Κυριακή 22 Αυγούστου 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Καθ' οδόν: Στο όρος Αιγάλεω

Χαρακτικό του Τάσσου για το Μπλόκο της Κοκκινιάς
Χαρακτικό του Τάσσου για το Μπλόκο της Κοκκινιάς
Ο Βαγγέλης Μηνιώτης θα μας μεταφέρει με τη δύναμη της πένας και της μνήμης του στις 17 Αυγούστου 1944.

«Η Ημέρα του Μπλόκου της Κοκκινιάς

Τίποτα δεν έδειχνε το κακό που θα 'βρισκε την προσφυγούπολη δυο ημέρες μετά τη γιορτή της Παναγίας με αδειανό το γιορτινό τραπέζι. Ούτε ξεροκόμματο δεν υπήρχε. Σκοτάδι ξεκινήσαμε τρεις φίλοι. Ο Νίκος, ο Σάββας κι εγώ για ξύλα στο Αιγάλεω που πριν τη γερμανική κατοχή ήταν από την αρχή της οροσειράς μέχρι το τέλος της στα στενά της Σαλαμίνας καταπράσινο. Τα πεύκα που εκτός τις ευεργετικές για τον άνθρωπο ιδιότητές τους έκρυβαν και πολλά πετούμενα και λαγούς, όχι όμως τόσο καλά, γιατί τα ξετρύπωναν οι κυνηγοί και κατηφόριζαν πανευτυχείς φορτωμένοι θηράματα. Ψώνιο πανάρχαιο κι αυτό, μα τότε ζούσαν από το κυνήγι τώρα γιατί να σκοτώνουν αθώες ψυχούλες; Ενας απ' αυτούς τους μανιώδεις και επιδεικτικούς κυνηγούς ήταν και ένας ξιπασμένος γείτονας. Ο κυρ - Ρένος που είχε και ποδήλατο και το στόλιζε... σαν κούκλα! Στην πείνα του 1941 ο κόσμος έπεσε πάνω στα δέντρα και το απέραντο βουνό ως την πιο ψιλή του κορφή απέμεινε φαλακρό, μόνο ρίζες μπορούσε να βρει ο ξυλοκόπος πια, και γι' αυτές, έπρεπε να σκάψει βαθιά. Θα ρωτήσουν δικαιολογημένα οι νεότεροι που δε γνώρισαν τη φοβερή εκείνη περίοδο.

Εκδηλώσεις για το μπλόκο της Κοκκινιάς, στο Δήμο Νίκαιας
Εκδηλώσεις για το μπλόκο της Κοκκινιάς, στο Δήμο Νίκαιας
Μα, τι τα έκαναν τα ξύλα, τροφή; Τα ξύλα ήταν η μοναδική καύσιμη ύλη εκείνη τη φριχτή τετραετία. Οι φίλοι μου μάλιστα, φόρτωναν τα καροτσάκια τους και κέρδιζαν κάποια χρήματα για ν' αγοράσουν κάτι φαγώσιμο από τα ελάχιστα είδη κακής ποιότητας που έβρισκε κανείς στη «μαύρη αγορά». Εγώ τους ακολουθούσα μόνο όταν δεν είχε η μάνα μου ξύλα για να βράσει κάτι, το βρισκούμενο. Δεν άντεχα να το κάνω επαγγελματικά. Τα άλλα παιδιά ήταν σκληραγωγημένα και τα κατάφερναν...

Ακόμα δεν είχε χαράξει η αυγή, όταν λίγο πιο πάνω από το σημείο που βρίσκονται σήμερα οι φυλακές Κορυδαλλού στους πρόποδες του βουνού, μας σταμάτησε ανθρώπινη βουή. Περίεργο, κανένας δε γνώριζε τι συμβαίνει. Μόλις το φως υπερίσχυσε του σκοταδιού διακρίναμε πάνοπλους Γερμανούς ολόγυρα κι εμείς στη μέση.

