ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ:
-- Με 800 δισ. στις πλάτες των λαών δηλώνει «παρούσα» στον «παγκόσμιο αγώνα δρόμου»
-- Η «γεωπολιτική αστάθεια», «σταθερά» για τρελή κερδοφορία!
-- Κυβέρνηση: Πρωτοπόρος της εμπλοκής και της στροφής στην πολεμική οικονομία
-- Διάγγελμα Μακρόν: Ζητά «στρατηγικό διάλογο για προστασία» της Ευρώπης και με πυρηνικά
Και με αυτό το σχέδιο η ιμπεριαλιστική ένωση κάνει ένα νέο μεγάλο βήμα στην παραπέρα στρατιωτικοποίησή της, στην προσπάθεια να διεκδικήσει «αυτοτελώς» ένα μεγαλύτερο κομμάτι από την ιμπεριαλιστική λεία στην Ουκρανία, στη Μ. Ανατολή, στην Αφρική, αλλά και πέραν αυτών, να υπερασπιστεί τις θέσεις και τα συμφέροντα των δικών της επιχειρηματικών ομίλων σε συνθήκες όξυνσης των ανταγωνισμών στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, που δοκιμάζουν τη συνοχή τόσο του ευρωατλαντικού στρατοπέδου όσο και της ίδιας της ΕΕ. Γίνεται ακόμη προσπάθεια να δοθούν έστω και προσωρινά κερδοφόρες διέξοδοι στα τεράστια συσσωρευμένα κεφάλαια που φέρνουν προ των πυλών μια νέα οικονομική κρίση, όπως και να ενισχυθούν με «εγγυήσεις κερδοφορίας» οι πολεμικές της βιομηχανίες, παίρνοντας και ένα μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα των πολεμικών δαπανών που έχουν εκτοξευτεί σε όλα τα μήκη και πλάτη.
Το πρώτο αφορά την «απελευθέρωση της χρήσης της δημόσιας χρηματοδότησης στην Αμυνα σε εθνικό επίπεδο», ώστε τα κράτη - μέλη να έχουν το «δημοσιονομικό περιθώριο» να αυξήσουν τις στρατιωτικές δαπάνες, μεταξύ άλλων και με την ενεργοποίηση της «εθνικής ρήτρας διαφυγής» του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που επιτρέπει στα κράτη - μέλη να αυξήσουν σημαντικά τις «αμυντικές» δαπάνες χωρίς να ενεργοποιήσουν τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Ολα αυτά την ώρα που σε ισχύ θα είναι ο «πέλεκυς» του υπερβολικού ελλείμματος, οι κόφτες και οι «οροφές δαπανών» για καθετί που σχετίζεται με τις λαϊκές ανάγκες.
Εξάλλου, στο τρίτο της μέρος η πρόταση της Κομισιόν προβλέπει και τη χρήση των κονδυλίων των λεγόμενων προγραμμάτων «συνοχής», ακριβώς για πολεμικές δαπάνες.
Το δεύτερο μέρος αφορά την παροχή δανείων ύψους 150 δισ. ευρώ στα κράτη - μέλη για στρατιωτικές επενδύσεις, κυρίως για κοινές δαπάνες και αγορές σε πανευρωπαϊκούς τομείς ικανοτήτων, όπως αεράμυνα και πυραυλική άμυνα, συστήματα πυροβολικού, πύραυλοι και πυρομαχικά, drones και συστήματα κατά των drones, κυβερνοχώρος, στρατιωτική κινητικότητα. Νέα δάνεια δηλαδή, που θα φορτωθούν στους λαούς.
Τα δύο τελευταία μέρη αφορούν την κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων με την επιτάχυνση της Ενωσης Αποταμιεύσεων, ενώ καλείται η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων να προσαρμόσει περαιτέρω τις πρακτικές της για χορήγηση δανείων για την «Αμυνα» και τη στρατιωτική βιομηχανία.
Παρά τη φιλότιμη προσπάθεια των ευρωατλαντικών επιτελείων να δώσουν τον χαρακτήρα του «κατεπείγοντος» στις αποφάσεις αυτές, αξιοποιώντας και την εκλογή Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, η στροφή στην πολεμική οικονομία και το όργιο των εξοπλισμών κάθε άλλο παρά μια «έκτακτη» συνθήκη είναι, όσο κι αν επιταχύνονται τώρα στο φόντο των προσπαθειών των ΗΠΑ να «κλείσουν» το μέτωπο της Ουκρανίας για πιο άμεση στροφή προς τον Ινδο-Ειρηνικό και τη μάχη με την Κίνα για την πρωτοκαθεδρία, επιχειρώντας στο πλαίσιο αυτό και να διασπάσουν τη συμμαχία Ρωσίας - Κίνας.
