Κυριακή 29 Φλεβάρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Μικρές σελίδες

Δοκιμάσαμε αυτήν την υπέροχη τάρτα σε ένα φιλικό σπίτι και ξετρελαθήκαμε στην κυριολεξία. Καταβάλαμε μεγάλη προσπάθεια να αντισταθούμε στον πειρασμό για να μην φάμε όλο το ταψί, πιρέξ στην προκειμένη περίπτωση. Πριν φύγουμε, όμως, ρωτήσαμε την οικοδέσποινα πώς το έκανε και μας είπε:

Υλικά: Ενα φλιτζάνι του τσαγιού καλαμποκίσιο αλεύρι, 4 κουταλιές της σούπας μυζήθρα ξερή τριμμένη. 3 κουταλιές της σούπας ελαιόλαδο και μισό φλιτζάνι του τσαγιού λάδι για τη γέμιση. 500 γραμμάρια σπανάκι, δυο πράσα, λίγα σέσκουλα, 5-6 φρέσκα κρεμμυδάκια, τρεις κουταλιές της σούπας άνηθο ψιλοκομμένο, τρία αυγά χτυπημένα, τρακόσια γραμμάρια φέτα σκληρή τριμμένη, αλάτι, πιπέρι και ντοματάκια κομμένα σε τέταρτα για το γαρνίρισμα. Λίγο φρέσκο βούτυρο και κορν φλέικς.

Τώρα, θα ρίξουμε σε ένα μπολ το καλαμποκίσιο αλεύρι και θα κάνουμε μια λακκουβίτσα στο κέντρο. Προσθέτουμε το λάδι, τη μυζήθρα και κατόπιν σιγά - σιγά, ένα ποτήρι νερό, έτσι ώστε να γίνει ο χυλός παχύρρευστος. Φυσικά, ανακατεύουμε συνεχώς με τα χέρια το μείγμα. Αλείφουμε τον πάτο και τα πλαϊνά ενός πιρέξ με βούτυρο και το πασπαλίζουμε με λίγα θρυμματισμένα κορν φλέικς και απλώνουμε τα 2/3 του χυλού. Σε ένα μπολ βάζουμε το ψιλοκομμένο σπανάκι, τα πράσα, τα σέσκουλα και τα κρεμμυδάκια, τη φέτα, τον άνηθο, το λάδι, αλάτι και πιπέρι. Προσθέτουμε τα αυγά και αμέσως βάζουμε τη γέμιση μέσα στο πιρέξ. Το σκεπάζουμε με τον υπόλοιπο χυλό και το βάζουμε στο φούρνο να ψηθεί για μια ώρα. Εάν θέλουμε, το γαρνίρουμε και με ντοματάκια.

Καθ' οδόν: Στη Γιάλτα

Ηρεμη, γαλήνια, κι αρυτίδωτη η θάλασσα. Ολο ανοιχτογάλαζες πινελιές και αγκαλιασμένες με την καταπράσινη λουρίδα της Κριμαίας, πλημμυρισμένες στο πρωινό ηλιόφωτο. Ενα θέαμα εκπληκτικό, γιομάτο ποίηση και ρέμβη. το κρουαζιερόπλοιο, δίχως βιάση, τρύπωσε στο λιμανάκι της Γιάλτας, κι έδεσε στη Ναμπερεζνάγια (προκυμαία). Από την κουπαστή κοιτούσα τις σειρές τα καταπράσινα δέντρα, τους λουλουδιασμένους κήπους, τα δροσερά παρτέρια που μου στέλνανε τ' αρώματά τους και μου γνέφανε το καλωσόρισμά τους. Ξεμάκρυνα το βλέμμα στη βορινή πλευρά της πόλης, πάνω στα διώροφα και τριώροφα κάτασπρα χτίρια της κι αφηνόταν ηδονικά να με συνεπάρει η αισθητική σαγήνη τους. Συνταιριασμένα κι αρμονισμένα όλα κείνα της Ναμπερεζνάγια, μ' άφατη σεμνότητα σου δήλωναν την ταυτότητά της. Ηταν σαν να σου λέγανε: Αυτή είναι η Γιάλτα, η κομψή παραθεριστική λουτρόπολη και το σημαντικό Σανατόριο της Κριμαίας.