Σε λίγο φάνηκαν και οι συνεργάτες τους, κοιτάζοντας στα μάτια όλους τους συγκεντρωμένους που προορίζονταν για το βουνό, άλλοι για ξύλευση, άλλοι προκειμένου διά μέσου του Σχιστού να πάνε στον παραγωγικό Ασπρόπυργο και την Ελευσίνα ποδαρόδρομο, μήπως βρουν κάτι φαγώσιμο, ανταλλάσσοντάς το με κάποιο χρυσαφικό. Το χρήμα δεν είχε αξία και οι συναλλαγές γίνονταν είδος με είδος.

Με τη βοήθεια των προδοτών οι κατακτητές έκαναν μια πρόχειρη επιλογή του πλήθους, τους φίλους μου τους άφησαν, εμένα με κράτησαν. Αρχικά, δεν κατάλαβα και πήρα τον κατήφορο και ήταν έτοιμοι να μου ρίξουν με το όπλο επί σκοπόν, αν δε βάζανε οι άλλοι κρατούμενοι τις φωνές: - Γύρνα πίσω.

Μνημείο για το Μπλόκο της Κοκκινιάς
Μνημείο για το Μπλόκο της Κοκκινιάς
Τη γλίτωσα μ' ένα χαστούκι από τον σκοπευτή. Μετά μας παραδώσανε καμιά τριανταριά άτομα σε Αυστριακούς φρουρούς με κατεύθυνση το λόφο της δεξαμενής στην Κοκκινιά. Οι συνοδοί μας βαριεστημένοι και ανόρεχτοι Αυστριακοί, κάνοντας πραγματική αγγαρεία, είχαν και κάποια ηλικία οι άνθρωποι, έκαναν τα στραβά μάτια και αρκετοί την κοπανίσανε καθ' οδόν!

Αποφάσισα να τους μιμηθώ και έδωσα να καταλάβει στο φρουρό, πως ήθελα να πάω «προς νερού μου» κι εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι σαν να μου έλεγε φύγε, μα πού να πας, πού να κρυφτείς, που όλη αυτή η περιοχή που σήμερα είναι κατοικημένη τότε ήταν γεμάτη θυμάρια αγριάγκαθα και ασφόδελους; Υπήρχε και το προηγούμενο με το Γερμαναρά που ήταν έτοιμος να πυροβολήσει.

Γύρισα πίσω στην κουρελιάρικη κουστωδία και ο συνοδός λίγο έλειψε να με σκαμπιλίσει που δεν έφυγα. Σε λίγο όταν βρεθήκαμε στο απόσπασμα με την κατηγορία ότι κρύβαμε όπλα και προσπάθησε ν' αλλάξει... το κατηγορητήριο, έφαγε ξύλο από τον επικεφαλής αξιωματικό των ΕΣ-ΕΣ, ο οποίος είχε αποφασίσει: - Αλες καπούτ!

Δηλαδή, θάνατος! παρά τη μαρτυρία ενός προδότη ότι δε γνώριζε τίποτα για εμάς και την άρνηση κάποιου μέλους του ΕΑΜ που είχαν συλλάβει να συνεργαστεί μαζί τους. Για το λόγο αυτό, τον είχαν κάνει αγνώριστο, ως και τα μάτια του ήταν πλημμυρισμένα με αίμα.

Στο μεταξύ το μυδράλιο είχε στηθεί απέναντί μας κι εμείς κολλημένοι στον τοίχο της δεξαμενής πλάι πλάι, περιμέναμε το παράγγελμα χωρίς κανένας μας να γνωρίζει το παραμικρό για το μπλοκάρισμα ολόκληρης της εξεγερμένης συνοικίας ενάντια στους κατακτητές και τους εθνοπροδότες, που δεν τολμούσαν να πατήσουν σε αυτή. Οσοι πιάνονταν τους άφηναν ελεύθερους, αν δε βαρύνονταν με εγκλήματα, με την προειδοποίηση, ότι αν ξαναπατήσουν θα είναι το τέλος τους. Κοντολογίς η Κοκκινιά ανέπνεε σχεδόν ελεύθερα με τις δυνάμεις αντίστασης που είχε αναπτύξει το ηρωικό ΕΑΜ αρκετά πριν την αποχώρηση των κατακτητών από την πρωτεύουσα!

