Κυριακή 19 Μάη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Εν συντομία

Σαλάτα μπέικον, μανιτάρια, τοματίνια και μπρόκολο

Να κάνουμε μια σαλάτα με μπουκετάκια βρασμένα από μπρόκολο, με εκατό γραμμάρια ψιλοκομμένα μανιτάρια, με εκατό γραμμάρια μπέικον τηγανισμένο, με μια κόκκινη πιπεριά, δέκα ντοματίνια, λίγα κρουτόν, τρία καρότα ψιλοκομμένα, αλάτι και πιπέρι και λίγο λάδι; Εν συντομία, λοιπόν, θα εξηγήσουμε τι θα κάνουμε. Ανακατεύουμε σε ένα μπολ τα μανιτάρια μαζί με βρασμένο μπρόκολο, το οποίο το έχουμε αφήσει να κρυώσει. Σοτάρουμε σε λίγο λάδι το μπέικον και την κόκκινη πιπεριά. Τέλος προσθέτουμε αλάτι και φρεσκοτριμμένο πιπέρι, λίγο λάδι, τα τοματίνια και τα σερβίρουμε σε μια μεγάλη σαλατιέρα ή σε μικρά βαθιά ατομικά πιάτα.

Λογοτεχνικό κόσμημα

«Η Μικρή μπιζού» το καινούριο μυθιστόρημα του Πατρίκ Μοντιάνο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πόλις» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα μικρό, μελαγχολικό κόσμημα της γαλλικής λογοτεχνίας. Μια νέα γυναίκα βρίσκεται, σε ώρα αιχμής, στη στάση του μετρό και ανάμεσα στο πλήθος, μια γυναίκα που φορά κίτρινο παλτό, ξεθωριασμένο από το χρόνο, στέκεται στους κυλιόμενους διαδρόμους, τραβάει την προσοχή της. Είναι τόσο τρομερή η ομοιότητα που έχει με την πεθαμένη μητέρα της, τη μητέρα που σημάδεψε με την αδιαφορία της τα παιδικά της χρόνια και την αποτέλειωσε με τη φυγή της στο Μαρόκο και το θάνατό της. Θάνατο που ποτέ δε διαπιστώθηκε, που την ακολουθεί.

Εκεί μέσα στη στάση του μετρό η αφηγήτρια, η τραγική μικρή Μπιζού, συνειδητοποιεί την απώλεια και παρ' όλο που γνωρίζει ότι «εκείνο που χάθηκε δε θα ξαναβρεθεί ποτέ»επιχειρεί να το εντοπίσει. Τότε είναι που αρχίζει ο εφιάλτης της.

Μα όσο και να προσπαθήσει κανείς να γράψει για αυτό το μικρό αριστούργημα, για την τρομακτική περιπέτεια της μνήμης που στάζει αίμα, όσο και να θέλει να περιγράψει κανείς την απέχθειά του για μερικούς εγκληματίες γονείς, που είναι όμορφοι και αρυτίδωτοι, αλλά που δεν έχουν ακόμη τιμωρηθεί για τη δολοφονία της ψυχής των παιδιών τους, δε θα μπορέσει να το μεταφέρει καλύτερα στο χαρτί από τον ίδιο τον μεταφραστή του κειμένου, τον Αχιλλέα Κυριακίδη, ο οποίος εκτός από την εξαιρετική μετάφραση, γράφει στο Επίμετρό του:

«Διαβάζοντας τη "Μικρή Μπιζού", αφήνεσαι να σε σαγηνεύσει ένας ναρκωτικός, βαυκαλιστικός ρυθμός αφήγησης και να σε καταλάβει μια διαρκής αίσθηση απειλής που, ωστόσο, δε "δικαιώνεται" ποτέ. Το μοναδικό κακό που συμβαίνει στο βιβλίο, είναι αυτό που αφηγείται στον εαυτό της, στο τέλος(;) μιας σπασμωδικής μνημονευτικής ανασκάλευσης, μιας ακατάσχετης μνημορραγίας». Και παρακάτω: «Το μικρό αυτό κομψοτέχνημα του Πατρίκ Μοντιάνο, ένα αληθινό θρίλερ (thriller) με την πιο στενή ετυμολογία του όρου, ένα αληθινό noir με την πιο στενή ετυμολογία του όρου, είναι το ηλεκτρογράφημα μιας ελαττωματικής μνήμης που προσπαθεί ψηλαφητά να ανασυνθέσει μια παιδική ηλικία, όχι για να επουλώσει κάποια τραύματα, αλλά τουλάχιστον, να τα εντοπίσει...».