Μαγεμένος από το θέαμα, έσπρωξα το νου μου κατά πίσω και διαλογίστηκα: Για κοίτα πώς τράνεψε, ομόρφυνε και στολίστηκε κείνο το μικρό ψαροχώρι! Ξεχνάς, μου λέει η γυναίκα μου, «πως το υγιεινό κλίμα της Γιάλτας, η όμορφη φύση της και τα μαγευτικά ακρογιάλια της τράβηξαν κοντά της το Ρώσο γιατρό Σ. Μπόικιν και με τα φυσικά θέλγητρά της σαγήνεψε πρίγκιπες, κι αυλικούς, ακόμα και τους τσάρους που σιγά - σιγά έστηναν τα πολυτελή καλοκαιρινά αρχοντικά τους». Πραγματικά τέτοια ήταν η φήμη της, ιδιαίτερα το κλίμα της, που παρακίνησε τον Λένιν στα 1920, μ' ένα του διάταγμα, να ορίσει τη Γιάλτα σαν θεραπευτικό κέντρο για τους εργάτες που είχαν προβλήματα με την υγεία τους. Κείνο το διάταγμα, αργότερα, οι Σοβιετικοί πολίτες το χάραξαν πάνω σε μάρμαρο και το βάλανε στη βάση του οβελίσκου με την προτομή του Λένιν, που είναι στημένος στο πάρκο «Γιούρι Γκαγκάριν».


Η ξενάγηση στη Γιάλτα άρχισε από το λόφο Νταράν, που στην κορφή του μας ανέβασε το στημένο «τελεφερίκ» στον αυλόχωρο του ξενοδοχείου «Ταυρίδα».

Το ξέφωτο των παραμυθιών

Η θέση ήταν καταπληκτική, καθώς το μάτι αγνάντευε όλη την περιοχή, όταν ξέκρινα στον «Τύμβο της Δόξας» (Χολμ. Σλάβι) το μνημείο των πεσόντων στον καιρό της Οχτωβριανής Επανάστασης και στις μάχες με τους χιτλερικούς στον πόλεμο του 1941-'45. Κατεβαίνοντας από το λόφο χωθήκαμε στο πάρκο «Γιούρι Γκαγκάριν» που τα αγάλματα του Αντον Τσέχοφ και Μαξίμ Γκόργκι θυμίζουν το πέρασμά τους από δω. Η γυναίκα μου θυμήθηκε πως ο Αντον Τσέχοφ είχε έρθει στη Γιάλτα το 1898 κι έμεινε σε ένα σπίτι στο δρόμο Κίροφ 12, που σήμερα είναι μουσείο. Υστερα από μια περιπλάνηση στους δρόμους της πόλης, για να δούμε και τα άλλα αξιοθέατα πήγαμε να απολαύσουμε το «Ξέφωτο των παραμυθιών» με την υπαίθρια έκθεση τη διάσπαρτη με τις ξυλόγλυπτες φιγούρες. Στη συνέχεια, το πούλμαν μάς μετέφερε στο βουνό Αγιος Πέτρος. Ενα βαρύγδουπο κατρακύλισμα νερών κι ένα δυνατό βοητό, γιομάτο ήχους βαριάς μπετοβιανικής μουσικής μας ξάφνιασε. Ηταν ο καταρράχτης «Ουτσάν Σου». Σε λίγο, με τη βοήθεια της ξεναγού, βρεθήκαμε στην περιοχή με το ανάκτορο του πρίγκιπα Βοροντσόφ, που σήμερα έχει γίνει μουσείο. Μα δεν ήταν μόνο τούτο το ανάκτορο. Στη Γιάλτα υπάρχουν κι άλλα πολλά, αφού τον Βοροντσόφ τον μιμήθηκαν κι άλλοι από το τσαρικό αρχοντολόι, όπως ο Νάρισον, ο Γκόλτσιν, που η σοβιετική κυβέρνηση τα έχει μετατρέψει σε μουσεία και σανατόρια για τους εργάτες.