Δεν έχει εξάλλου παρά να ρίξει κανείς και μια ματιά σε όλα τα «ορόσημα» που έχουν προηγηθεί: Την περσινή «νέα στρατηγική για την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία» της ΕΕ, τις περιβόητες εκθέσεις Ντράγκι και Νιινίστο, που σηματοδοτούν ακριβώς τη στροφή στην πολεμική οικονομία, πολύ πριν και την εκλογή Τραμπ.
Χαρακτηριστικά σε αυτά τα πλαίσια είναι τα όσα καταγράφονταν πέρσι τέτοια εποχή στα κείμενα για τη «Βιομηχανική στρατηγική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την άμυνα» (EDIS) και το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Αμυντικής Βιομηχανίας, ύψους 1,5 δισ. ευρώ.
Οπως σημειωνόταν εκεί, «για την επίτευξη αμυντικής ετοιμότητας απαιτούνται μαζικές επενδύσεις, με συντονισμένο τρόπο, στις απαιτούμενες αμυντικές δυνατότητες, μεταξύ άλλων σε σχετικές κρίσιμες υποδομές», ενώ τονιζόταν πως «οι αντίπαλοι έχουν εμπλακεί σε έναν παγκόσμιο αγώνα δρόμου για τεχνολογική υπεροχή, ο οποίος απαιτεί από όλους τους παράγοντες ακόμα πιο ταχείς και όλο και πιο δαπανηρούς επενδυτικούς κύκλους: η ΕΕ δεν έχει την πολυτέλεια να μείνει πίσω».
Σημειωνόταν ακόμη πως «αμυντική βιομηχανική ετοιμότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν καταστεί δυνατή η συνεχής αύξηση των αμυντικών δαπανών από τα κράτη - μέλη, μέσω των κατάλληλων εργαλείων και κινήτρων, προκειμένου να δοθεί πραγματικά προτεραιότητα στις συνεργατικές επενδύσεις», ενώ γινόταν λόγος για την ανάγκη να «ενσωματωθεί μια νοοτροπία αμυντικής ετοιμότητας, μεταξύ άλλων και σε όλες τις πολιτικές της ΕΕ», με τη στρατιωτικοποίηση όλων των πλευρών σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
Διαπιστώνοντας εξάλλου ότι η εκτόξευση των στρατιωτικών δαπανών στην ΕΕ δεν οδηγεί σε μεγαλύτερο μερίδιο της πίτας για τους «εγχώριους» ομίλους της πολεμικής βιομηχανίας (π.χ. ότι «μεταξύ του 2017 και του 2023 η αμυντική αγορά της ΕΕ αυξήθηκε κατά 64%, ενώ το αμυντικό εμπόριο μεταξύ των κρατών - μελών σημείωσε οριακή μόνο άνοδο και πλέον αντιπροσωπεύει μόλις το 15% της συνολικής αξίας της αμυντικής αγοράς της ΕΕ23», όπως και ότι «σχεδόν το 80% των αμυντικών επενδύσεων των κρατών - μελών από το 2022 έχει πραγματοποιηθεί με προμηθευτές τρίτων χωρών, έναντι περίπου 60% πριν από τον πόλεμο») η έκθεση καλούσε «τα κράτη - μέλη (...) να διασφαλίσουν ότι, έως το 2030, η αξία του ενδοενωσιακού αμυντικού εμπορίου θα αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 35% της αξίας της αμυντικής αγοράς της ΕΕ» και τα κράτη - μέλη «να σημειώσουν σταθερή πρόοδο όσον αφορά την προμήθεια τουλάχιστον του 50% των αμυντικών επενδύσεών τους εντός της ΕΕ έως το 2030 και του 60% έως το 2035».
Ακολούθησε τον περασμένο Σεπτέμβρη η περιβόητη έκθεση Ντράγκι, όπου «σφραγίστηκε» η στροφή στην πολεμική οικονομία.
Οπως αναφέρεται εκεί χαρακτηριστικά, «η αμυντική βιομηχανία απαιτεί τεράστιες επενδύσεις για να καλύψει το χαμένο έδαφος. Ως σημείο αναφοράς, αν όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ που είναι και μέλη του ΝΑΤΟ και τα οποία ακόμα δεν έχουν επιτύχει τον στόχο του 2% το υλοποιούσαν το 2024, οι αμυντικές δαπάνες θα αυξάνονταν κατά 60 δισεκατομμύρια ευρώ. Απαιτούνται επίσης πρόσθετες επενδύσεις για την αποκατάσταση των χαμένων δυνατοτήτων λόγω δεκαετιών υποεπένδυσης και για την αναπλήρωση των εξαντλημένων αποθεμάτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δωρίστηκαν για την υποστήριξη της άμυνας της Ουκρανίας κατά της ρωσικής επίθεσης. Τον Ιούνιο του 2024 η Επιτροπή εκτίμησε ότι απαιτούνται πρόσθετες αμυντικές επενδύσεις ύψους περίπου 500 δισ. ευρώ κατά την επόμενη δεκαετία».