Καθ' οδόν: Στην Ινδία

Χαϊντεραμπάντ: Μεταξύ πριγκιπικού παρελθόντος και HI TECH παρόντος

Πόλη της Νοτιοκεντρικής Ινδίας. Πρωτεύουσα με πληθυσμό 4.000.000 κατοίκων της πολιτείας Αντρα Πραντές, που έχει 60.000.000 κατοίκους και έκταση 275.000 τ.χλμ, η Χαϊντεραμπάντ είναι μια πόλη από κάθε άποψη ιστορική.

Οι σελίδες του παρελθόντος της είναι, ασφαλώς, ξέχειλα γραμμένες (Ουφ! Μας είχαν πρήξει πια αυτές οι λευκές σελίδες!....).

Το έδαφος της σημερινής πολιτείας Αντρα Πραντές είναι από τα πιο γεμάτα της Ινδίας σε ιστορικά κειμήλια. Εδαφος ανθηρών κρατών εδώ και αρκετές εκατοντάδες αιώνων, υπήρξε ένα από τα εδάφη που κατέλαβαν οι μουσουλμάνοι εισβολείς από το βορρά στην περίοδο της εγκατάστασης στην Ινδία των δυναστειών των Μεγάλων Μογγόλων. Η περίοδος αυτή φαίνεται πολύ καθαρά στη σημερινή Χαϊντεραμπάντ από πολλά σημάδια. Κατ' αρχάς, από το όνομα της πόλης. «Χαϊντάρ» είναι γνωστό αραβομουσουλμανικό όνομα που συναντάμε και στο δικό μας «Χαϊδάρι». Η λέξη «Αμπάντ» πρέπει να είναι τουρκομανική και σημαίνει «πόλη». Και αυτή τη συναντούμε σε πολλά άλλα παραδείγματα, εν μέρει στο ίδιο το έδαφος της Ινδίας (Ισλαμαμπάντ, Αλαχαμπάντ, Αχμεταμπάντ κλπ.).

Σ' αυτό συμβάλλουν πολύ και τα μνημεία που άφησε στην πόλη η τελευταία και μακρόχρονη βασιλική της δυναστεία, η δυναστεία των Νιζάμ. Τα ανάκτορά της, που δείχνουν ότι η τοπική elite καθόλου δεν κακοπερνούσε, είναι αρκετή ένδειξη γι' αυτό. Υπάρχουν, όμως, και άλλες ενδείξεις. Π.χ., ένα είδος ιδιόμορφων κατοικιών, που οι τοπικοί σουλτάνοι θεώρησαν κατάλληλο γι' αυτούς σε ειδικές συνθήκες, δηλαδή οι τάφοι της δυναστείας των Νιζάμ. Μεγαλοπρεπείς και καλοχτισμένοι σαν πυραμίδες, με όλο το μυστήριο της Ανατολής και όλη τη δυναστική αλαζονεία και της Ανατολής και της Δύσης, οι τάφοι αυτοί δίνουν ένα διαφορετικό αέρα στην πόλη.


Αλλά το παρελθόν της πόλης δεν περιορίζεται σ' αυτό. Η σημερινή πολιτεία Αντρα Πραντές αποτέλεσε, στο ακόμη σχετικά πρόσφατο ιστορικό παρελθόν, το μεγαλύτερο πριγκιπικό κράτος της αποικιακής ιστορίας της Ινδίας. Τα «πριγκιπικά κράτη» (PRINCELY STATES, στο τεχνικό λεξιλόγιο της εποχής) ήταν ινδικές ηγεμονίες, πολλές φορές εξαιρετικά μικρές σε έκταση, που οι Βρετανοί, στη διάρκεια της κατάκτησης της Ινδίας, προτίμησαν να μην προσαρτήσουν άμεσα στο Στέμμα, αλλά να τις αφήσουν στην κυριαρχία των τοπικών ηγεμόνων. Το έδαφος της σημερινής πολιτείας Αντρα Πραντές, που δεν ήταν μια μικροσκοπική ηγεμονία, αλλά ένα κράτος εφάμιλλο σε έκταση και πληθυσμό με οποιοδήποτε ευρωπαϊκό της εποχής ή και σημερινό, υπήρξε μια περιοχή στην οποία οι Βρετανοί δεν κυριάρχησαν άμεσα ποτέ. Και, όσο και αν επρόκειτο για μια ανεξαρτησία περισσότερο τυπική παρά ουσιαστική και όσο και αν, σε μεγάλο βαθμό, επιτεύχθηκε σε βάρος των εργαζομένων, υπήρξε ένα άσχημο για τους τότε κυρίαρχους προμήνυμα του μέλλοντος.

