Δεν είμαι σίγουρη εάν αυτό είναι μια αντικειμενική αλήθεια που ισχύει για όλους μας. Διότι εγώ προσωπικά συνεχίζω να διαβάζω Ντοστογιέφσκι με την ίδια εφηβική μανία, συνεχίζω να απολαμβάνω τη θάλασσα λες και κάθε φορά είναι για μένα η «πρώτη φορά», όσο για τον έρωτα... Μάλλον εκείνος δε με θέλει πια. Και δεν τον αδικώ. Εκείνο όμως που σίγουρο είναι, πώς σήμερα αποφεύγω τα «σταφύλια της οργής». Το εύγευστο αυτό φρούτο το προτιμώ ήρεμο, γαλήνιο και γλυκό.
Γι' αυτό και σας προτείνω να κάνουμε σταφύλι φράουλα γλυκό.
Τι θα χρειαστούμε; Ελάχιστα πράγματα. Λίγο περισσότερο από ένα κιλό σταφύλι φράουλα, ένα κιλό ζάχαρη, ένα φλιτζάνι του τσαγιού νερό, ένα κουταλάκι χυμό λεμονιού και δυο χαρτάκια βανίλιας. Θα αφαιρέσουμε τα κοτσάνια και θα πλύνουμε τον καρπό καλά. θα τα ξεφλουδίσουμε και θα βάλουμε τη ζάχαρη με το νερό στη φωτιά να βράσει μέχρι να «δέσει» και να γίνει σιρόπι πηκτό. Θα ρίξουμε τη φράουλα το σταφύλι σε πολύ δυνατή φωτιά για να «δέσει» γρήγορα και να διατηρήσει το ανοιχτό χρώμα του. θα προσθέσουμε το χυμό του λεμονιού και τη βανίλια και αφού πάρει δυο βράσεις θα το κατεβάσουμε από τη φωτιά και θα το αφήσουμε να κρυώσει. Θα το βάλουμε σε γυάλινα βάζα και θα το τρώμε μετά τον απογευματινό ύπνο, πριν από το σκέτο ελληνικό καφέ μας. Μικρές απολαύσεις, αυτό είναι που έχουμε ανάγκη. Γλυκές απολαύσεις...
Είναι η ιστορία μιας γυναίκας, ενός τόπου, ενός ταλαιπωρημένου και ενός δικτάτορα, του εφιαλτικού στρατηγού Τρουχίλιο, που βασάνισε και εξόντωσε 3.000.000 ανθρώπους. Και βάλε... Ο Τρουχίλιο ήταν ένας σύγχρονος μινώταυρος, ενώ η Ουρανία Καμπράλ - η κεντρική ηρωίδα του ιστορικού μυθιστορήματος - μια από τις «επτά παρθένες» που προσφέρεται στον μινώταυρο από τον ίδιο της τον πατέρα, ως «ερωτικό άγουρο έδεσμα» για να κορεστεί η διεστραμμένη βουλιμία του και να τον εξευμενίσει ίσως. Για να γλιτώσει από τα χειρότερα. Ποια είναι άραγε αυτά; Τότε η Ουρανία ήταν ένα αθώο 13χρονο πανέμορφο κοριτσάκι, μια λαμπερή κοπελίτσα που λάτρευε και εμπιστευόταν τον πατέρα της, που αγαπούσε τη χώρα της, που πίστευε στον έρωτα, που ποτέ δε θα τον ένιωθε πια μετά την τραυματική της εμπειρία. Τώρα είναι μια ώριμη όμορφη γυναίκα που ζει αυτοεξόριστη στη Νέα Υόρκη, που δε νοσταλγεί την πατρίδα της, δε συγχωρεί τον πατέρα της και συνεχίζει να μισεί το νεκρό χενεραλίσιμο, τον μινώταυρο των παιδικών της χρόνων.