Στο πλαίσιο αυτό:
Εναν μήνα μετά την έκθεση Ντράγκι ακολούθησε η έκθεση Νιινίστο για την «Ενίσχυση της πολιτικής προστασίας και στρατιωτικής ετοιμότητας της Ευρώπης», ένα πραγματικό πολεμικό ντελίριο - κάλεσμα στους λαούς να προσαρμοστούν στη «νέα κανονικότητα» του ιμπεριαλιστικού πολέμου και της πολεμικής οικονομίας, αλλά και όλων των αδιεξόδων του σάπιου καπιταλιστικού συστήματος: Από τις κρίσεις έως τις πανδημίες και τις φυσικές καταστροφές.
Επιγραμματικά η έκθεση προτείνει περισσότερα όπλα, στρατιωτικοποίηση της οικονομίας, διασυνδεδεμένες Υπηρεσίες Πληροφοριών, πρόσθετες εξουσίες ασφαλείας για τις Βρυξέλλες, νόμο για την περίπτωση εξωτερικής επίθεσης, αυξημένη βοήθεια προς το Κίεβο και «οδηγίες επιβίωσης» στους πολίτες, ενώ προβλέπει πως η ΕΕ θα πρέπει να δαπανήσει περίπου το 20% του προϋπολογισμού της - που επί του παρόντος αντιστοιχεί σε 1 τρισ. ευρώ - για την Ασφάλεια και την Αμυνα.
Λίγες βδομάδες αργότερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να διατεθεί το 1/3 του τρέχοντος κοινού προϋπολογισμού της ΕΕ 2021-2027, - περίπου 392 δισ. ευρώ - για επενδύσεις σε εξοπλισμούς και στρατιωτικές υποδομές, στο πλαίσιο της πολεμικής οικονομίας και προετοιμασίας για μια ευρύτερη σύγκρουση σε ευρωπαϊκό έδαφος, ανακατευθύνοντας δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ από το λεγόμενο Ταμείο Συνοχής για στρατιωτικούς σκοπούς.
Η έκθεση Νιινίστο συζητήθηκε και στη Σύνοδο Κορυφής του περασμένου Δεκέμβρη, με την παρουσία και του Ζελένσκι, όπου αποφασίστηκε να δοθούν τουλάχιστον 30 δισ. ευρώ στήριξη στην Ουκρανία μέσα στο 2025, τα περισσότερα εκ των οποίων προορίζονται για την αγορά όπλων, αλλά και να ενισχυθούν οι ενεργειακές υποδομές όπως και οι δυνατότητες της Ουκρανίας για την παραγωγή όπλων που σύμφωνα με τον Ουκρανό Πρόεδρο θα έπρεπε να διπλασιαστούν. Ενώ στο περιθώριο της Συνόδου συζητήθηκαν και τα σχέδια για τις «εγγυήσεις ασφαλείας» στην Ουκρανία, μεταξύ άλλων και με τα όσα σήμερα βλέπουν το φως της δημοσιότητας ακόμα και για ανάπτυξη ευρωενωσιακών στρατευμάτων στο έδαφός της.
Εκτός όλων των άλλων, με τις αποφάσεις αυτές η ΕΕ επιχειρεί να «λύσει» και το ζήτημα των «εγγυημένων» παραγγελιών και της εγγυημένης κερδοφορίας για την πολεμική βιομηχανία.
Χαρακτηριστικά είναι τα όσα έλεγε πέρσι τέτοια εποχή ο Γερμανός καγκελάριος Σολτς, ότι οι παραγγελίες για τους εξοπλισμούς δεν είναι σαν να παραγγέλνεις... αμάξι. Ελεγε συγκεκριμένα: «Η ισχυρή άμυνα απαιτεί συμπαγή βιομηχανική βάση. Αυτό θα γίνει αν εμείς, οι Ευρωπαίοι, ενοποιήσουμε τις παραγγελίες μας, αν ενοποιήσουμε τα μέσα μας και δώσουμε στη βιομηχανία προοπτικές για τα επόμενα 10, 20 ή 30 χρόνια», επισημαίνοντας πως η στρατιωτική βιομηχανία έχει ανάγκη μακροπρόθεσμο σχεδιασμό για να επενδύσει σε νέες παραγωγικές δυνατότητες. «Αμα θέλω να αγοράζω ένα Γκολφ κάθε δυο ή τρία χρόνια, ξέρω πως θα υπάρχει στοκ (...) αλλά άρματα μάχης, οβιδοβόλα, ελικόπτερα και αεροπορικά ή αντιαεροπορικά συστήματα δεν τα βρίσκεις στα ράφια» και χρειάζονται εγγυημένες παραγγελίες από τα κράτη.