Αυτό φάνηκε στην ένωση των δεκαετιών του '40 και '50, όταν, στην Τελαγκάνα (όνομα της περιοχής της σημερινής πολιτείας του Αντρα Πραντές, από τη γλώσσα Τελούγκου που μιλούν οι κάτοικοί του), ξέσπασε η λαϊκή εξέγερση που ζητούσε την ένωση με τη, στο μεταξύ, ανεξάρτητη Ινδία και την εξάλειψη του φεουδαρχικού ζυγού με την αναδιανομή της γης. Στις συνθήκες της εποχής, οι στόχοι αυτοί δεν μπόρεσαν να ικανοποιηθούν πλήρως. Η ένωση με την Ινδία έγινε πραγματικότητα και, όσο και αν αυτό δεν ικανοποίησε όλες τις διεκδικήσεις των λαϊκών μαζών που πολέμησαν, ήταν ένα πολύ σοβαρό βήμα προς τα εμπρός και ο «Πόλεμος της Τελαγκάνα» παραμένει ένα από τα πιο προωθημένα γεγονότα της πάλης για την εθνική απελευθέρωση της Ινδίας.

Ανάκτορο υψηλής τεχνολογίας


Η σημερινή ιστορία της πόλης δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον. Η Χαϊντεραμπάντ βρίσκεται στην ανατολική παρυφή της περιοχής που αρχίζει από την πόλη Μπένγκαλορ της δυτικότερης όμορης πολιτείας Καρνάτακα και που οι Ινδοί αποκαλούν «INDIAN SILICON VALLEY». Πηγές της πόλης μάς είπαν ότι οι κάτοικοι της πόλης είναι αυτοί που, κατά κανόνα, επανδρώνουν (και, σε μερικές περιπτώσεις, επιγυναικώνουν) τον τομέα της υψηλής τεχνολογίας και στην Μπένγκαλορ αλλά και στην υπόλοιπη Ινδία. Η τοπική κυβέρνηση φαίνεται να είναι πολύ υπερήφανη για το έργο της στον τομέα αυτό και αυτό το δείχνει με την ανέγερση και ενός κτιρίου που αποτελεί το τοπικό «Ανάκτορο της Υψηλής Τεχνολογίας». Φυσικά, μόνο με μια ολιγοήμερη επίσκεψη δεν μπορούμε να απαντήσουμε στο εύλογο ερώτημα αν η σχετική υπερηφάνεια είναι και δικαιολογημένη από τα πραγματικά αποτελέσματα. Για την ώρα, φαίνεται δικαιολογημένη η επιφύλαξη ότι οι προσπάθειες δείχνουν ακόμη πιο φανερά το γεγονός ότι η Ινδία δε διαθέτει το αναγκαίο βιομηχανικό τεχνολογικό επίπεδο για τη στήριξη παρόμοιων προγραμμάτων. Και ακόμη και ένας τυχαίος επισκέπτης της Χαϊντεραμπάντ μπορεί εύκολα να διαπιστώσει ότι, για την απόκτηση ενός τέτοιου επιπέδου, απαιτείται κάτι πολύ περισσότερο από ένα «απλό» πρόγραμμα τεχνολογικής αναβάθμισης. Απαιτείται ένας γενικότερος προσανατολισμός ή, αν προτιμάτε, αναπροσανατολισμός που θα «τραβήξει προς τα επάνω» τη μάζα του πληθυσμού της Ινδίας και όχι μια περιορισμένη μερίδα του, οι καρποί του οποίου, για να φανούν, θα απαιτήσουν όχι μόνο χρόνο αλλά και πληρέστερη κινητοποίηση του - όντως γιγαντιαίου - δυναμικού της χώρας. Και, με βάση την αρχή ότι οι πραγματικοί φίλοι είναι αυτοί που δε διστάζουν να γίνουν και δυσάρεστοι όταν χρειάζεται, λέμε καθαρά ότι δεν είμαστε καθόλου βέβαιοι ότι όλοι στην Ινδία θα συμφωνούσαν με κάτι τέτοιο. Από την άλλη μεριά, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι η Ινδία, χώρα ενός λαμπρού και ενδόξου αρχαίου πολιτισμού, φαίνεται να επιστρέφει στο σύγχρονο προσκήνιο και σαν μια ήδη μεγάλη δύναμη πρώτης σειράς στον τομέα του λογισμικού (και μην τολμήσει κανείς να διαμαρτυρηθεί γιατί δε χρησιμοποιήσαμε τον όρο SOFTWARE). Σαν ειλικρινείς και πραγματικοί φίλοι αυτής της πανέμορφης και αρχαίας χώρας, ελπίζουμε ότι οι φιλοδοξίες που βρίσκονται πίσω από αυτό το πρόγραμμα και που φαίνονται και στο κάπως, ίσως, σατιρικό προσωνύμιο CYBERABAD που έχει πάρει η πόλη ή ένα μέρος της, θα πραγματοποιηθούν. Για την ώρα, πάντως, πρέπει να αποκρουστούν τα σχέδια διαφόρων ενδιαφερομένων, που προσπαθούν να μετατρέψουν την προσπάθεια αυτή σε πηγή προσπορισμού για τον εαυτό τους στελεχών υψηλής ειδίκευσης στον τομέα της πληροφορικής και να καταστήσουν την Ινδία αναιμικό θύμα φυγής εγκεφάλων.

