να μεταδώσουν πληροφορίες για το Μινωικό Πολιτισμό.
Η αφήγηση και η πλοκή του βιβλίου συνταιριάζουν επιτυχημένα το εξωλογικό στοιχείο του παραμυθιού με την Ιστορία και σε συνδυασμό με την απλή και νευρώδη γραφή της, η συγγραφέας δίνει ένα απολαυστικό ανάγνωσμα για παιδιά από 10 ετών. Κυκλοφορεί από τα «Ελληνικά Γράμματα» στη σειρά «Νεανικές διαδρομές».
Οταν τ' ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει
Οταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ
(Ανδρέας Εμπειρίκος, από τη σειρά «Πουλιά του Προύθου)