Αλλά και οι ίδιες οι πολεμικές βιομηχανίες - και συγκεκριμένα οι 28 μεγαλύτεροι όμιλοι - απαιτούσαν με έγγραφό τους που στάλθηκε τον περασμένο Σεπτέμβρη στα κράτη - μέλη «προβλεψιμότητα», μακροπρόθεσμες παραγγελίες και πολυετή εξοπλιστικά προγράμματα, προκειμένου να «βάλουν μπρος τις μηχανές τους» και να ανοίξουν νέες γραμμές παραγωγής. Απαιτούσαν δηλαδή εξασφαλισμένες πωλήσεις και σίγουρα κέρδη. Ελεγαν μάλιστα τότε πως όλο αυτό το φαγοπότι που στήνουν για εκείνους ΕΕ και κυβερνήσεις θα είναι απλά το «ορεκτικό», αφού το βραχυπρόθεσμο σχέδιο «θα πρέπει επίσης να χρησιμεύσει ως δοκιμαστικό για να μάθουμε γρήγορα, ώστε να ακολουθήσει ένα πιο μακροπρόθεσμο, πιο φιλόδοξο πρόγραμμα μετά το 2028»!
Οσο για τον «λογαριασμό» και ποιος θα τον πληρώσει, χαρακτηριστική είναι η έρευνα του Ινστιτούτου του Κιέλου, που δημοσιεύτηκε προ ημερών («How to Finance Europe's Military Buildup? Lessons from History»), όπου διαπιστώνεται ότι διαχρονικά για τον εξοπλισμό των κρατών πριν ριχτούν στον πόλεμο ο πιο «αποτελεσματικός τρόπος» είναι ο δανεισμός και η δημιουργία μεγάλων κρατικών χρεών, που κατόπιν πληρώνουν με φόρους και άλλα μέτρα οι λαοί. Θυσίες δηλαδή χωρίς τέλος για τους λαούς, επεμβάσεις και νέα ιμπεριαλιστικά μακελειά για να θησαυρίζουν οι επιχειρηματικοί όμιλοι...
Ανεξάρτητα εξάλλου απ' το πού ακριβώς θα καταλήξουν τα παζάρια και στη σημερινή Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, σε σχέση με το πολεμικό ταμείο και τους εξοπλισμούς, το μόνο σίγουρο είναι ότι ο λογαριασμός θα πάει στους λαούς, ενώ οι όποιες αποφάσεις θα ρίξουν κι άλλο «λάδι στη φωτιά» των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών:
Στοιχεία που όλα τους επιβεβαιώνουν πως απέναντι στον «κόσμο που φλέγεται» από τους ανταγωνισμούς, επείγει η ένταση της πάλης για απεμπλοκή από τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ. Η πάλη του λαού απέναντι σε κυβερνήσεις - ΕΕ - κεφάλαιο, η αντεπίθεση για να ξεριζωθεί το σύστημα της εκμετάλλευσης που τραβάει τους λαούς στην άβυσσο των νέων πολέμων.
Εκτίναξη για τα έσοδα των πολεμικών βιομηχανιών (Σε εκατ. δολάρια. Με μπλε: ΗΠΑ, Κόκκινο: Κίνα και Ρωσία, Πορτοκαλί: ΕΕ και Βρετανία) |
Ελεγε χαρακτηριστικά προ ημερών ο διευθύνων σύμβουλος της γαλλικής «Thales», P. Caine: «Η γεωπολιτική αστάθεια είναι μια σταθερά, και σε μεγάλο βαθμό τροφοδοτεί τις επενδύσεις που πραγματοποιούν οι χώρες στην άμυνά τους»...
Συνολικά, οι 12 κορυφαίες ευρωπαϊκές «αμυντικές» εταιρείες κατέγραψαν αύξηση εσόδων κατά 10,4% το 2023, με συνολικό τζίρο της τάξης των 200 δισ. ευρώ! Τα καθαρά κέρδη αυξήθηκαν κατά 55,1%, από 9 δισ. ευρώ το 2022 σε 13,95 δισ. ευρώ το 2023.