Ομως, εντελώς αναπάντεχα, μια μέρα η Ουρανία θα παραβεί τον όρκο που έχει δώσει στον εαυτό της, όρκο που για πολλές δεκαετίες τήρησε: Πως δε θα ξαναπατήσει το πόδι της στο νησί που γεννήθηκε, που αγάπησε, που μίσησε, τον Αγιο Δομίνικο, εκεί που δεκαετίες πριν είχε ρίξει μαύρο κλάμα και μαύρη πέτρα. Γιατί λοιπόν ξαναγυρίζει; Ο Μάριο Βάργκας Λιόσα με την πραγματική λογοτεχνική ικανότητα καταφέρνει να αναπλάσει την εποχή - που δεν είναι και τόσο μακρινή - να μας περιγράψει τη ζωή στο τραυματισμένο νησί, καταφέρνει να μας συγκινήσει, να μας εξοργίσει αλλά και να μας προειδοποιήσει γι' αυτές τις μορφές εξουσίας, που μοιάζουν με μορφές τεράτων. Ας ξεχάσουμε, λοιπόν, τις κατά καιρούς «αριστερές πολιτικές» δηλώσεις του συγγραφέα, και ας απολαύσουμε ένα καλογραμμένο βιβλίο με πολλά τεκμηριωμένα ανατριχιαστικά στοιχεία.
«Μα δεν άφησα εγώ τον Μπατίστα. Αυτός με άφησε. Εγώ δεν ήθελα να χωρίσω. Εγώ ήθελα να φροντίζω μόνη μου τις επαγγελματικές μου υποθέσεις και εκείνος έλεγε ότι αν δεν του επέτρεπα να έχει απόλυτο έλεγχο πάνω στη ζωή μου και την καριέρα μου, δεν υπήρχε λόγος να μείνουμε μαζί. Επίσης, θεωρούσε ότι έκανα ανοιχτή κοινωνική ζωή. Ελεγε ότι πρέπει να μένω, να μελετάω, να τραγουδάω. Ισως, τώρα που το σκέφτομαι, να είχε δίκιο για την καριέρα μου, αλλά, όπως ήταν φυσικό, ήθελα και εγώ να ζήσω και να απολαύσω την επιτυχία μου. Εξάλλου τι έκανα; Μετά από μια πρεμιέρα στο Μιλάνο θα πήγαινα να δειπνήσω στο "Μπίφι Σκάλα" ή στου "Σαβίνι" ή ακόμη, αν είμαστε στο Παρίσι, στο "Μαξίμ". Αυτό θα το ήθελε κάθε καλλιτέχνης.... Η ζωή μου ήταν μελαγχολική και δεν μπορούσα να μη νιώσω τη διαφορά, όταν ο Ωνάσης φάνηκε στον ορίζοντα. Φυσικά, αισθάνομαι ακόμη μεγάλη αγάπη και ευγνωμοσύνη για τον Μενεγκίνι. Αφιέρωσε τη ζωή του σε μένανε και θα ήμουν πραγματικά αχάριστη, αν δεν το παραδεχόμουν αυτό. Θέλω να γράψεις ότι εύχομαι πάντα να είναι καλά και ότι δε θα πάψω ποτέ να το εύχομαι». Αυτά λέει από καρδιάς, στην τελευταία της συνέντευξη που παραχώρησε στον δημοσιογράφο Πίτερ Ντράγκαζ η μεγάλη, η αξεπέραστη ερμηνεύτρια του λυρικού τραγουδιού, η Μαρία Κάλλας. Εμείς τη διαβάζουμε στην «Οδό Πανός» τεύχος 32 (Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 1987).
Ακόμη κάτι που έχει πολύ ενδιαφέρον είναι οι εξηγήσεις που δίνει η ίδια η Μαρία Κάλλας σ' εκείνους που ισχυρίζονται -ακόμη και σήμερα- ότι η «ντίβα» έχασε τη φωνή της από τη δίαιτα.