Το μεγάλο μπλόκο της Κοκκινιάς, έργο λαϊκού καλλιτέχνη
Το μεγάλο μπλόκο της Κοκκινιάς, έργο λαϊκού καλλιτέχνη
Στημένοι στον τοίχο πάνω στον πράσινο λόφο απ' όπου μπορούσαμε να διακρίνουμε ως και τα σπίτια μας, οι στιγμές περνούσαν αργά σαν αιώνες. Τη νεκρική σιωπή διέκοπτε το κλάμα του κυρ - Γιάννη του νταμαρτζή με τα έξι παιδιά που σκεπτόταν τι θ' απογίνουν, όμως, αντί για πυροβολισμούς ακούστηκε ποδοβολητό ανθρώπων προς τα πάνω στο ύψωμα. Ηταν ταγματασφαλίτες και ο αρχηγός τους αξιωματικός του ελληνικού στρατού που γνώριζε τα γερμανικά συνομίλησε με τον αξιωματικό που διέταξε την εκτέλεση και κατάφερε να τη ματαιώσει, λέγοντάς του, ότι ας τους αφήσουμε να πάνε στο μπλόκο κι εκεί θα ξεκαθαρίσει η ήρα από το σιτάρι. Το ίδιο είπε και σ' εμάς πείθοντάς μας να πάμε κατευθείαν εκεί γιατί όποιος βρεθεί σπίτι του θα τουφεκίζεται επιτόπου. Είπε και κάτι άλλο: σας χάρισα τη ζωή να το θυμόσαστε, αύριο μπορεί να βρεθώ εγώ στη θέση σας. Πώς νιώθει κανείς μετά από αυτό; Γέλια και κλάματα μαζί, όταν βρεθήκαμε καθ' οδόν προς το μπλόκο στην πλατεία Οσίας Ξένης.

Το τι συνέβη εκεί, λίγο - πολύ, είναι γνωστό στους αναγνώστες του "Ριζοσπάστη". Μισοξεθωριασμένη η εικόνα εκείνου του μακελειού διατηρείται ακόμα στο μνημονικό μου...».


Βαγγέλης ΜΗΝΙΩΤΗΣ

Η ζωή εν ... Σκιάθω

Αύγουστος είναι και ο νους, όταν αφαιρείται από την Ολυμπιάδα, ταξιδεύει. Κυρίως επισκέπτεται τα νησιά. Αυτή τη στιγμή η δική μας φαντασία βρίσκεται στη Σκιάθο.

Αύγουστος του 1860 ήταν, όταν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έπαιρνε το απολυτήριο του Δημοτικού με το όνομα Αλεξ. Παπαδιαμάντης(χαρακτηρισμός «μέτριος»). Αυτό και άλλα πολλά, πολλά και σημαντικά διαβάζουμε σχετικά με τη ζωή και το έργο του μεγάλου Ελληνα πεζογράφου στο εκπληκτικό Λεύκωμα Παπαδιαμάντη που επιμελήθηκε ο Φώτης Δημητρακόπουλος και κυκλοφορεί σε δεύτερη έκδοση από τις Εκδόσεις ERGO. Στη σελίδα 46 σημειώνει:

Ο θάνατος μιας αγίας. Κυρατσούλα Παπαδιαμάντη: «και να 'χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου» Παπαδιαμάντης.

«Από το γραφικό νησί των Σποράδων, την ειδυλλιακή Σκιάθο, μια είδησις μας ήλθε προχθές: απέθανε η τελευταία αδελφή του μεγάλου μας πεζογράφου, η Κυρατσούλα Παπαδιαμάντη. Εσβησε ήρεμα, σε βαθύ γήρας μέσα στη γαλήνια ατμόσφαιρα του πατρικού σπιτιού, περιβαλλόμενη από τις συγκινητικές αναμνήσεις εκείνου που ελάτρευσε σε όλη της την απλή και άγια ζωή. Υπήρξε η μόνη που διεφύλαξε τα τελευταία αυτά χρόνια».