Τα στοιχεία ...ζαλίζουν:
Με την εκτόξευση των στρατιωτικών δαπανών τα τελευταία χρόνια ανά χείρας, η κυβέρνηση διεκδικεί μεγαλύτερο μερτικό από την «πίτα» των νέων ευρωενωσιακών «πακέτων» για το κεφάλαιο |
Διόλου τυχαία η ελληνική κυβέρνηση ήταν από τις πρώτες που ζήτησαν «εμπροσθοβαρή» εξαίρεση των πολεμικών εξοπλισμών από τη διαδικασία του «υπερβολικού ελλείμματος» (και όχι απλά όταν αυτές ξεπερνάνε το 2% του ΑΕΠ), όπως επίσης εστίασε στην «ανάγκη κοινής ευρωπαϊκής χρηματοδότησης για μεγάλες επενδύσεις στην άμυνα, και συγκεκριμένα για χρηματοδότηση προγραμμάτων ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, όπως μια κοινή ευρωπαϊκή αντιπυραυλική ασπίδα», πρόταση που ο Κυρ. Μητσοτάκης κατέθεσε με τον Πολωνό ομόλογό του, Ντ. Τουσκ.
Σε αυτό το πλαίσιο, χαιρέτισε ήδη το σχέδιο «REARM Europe» που παρουσίασε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ζητώντας παραπάνω «δημοσιονομική ευελιξία, δεδομένου ότι δαπανά πάνω από το 3% του ΑΕΠ για στρατιωτικές δαπάνες, την ώρα που κόβει συνεχώς από κονδύλια που έχει ανάγκη ο λαός για Παιδεία, Υγεία, Ασφάλιση κ.λπ.
Θυμίζουμε, σύμφωνα με στοιχεία του ΝΑΤΟ («Defence Expenditure of NATO Countries» 2014 - 2024), ο ελληνικός λαός πλήρωσε για στρατιωτικές δαπάνες (προσανατολισμένες όπως είναι στα πρότυπα και προτάγματα του ΝΑΤΟ) 8,054 δισ. ευρώ το 2022, 6,224 το 2023, ενώ προϋπολογιζόταν να καταβάλει 7,126 δισ. ευρώ το 2024. Το αντίστοιχο ποσό το 2014 ήταν «μόλις» 3,939 δισ.
Σημειωτέον, με βάση το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πρόγραμμα, την τετραετία 2025 - 2028 οι στρατιωτικές δαπάνες της Ελλάδας θα είναι ιδιαίτερα αυξημένες, καθώς είναι προγραμματισμένες παραλαβές οπλικών συστημάτων, όπως τα μαχητικά αεροσκάφη «Rafale» και «F35» και οι φρεγάτες «Belharra». Στον προϋπολογισμό του 2025 περιλαμβάνεται επιβάρυνση 850 εκατ. ευρώ λόγω της παραλαβής της πρώτης φρεγάτας, και για το 2026 επιπλέον 1,3 δισ. ευρώ, πέραν του ποσού αυτού. Εξοπλισμοί που, όπως οι ίδιοι παπαγαλίζουν, «θα ενισχύσουν την ευρωπαϊκή άμυνα και στρατηγική αυτονομία», αποκαλύπτοντας και τον πραγματικό χαρακτήρα αυτών των χρυσοπληρωμένων από τον λαό αγορών. Σε αυτό το φόντο, και σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού, προβλέπονται το 2025 για το ΥΠΕΘΑ δαπάνες τουλάχιστον 6,13 δισ. ευρώ.
Πέραν των δαπανών, η κυβέρνηση εμφανίζεται ήδη πρωτοπόρος σε συμμετοχές σε ευρωενωσιακά εξοπλιστικά προγράμματα. Π.χ. με καπέλο το πολυδιαφημισμένο σχήμα PESCO, προώθησε, ήδη από τις μέρες των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, τη συμμετοχή της στον σχεδιασμό και την κατασκευή κορβέτας («European Patrol Corvette»), στη λειτουργία του Κέντρου Προσομοίωσης και Δοκιμών του Κύριου Αρματος Μάχης («Main Battle Tank Simulation and Testing Center»), στην ανάπτυξη επιτελείου διοίκησης Ειδικών Επιχειρήσεων [«One Deployable Special Operations Forces (SOF) Tactical Command and Control (C2) Command Post (CP) for Small Joint Operations (SJO) - (SOCC) for SJO], στην εξέλιξη ενός «πακέτου δύτη» («Deployable Modular Underwater Intervention Capability Package (DIVEPACK)».