Τα λευκά ανάκτορα


Μα η Γιάλτα, η οποία στα χρόνια του τσαρισμού, ήταν μια κομψή πολυσύχναστη λουτρόπολη ποτέ δε θα γινόταν τόσο γνωστή δίχως τη γνωστή Διάσκεψη των τριών: Στάλιν - Τσόρτσιλ και Ρούσβελτ, που έγινε το Φλεβάρη του 1945, λίγο πριν τελειώσει το δεύτερο μεγάλο ανθρωπομακελιό. Οπως είναι γνωστό, η Διάσκεψη εκείνη έγινε στο καλοκαιρινό ανάκτορο του τσάρου Νικόλαου Β΄ που βρίσκεται στη γαλήνια κι ειδυλλιακή περιοχή Λιβάδια.

Ευωδιαστή ηρεμία και θεία γαλήνη ήταν απλωμένη στην περιοχή που ήταν στημένα τα «Λευκά ανάκτορα» που φιλοξένησαν τη Διάσκεψη. Εκείνο που μας έκανε εντύπωση είναι πως εδώ δεν υπάρχει τίποτα που να θυμίζει τα θερινά ανάκτορα του Μεγάλου Πέτρου στο Τσάρκογε Σέλο που βρίσκεται κοντά στο Λένινγκραντ. Τούτο το παλάτι - μουσείο οι σοβιετικές αρχές το διατήρησαν και το φρόντισαν όχι βέβαια γιατί ήταν κατοικία του τσάρου, αλλά γιατί μέσα σ' αυτό πραγματοποιήθηκε η πιο σημαντική κι αποφασιστική «Συνδιάσκεψη» στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Και πραγματικά, όλα τα εκθέματα που υπάρχουν είναι αφιερωμένα σ' εκείνη την ιστορική Συνδιάσκεψη. Τριγυρίζοντας μέσα σε τούτο το ανάκτορο είχα την αίσθηση πως έπαιρνα μέρος σε μια μυσταγωγία κι ένιωθα βαθιά συγκινημένος ότι αυτό που έκανα ήταν ένα ιερό χρέος σαν άνθρωπος και κομμουνιστής πέρα από μια υποχρέωση ενός επισκέπτη κάποιου μουσείου.

Και πώς να μην ένιωθα έτσι, όταν αναμετρούσα μέσα μου πως εδώ, σε τούτο το παλάτι, πραγματοποιήθηκε ένα ιστορικό γεγονός που τόσο βάρυνε τα κατοπινά χρόνια στην πορεία των λαών της Ευρώπης κι όλου του κόσμου.

Ριγμένος σε βαθιά λογιάσματα και οραματισμούς, το λιόφωτο που τρύπωνε από τα μεγάλα παράθυρα τούτου του ανακτόρου, άπλωνε στην ψυχή μου το λαμπερό φως της ελπίδας για μια πανανθρώπινη ειρήνη κι ένα παγκόσμιο αφοπλισμό. Πιστεύω πως η ιστορία δε θα με απογοητεύσει.