Διαβάζουμε στο ίδιο πάντα έντυπο, στην ίδια συνέντευξη, στον ίδιο δημοσιογράφο
«Η Ελληνίδα υψίφωνος Μαρία Κάλλας, από τις μεγαλύτερες τραγουδίστριες όλων των εποχών και η μεγαλύτερη του 20ού αιώνα, πέθανε χτες από καρδιακή ανεπάρκεια, στο διαμέρισμά της, στο Παρίσι. "Ηταν ωραία και στο θάνατο όσο και όταν έπαιζε την Τραβιάτα", είπε ο ιμπρεσάριος της Μισέλ Γκολτζ και πρόσθεσε: "Πήγαινε στο λουτρό, ύστερα από ανάπαυση στο κρεβάτι, όταν αισθάνθηκε έναν πόνο στο στήθος. Επεσε στο δάπεδο, καλώντας την καμαριέρα της, που την βοήθησε να γυρίσει στο κρεβάτι, αλλά ήταν πλέον αργά. Οταν εναπέθεσε το σώμα της, ήταν νεκρή. Αλλά στο πρόσωπό της δε διακρινόταν ο παραμικρός συσπασμός".
Η διάσημη ντίβα είχε ουσιαστικά αποχωρήσει από τη σκηνή κατά τα μέσα της δεκαετίας του '60 και ζούσε σχεδόν σε απομόνωση, αποφεύγοντας ακόμη και τους πιο στενούς της φίλους. Λέγεται ότι ο θάνατος του Αριστοτέλη Ωνάση (του μεγάλου της έρωτα, όπως είχε πει κάποτε η ίδια σε έναν δημοσιογράφο) συντέλεσε πολύ στην πρόσφατη οριστική απομάκρυνσή της από την καλλιτεχνική δραστηριότητα. Τελευταία, όμως, είχαν ενταθεί οι φήμες ότι επρόκειτο να επανεμφανιστεί στην τηλεόραση...».
Ηταν Σάββατο 17 Σεπτέμβρη του 1977, δηλαδή πριν από 25 χρόνια και πέντε μέρες ακριβώς, όταν όλα τα ειδησεογραφικά Πρακτορεία Ειδήσεων μετέδιδαν την απίστευτη είδηση.
Η Μαρία Κάλλας (Αννα Μαρία Καλογεροπούλου 1923- 1977) υπήρξε ένα μουσικό φαινόμενο και που, όπως πολύ σωστά είπε για εκείνη ο Ιταλός σκηνοθέτης Φράνκο Τζεφιρέλι: «Η Κάλλας έκανε για την ιταλική όπερα τόσα όσα έκανε και ο Βέρντι. Υπήρξε πραγματικά ένας μεγαλοφυής συνδυασμός σπάνιας φωνητικής ευελιξίας, πηγαίας μουσικότητας που μετουσιωνόταν στις πιο αποπνευματωμένες εξωτερικεύσεις και δραματικών - υποκριτικών χαρισμάτων».
Στις 3 Ιούνη του 1979 η τέφρα της, κατά την επιθυμία της σκορπίστηκε στο Σαρωνικό. Και από τότε έτσι είναι ή έτσι μας φαίνεται -δε γνωρίζουμε την απάντηση. Ισως να είναι και έτσι. Από εκείνη τη μέρα που η τέφρα της ενώθηκε με τα γαλάζια, τα φιλικά και ήρεμα νερά του Σαρωνικού, εκείνα με μιας έγιναν λαμπερότερα, διαυγέστερα, μελωδικότερα. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε εμείς σήμερα είναι να διαβάσουμε ό,τι έχει γραφτεί σχετικά με το φαινόμενο «Κάλλας» και ακόμη κάτι σημαντικότερο. Να αφήσουμε τη θεϊκή φωνή της να πλημμυρίσει το χώρο μας. Ετσι όπως, άλλωστε, κάνουμε όλες τις υπόλοιπές... μέρες του χρόνου. Για να είναι: αιωνία της η μνήμη.