Αλλα ευρωενωσιακά σχέδια ανάπτυξης «ικανοτήτων» όπου μετέχει η ντόπια αστική τάξη: Το Κέντρο Πιστοποίησης Εκπαίδευσης Ευρωπαϊκών Στρατών («European Training Certification Centre for European Armies»), η εκπαίδευση στα ελικόπτερα («Helicopter Hot and High Training»), η σχολή πρακτόρων της ΕΕ («Joint EU Intelligence School»), ένα «στρατιωτικό πακέτο ανακούφισης από καταστροφές» («Deployable Military Disaster Relief Capability Package»), η ανάπτυξη οχημάτων μάχης («Armoured Infantry Fighting Vehicle / Amphibious Assault Vehicle / Light Armoured Vehicle»), ναυτικών (ημι-αυτόνομων συστημάτων αντιμετώπισης ναρκών («Maritime (semi-) Autonomous Systems for Mine Countermeasure»), συστημάτων επιτήρησης και προστασίας λιμένων («Harbour & Maritime Surveillance and Protection»), η παραπέρα ανάπτυξη της λεγόμενης Στρατιωτικής Κινητικότητας («Military Mobility») κ.ά.
Πέραν των προγραμμάτων και των σχεδιασμών, η ντόπια αστική τάξη καυχιέται για το γεγονός ότι υπηρετώντας τα σχέδια ΕΕ και ΝΑΤΟ, με τη σύμφωνη γνώμη των λοιπών αστικών κομμάτων και μορφωμάτων, έχει ήδη στείλει στο καθεστώς του Κιέβου δεκάδες τεθωρακισμένα οχήματα, τόνους πυρομαχικών κ.τ.λ., ενώ έκανε την Ελλάδα μια απέραντη βάση εφόρμησης των ΑμερικανοΝΑΤΟικών. Μόλις πριν από λίγες μέρες ξεφορτώθηκαν στο Λαύριο εκατοντάδες τόνοι εκρηκτικής ύλης, προκειμένου στις εκεί εγκαταστάσεις των ΕΑΣ να φτιαχτούν νέα βλήματα για την Ουκρανία.
Επίσης, φιλοξενεί στη Λάρισα ένα από τα πέντε στρατηγεία της ΕΕ, το Ελληνικό Στρατηγείο Επιχειρήσεων της ΕΕ (ΕΣΕΕΕ/EU - OHQ), από όπου μάλιστα ασκείται η διοίκηση της ευρωενωσιακής ναυτικής επιχείρησης «Aspides», που απλώνει πολεμικά πλοία της ΕΕ στον Ινδο-Ειρηνικό (επισήμως ενάντια στους Χούθι). Επιχείρηση όπου μετέχει εδώ και πάνω από έναν χρόνο με φρεγάτα. Φρεγάτα έχει επίσης στην έτερη ναυτική επιχείρηση της ΕΕ, την «Irini», στα ανοικτά της Λιβύης, ενώ έχει στείλει λόχο ελιγμού στο Σαράγεβο της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης στο πλαίσιο της ευρωενωσιακής αποστολής «EUFOR ALTHEA», χώρια στελέχη που έχει στείλει σε μια σειρά άλλες χώρες, χώρια και τις συμμετοχές σε ΝΑΤΟικές αποστολές όπως η Διμοιρία Αντιαρματικών (6 τεθωρακισμένα οχήματα M901ITV, φορείς αντιαρματικών TOW-2, συν άλλα τροχοφόρα οχήματα), χειριστές και επιτελείς, που από τον Οκτώβρη του 2022 έστειλε στο νέο Battlegroup (έφτασαν τα 8 συνολικά) που έστησε το ΝΑΤΟ στη Βουλγαρία («Enhanced Vigilance Activity Battlegroup Bulgaria») ενάντια στη Ρωσία.
Αλλά και πέραν των κινήσεων στο πεδίο, τώρα που το παζάρι μεταξύ των δύο πόλων του ευρωατλαντικού άξονα προκαλεί τριγμούς, πρωθυπουργός και κυβέρνηση παρουσιάζονται σε ρόλο μεσολαβητή μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, καθώς όπως λένε και από το Μαξίμου, «έχουμε καθήκον και ως χώρα, αλλά κυρίως η Ευρώπη, να εργαστούμε ούτως ώστε να γεφυρωθεί αυτή η κατάσταση διάστασης απόψεων που υπάρχει αυτήν την περίοδο. Δεν έχουμε κρύψει ότι οι σχέσεις μας με τις ΗΠΑ είναι στρατηγικής σημασίας, και είναι κάτι το οποίο τιμούμε και ειδικά αυτήν την περίοδο, όπου υπάρχει ένα ζήτημα επικοινωνίας» τονίζουν.