Σταύρος ΚΑΛΦΙΩΤΗΣ

Κυρία Ντάλαγουεϊ

«Η Κυρία Ντάλαγουεϊ» είχε διαβαστεί και είχε καταχωνιαστεί σε κάποιο ράφι της βιβλιοθήκης μου, χωρίς όμως να έχει κατανοηθεί πλήρως. Μια μανία καθαριότητας - με πιάνει κατά τακτά χρονικά διαστήματα - έφερε τα πάνω - κάτω, έβγαλε τα μέσα έξω και ξαφνικά η όμορφη κοσμική κυρία του Λονδίνου του 1922, ταλαιπωρημένη και σκονισμένη, γλίστρησε πάνω στο χαλί. Τη μάζεψα, την καθάρισα και της έριξα μια επιπόλαιη ματιά, ενώ ετοιμαζόμουν να τη βάλω ...στη θέση της με έβαλε εκείνη. Η χαριτωμένη και γοητευτική κυρία Ντάλαγουεϊ μονοπώλησε το ενδιαφέρον μου, αιχμαλώτισε τα μάτια μου, κέντρισε το ενδιαφέρον μου, κέρδισε το θαυμασμό μου, κάνοντάς με έξαλλη με τον εαυτό μου. Μα, τι είχα καταλάβει τότε, όταν πρωτοδιάβασα αυτό το εξαιρετικό βιβλίο, αναρωτήθηκα. Ελάχιστα πράγματα, για να μην ομολογήσω πως σχεδόν δεν είχα καταλάβει τίποτε άλλο, εκτός του ότι ήταν ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα. Μια καλοκαιρινή ζεστή μέρα, η κυρία Ντάλαγουεϊ, που ετοιμάζει μια μεγάλη δεξίωση, αποφασίζει «να αγοράσει τα λουλούδια μόνη της, γιατί η Λούσι είχε ένα σωρό δουλιές να κάνει...». Η μέρα προσφέρεται για έναν όμορφο περίπατο, αλλά να που η μνήμη της παίζει ένα επικίνδυνο παιχνίδι. Καθώς διασχίζει το καταπράσινο πάρκο, η νοσταλγία την πλημμυρίζει. Θυμάται όλα εκείνα τα πρόσωπα που σφράγισαν τη νιότη της. Τον αντισυμβατικό και γοητευτικό Πίτερ Γουόλ, που μια από αυτές τις μέρες θα επέστρεφε από τις Ινδίες, τον παράξενο και παράφορο Πίτερ, που υπήρξε και ο πρώτος της έρωτας, την εκκεντρική φίλη της Σάλι, τον καλό της φίλο Χιου και τον Ρίτσαρντ Ντάλαγουεϊ, τον άνδρα που τελικά επέλεξε να μοιραστεί τη ζωή της, κάτι που ποτέ δε μετάνιωσε. Καθώς περπατά και θυμάται, θυμάται και αναπολεί, για μια στιγμή την προσοχή της θα τραβήξει ένα άγνωστο ζευγάρι. Είναι ο Σέπτιμος και η γυναίκα του Ρέτζια, που πηγαίνουν στον γιατρό. Στον ψυχίατρο! Αλλά, φυσικά, η κυρία Ντάλαγουεϊ το αγνοεί, απλώς διαισθάνεται ότι αυτός ο νέος άνδρας υποφέρει. Από τι, όμως; Ο Σέπτιμος έχει γυρίσει από τον πόλεμο αρτιμελής, έτσι νόμιζαν οι άλλοι, η αλήθεια είναι ότι ο πόλεμος τον είχε ακρωτηριάσει ψυχικά. Ο Σέπτιμος είχε χάσει την ικανότητα να αισθάνεται. «Η κυρία Ντάλαγουεϊ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «γράμματα» είναι ένα σημαντικό μυθιστόρημα, που καλά θα κάνουμε να το διαβάσουμε ή και να το ξαναδιαβάσουμε προσεκτικά.

Εν συντομία

Είναι σαν να κρατώ ένα διαρκές ημερολόγιο του νου και της ματιάς, που το πλουτίζουν και το ομορφαίνουν τα ζώα, τα δέντρα, τα άνθη, η γη, η αλλαγή των εποχών, η βροχή, ο ορίζοντας.

Θα έλεγα ότι είναι η περιπέτεια της παρατήρησης, που συγκρατεί στιγμές εφήμερες ...ακριβές.

Αυτές τις στιγμές προσπαθώ να αποτυπώσω με κείμενα, φωτογραφίες και σκίτσα σ' αυτό το λεύκωμα. Μικρά υστερόγραφα της πρώτης εντύπωσης, χωρίς επιστημονικές προδιαγραφές, για να πορευτούν με τις ανάγκες μιας αμφίδρομης χαράς.

Αυτά σημειώνει, στον πρόλογό της, η συγγραφέας και εικονογράφος Βάσω Ψαράκη, στο νέο της βιβλίο «Μικρό Λεύκωμα της Φύσης», που κυκλοφορεί από τις «Εκδόσεις Πατάκη». Με κείμενα, σκίτσα και 230 φωτογραφίες, μας γνωρίζει με τρυφερότητα, ομορφιά και γνώση, όσα το βλέμμα, η εμπειρία και η έρευνα συγκράτησαν από τη ζωή και την επαφή με τον υπέροχο φυσικό κόσμο. Με τρόπο συνοπτικό και ελκυστικό, μας μιλάει για τις συγκινήσεις και τις χαρές που αποκόμισε από την καθημερινότητα της υπαίθρου. Πρόκειται για μια εξαιρετική, συλλεκτική θα λέγαμε, έκδοση.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