Εν συντομία

Με 8 πιπεριές, ένα κουτάκι φιλέτα αντζούγιες, δυο κουταλιές της σούπας κάππαρη και δυο κουταλιές της σούπας ρίγανη, δυο κουταλιές της σούπας λάδι, αλάτι και πιπέρι μπορούμε να ετοιμάσουμε ένα πεντανόστιμο φαγητό, άκοπα σχεδόν. Τι θα κάνουμε; Θα κόψουμε τις πιπεριές σε δυο κομμάτια στο μάκρος τους. θα βγάλουμε τους σπόρους, θα τις τοποθετήσουμε λίγες λίγες στη σχάρα με το κομμένο μέρος προς τα κάτω. Θα τις ψήσουμε σε σιγανή φωτιά για δέκα λεπτά, ενώ θα τις γυρίζουμε κατά διαστήματα. Οταν ψηθούν, θα πάρει περίπου 20 λεπτά της ώρας, και θα έχουν απλώσει, θα τις βάλουμε σε μια πιατέλα. Στο πάνω μέρος της κάθε πιπεριάς, εκεί που κάνει ένα άνοιγμα θα βάλουμε δυο φιλέτα αντζούγιας. Θα προσθέσουμε την κάππαρη και θα τις περιχύσουμε με λίγο λάδι, ρίγανη, αλάτι και πιπέρι. Πώς ονομάζεται το φαγητό; Δεν έχει σημασία. Εχει;

Μικρές σελίδες

Συνεχίζει η κυρία Ντίνα από την Αρτα να μας τροφοδοτεί με γλυκές συνταγές.

Κυδώνι

Για 1 κιλό καθαρισμένο κυδώνι θα χρειαστούμε 1 κιλό ζάχαρη.

Αφού εφοδιαστούμε με ώριμα και γερά κυδώνια τα καθαρίζουμε και τα κόβουμε σαν μικρές μικρές πατάτες για τηγάνισμα. Το πλένουμε και το βράζουμε για λίγο με τρία ποτήρια νερό. Προσθέτουμε τη ζάχαρη και το αφήνουμε να βράσει ώσπου να δέσει το σιρόπι.

* Το σχήμα και το μέγεθος του κυδωνιού μπορεί ν' αλλάξει. Ακόμα, ανάλογα με την προτίμηση, μπορείτε να προσθέσετε στη διάρκεια του βρασίματος κομμάτια ξεφλουδισμένου αμύγδαλου ή φύλλα αμπαρόριζας.

Βύσσινο

Για ένα κιλό βύσσινο θα χρειαστούμε 1 κιλό ζάχαρη.

Εφοδιαζόμαστε βύσσινο καλής ποιότητας και αφού το ξεπλύνουμε καλά, το βράζουμε με τη ζάχαρη και τρία ποτήρια νερό. Το αφήνουμε να βράσει ώσπου να δέσει το σιρόπι.

* Η ποσότητα νερού εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως: Μέγεθος φρούτων, πόσο μαλακό ή «σκληρό» επιθυμούμε το γλυκό, την ποσότητα σιροπιού κλπ. Με την εμπειρία σας θα το διαπιστώσετε μόνοι σας.

ΚΟΛΟΚΥΘΟΠΙΤΑ

Θα χρειαστούμε ένα ώριμο, κίτρινο, μέτριο κολοκύθι «στρογγυλό», 5 φλιτζάνια αλεύρι, αλάτι, ξίδι, νερό κρύο, βιτάμ, 1 φλιτζάνι ζάχαρη, 1 φλιτζάνι καρύδια ψιλοκομμένα, 1 σταφύλι και ένα φλιτζάνι τραχανά γλυκό (προαιρετικό). Ανοίγουμε 2 φύλλα με το αλεύρι, αλάτι, ξίδι, λίγο λάδι και κρύο νερό. Οπως το ανοίγουμε το βουτυρώνουμε, το ξανακάνουμε μπάλα, το ξανανοίγουμε και βουτυρώνουμε 2-3 φορές για να γίνει σαν σφολιάτα. Ανακατεύουμε στη συνέχεια όλα τα υλικά που είναι για τη γέμιση βάζοντας και λίγο λάδι και αλάτι.

Στρώνουμε το ένα φύλλο, ρίχνουμε τη γέμιση, τοποθετούμε το άλλο φύλλο από πάνω, ραντίζουμε με λίγο ελαιόλαδο την επιφάνεια, τη χαράσσουμε και την ψήνουμε για μια ώρα περίπου στους 1800C.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