Επίσης, η κυβέρνηση «πουλά» σε όλους τη χρησιμότητά της ως «γέφυρα» με χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, επιμένοντας ότι μπορεί να παίξει ρόλο στα ευρωατλαντικά σχέδια σε μια ζώνη όπου επιδιώκουν διείσδυση και μπίζνες άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Στο ίδιο μοτίβο υπερακοντίζει για αμερικανοΝΑΤΟικά σχέδια όπως αυτό των «Τριών Θαλασσών» (Βαλτικής - Αδριατικής - Μαύρης Θάλασσας, όπου θέλει να προσθέσει ως «τέταρτη» το Αιγαίο) ή του Οικονομικού Διαδρόμου IMEC, Ευρώπης - Ινδίας, προς παράκαμψη του κινεζικού «One Belt - One Road».
Εξ ου και οι συνεχείς δηλώσεις Ερντογάν το τελευταίο διάστημα ότι η ΕΕ δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα ζητήματα της ασφάλειάς της χωρίς την Τουρκία, όπως και οι επισημάνσεις ότι «μειώσαμε την εξάρτηση από το εξωτερικό στην αμυντική βιομηχανία, από περίπου 80% σε περίπου 20%, μέσα σε μια 20ετία» και ότι «από 62 το 2002, σήμερα τα αμυντικά έργα (σ.σ. επενδύσεις του κλάδου) έχουν ξεπεράσει σήμερα τα 750».
Οι τουρκικές εξαγωγές όπλων από 5,5 δισ. δολάρια το 2023 έφτασαν τα 7,2 δισ. το 2024, ενώ τέσσερις τουρκικές πολεμικές βιομηχανίες συγκαταλέγονται στις 100 μεγαλύτερες του πλανήτη.
«Baykar» (UAV, ηλεκτρονικά συστήματα, Τεχνητή Νοημοσύνη), «TUSAS Aviation» και «TUSAS Engine» (αεροναυπηγική - τμήματα και ανταλλακτικά μηχανών), ASFAT (ναυπηγική) και MKE (πυροβολικό, βλήματα, σφαίρες, μικρά όπλα) είναι μερικές μόνο από τις βιομηχανίες των οποίων οι πωλήσεις την περασμένη χρονιά έφτασαν να ξεπερνούν ακόμα και τα 1,8 δισ. δολάρια.
Στα σημαντικά εγχώριας κατασκευής «κατορθώματα» πολλοί ξεχωρίζουν τον αντι-αρματικό πύραυλο UMTAS, το άρμα μάχης ALTAY, τα τεθωρακισμένα τροχοφόρα (έναντι ναρκών) BMC Kirpi, BMC Vuran, Otokar Cobra, βαλλιστικούς πυραύλους όπως οι Bora (KHAN) και τα αντιαεροπορικά συστήματα υποστήριξης του στρατού ξηράς (και όχι μόνο) HISAR O+, HISAR A+ και ACV-30 Korkut.
Με φόντο τις διεργασίες και στις ευρωατλαντικές σχέσεις, ο τουρκικός Τύπος τις τελευταίες μέρες φιλοξενεί εκτιμήσεις συνεργατών διαφόρων «δυτικών» ιδρυμάτων και «δεξαμενών σκέψης» («European Policy Centre», «Brussels School of Governance», «European Neighbourhood Council» κ.ά.) που υποστηρίζουν ότι «δεδομένων των απειλών των ΗΠΑ να μειώσουν τα στρατεύματα που έχουν στην Ευρώπη, η συνεισφορά της Τουρκίας θα είναι αυξανόμενα ζωτική για την ασφάλεια και σταθερότητα της ηπείρου», ότι «η Τουρκία διαδραματίζει ρόλο - κλειδί στις προσπάθειες άμυνας και αποτροπής σε Νότια και Ανατολική Ευρώπη», ότι «αν μιλάμε για ευρωστρατό (...) είναι πολύ προφανές ότι η Τουρκία πρέπει να καθίσει στο τραπέζι».
«Δεν πρέπει να σταματήσουμε σε καμία υπέρβαση: Ούτε στην υπέρβαση του να πάμε στον πόλεμο...»
Η ιμπεριαλιστική Γαλλία διεκδικεί αναβαθμισμένο ρόλο στον «νέο κόσμο» (φωτ. από συνάντηση του Μακρόν με γαλλικά στρατεύματα σε ΝΑΤΟική δύναμη στη Ρουμανία) |
«Απέναντι σε έναν κόσμο κινδύνων, το να μείνει κάποιος θεατής θα ήταν τρέλα», σημείωσε, προσθέτοντας ότι «περνάμε σε μια νέα εποχή» και ζητώντας αποφάσεις «για την Ουκρανία, για την ασφάλεια των Γάλλων, για την ασφάλεια των Ευρωπαίων».