Εκείνο που δεν είναι τόσο γνωστό είναι το ότι η Ινδία, εδώ και πολλά ήδη χρόνια, είναι μεγάλη δύναμη στον κινηματογραφικό τομέα. Η μεγάλη χώρα της Ασίας είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός κινηματογραφικών ταινιών το χρόνο. Ενα γεγονός για το οποίο ο ινδικός Τύπος έκανε μεγάλο θόρυβο ήταν το ότι, στο φετινό διαγωνισμό των Οσκαρ, έπαιρνε μέρος, μεταξύ των υποψηφίων ξένων ταινιών, και μια ινδική ταινία με τίτλο «LAGAAN» («Νοίκι»). Αν καταλάβαμε καλά όσα μας είπαν οι Ινδοί που την είδαν, πρόκειται για μια πικρή σάτιρα των περιπετειών των υποδούλων λαών της ιμπεριαλιστικής περιφέρειας, με αφορμή ένα σενάριο για κάποιο χωριό της Βρετανικής Ινδίας.

Μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι το συνολικό προϊόν της ινδικής κινηματογραφικής παραγωγής δε στέκεται πάντα στο ίδιο επίπεδο, η προσπάθεια, ωστόσο, είναι εμφανής. Πιθανότατα, σε συνάρτηση με την εκστρατεία της τεχνολογικής ανάδειξης της Χαϊντεραμπάντ, σε κάποια απόσταση από την πόλη έχει δημιουργηθεί και μια πραγματική CINECITA, με σκηνικά για το γύρισμα διαφόρων ειδών ταινιών.

Οπως βλέπουμε, οι φιλοδοξίες της σημερινής Χαϊντεραμπάντ δεν υστερούν καθόλου εκείνων της εποχής της δυναστείας των Νιζάμ. Για το καλό της πόλης και των κατοίκων της, ας ελπίσουμε ότι θα είναι πιο επιτυχείς.


Θανάσης ΠΑΠΑΡΗΓΑΣ

Μικρές σελίδες

Κάθε χρόνο το λέμε και το ξαναλέμε, όμως δε νομίζουμε ότι όλοι μας έχουμε συνειδητοποιήσει πόσο κακό μας κάνει η απευθείας έκθεση στον ήλιο. Ο ήλιος δεν είναι όπως παλιά, έχει χάσει την ευαισθησία του, τη γλυκύτητά του, την ευγένειά του, την καλοσύνη του. Εγινε τιμωρός και επιθετικός, ή μάλλον εμείς τον κάναμε να αλλάξει συμπεριφορά με τα καμώματά μας. Ο ήλιος έγινε εκδικητικός, ορμητικός και ανελέητος. Πυρπολεί ό,τι βρει μπροστά του και δε δείχνει να συγκινείται και να συγκρατείται ούτε από ωραία και νεανικά πρόσωπα. Χιμάει με μένος πάνω μας και μας καίει. Φέτος, το καλοκαίρι ας βάλουμε επιτέλους μυαλό και ας προφυλαχτούμε. Αφού θα βάλουμε μεγάλη ποσότητα αντηλιακού, θα αγοράσουμε, επιτέλους, και μια καλοκαιρινή ομπρέλα για να μην αφήσουμε τις, φαινομενικά αθώες, ηλιαχτίδες να μας σημαδέψουν για τα καλά. Πριν είναι αργά. Σκεφτείτε το.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