Με φόντο τη ραγδαία όξυνση των ιμπεριαλιστικών παζαριών για τη μοιρασιά της λείας στην Ουκρανία και όχι μόνο, όπως και την όξυνση αντιθέσεων και διεργασιών στο ευρωατλαντικό μπλοκ, ο Μακρόν είπε ότι «η ειρήνη δεν μπορεί να "κλείσει" ανεξάρτητα το τίμημα» και ότι «πρέπει να είμαστε έτοιμοι και να εξοπλιστούμε για να αντιμετωπίσουμε κάθε κατάσταση εάν επιθυμούμε την ειρήνη».
«Αποφάσισα να ανοίξω τη στρατηγική συζήτηση για την προστασία μέσω της αποτροπής για τους συμμάχους μας στην ευρωπαϊκή ήπειρο», επισήμανε, με τη Γαλλία να διεκδικεί αναβαθμισμένο ρόλο ως η μοναδική δύναμη της ΕΕ που διαθέτει πυρηνικά όπλα - τα οποία μάλιστα θεωρούνται ως επιχειρησιακά αυτόνομα, εν αντιθέσει με τα πυρηνικά της Βρετανίας που είναι συνδεδεμένα με τις ΗΠΑ.
«Η "Ευρώπη της Αμυνας", για την οποία μιλάμε εδώ και 8 χρόνια, γίνεται λοιπόν πραγματικότητα», είπε, και «αυτό σημαίνει ότι ευρωπαϊκές χώρες που καταρχήν είναι έτοιμες να προστατεύσουν (στρατιωτικά) τον εαυτό τους, παράγουν τους εξοπλισμούς που χρειάζονται στο δικό τους έδαφος, προετοιμάζονται να συνεργαστούν και να μειώσουν τις εξαρτήσεις τους από τον υπόλοιπο κόσμο...».
«Διαφημίζοντας» εξάλλου τον ρόλο που μπορεί να παίξει η Γαλλία σε αυτή τη «νέα εποχή» της πολεμικής προετοιμασίας, ο Μακρόν υπογράμμισε: «Τώρα που έφτασε η ώρα για δράση, η Γαλλία διαθέτει ένα ειδικό καθεστώς. Διαθέτουμε τον πιο αποτελεσματικό στρατό στην Ευρώπη και χάρη σε επιλογές που έκαναν οι πρόγονοί μας μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, είμαστε προικισμένοι με ικανότητες πυρηνικής αποτροπής. Αυτό μας προστατεύει πολύ περισσότερο από πολλούς από τους γείτονές μας».
Με φόντο τις αντιθέσεις που εντείνονται μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, επισήμανε χαρακτηριστικά: «Παραμένουμε προσηλωμένοι στο ΝΑΤΟ και την εταιρική μας σχέση με τις ΗΠΑ, αλλά πρέπει να κάνουμε περισσότερα, να δυναμώσουμε την ανεξαρτησία μας στον τομέα της Αμυνας και της Ασφάλειας. Το μέλλον της Ευρώπης δεν μπορεί να αποφασίζεται στην Ουάσιγκτον ή στη Μόσχα».
Κατέληξε δε ότι «το πυρηνικό μας αποτρεπτικό εργαλείο μας προστατεύει. Είναι πλήρες, κυρίαρχο, γαλλικό από την αρχή ως το τέλος» και πρόσθεσε: «Ανταποκρινόμενος και στο ιστορικό κάλεσμα του μελλοντικού Γερμανού καγκελάριου (σ.σ. του Φρ. Μερτς που έχει ταχθεί υπέρ διαβουλεύσεων με Γαλλία και Βρετανία για την πυρηνική προστασία της Ευρώπης) αποφάσισα να ανοίξω τον στρατηγικό διάλογο για την προστασία των συμμάχων μας στην ευρωπαϊκή ήπειρο με τα (πυρηνικά μας) αποτρεπτικά εργαλεία...».
Την επόμενη βδομάδα ο Μακρόν θα καλέσει στο Παρίσι τους αρχηγούς Ενόπλων Δυνάμεων από ευρωπαϊκές χώρες που είναι «πρόθυμες» για αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων στην Ουκρανία.
Πηγές της γαλλικής προεδρίας ανέφεραν χτες ότι η εν λόγω σύνοδος αρχηγών των γενικών επιτελείων στρατού των ευρωπαϊκών χωρών, που είναι έτοιμες να εγγυηθούν την «ειρήνη» στην Ουκρανία, θα διεξαχθεί στις 11 Μαρτίου.
Σε αυτήν αναμένεται να συζητηθεί μια πιθανή «ανάπτυξη ευρωπαϊκών δυνάμεων» στην Ουκρανία, οι οποίες «μετά την υπογραφή της ειρήνης, θα αναλάμβαναν να εγγυηθούν την πλήρη τήρησή της», ανέφερε στο διάγγελμά του ο Μακρόν.
Να καταγραφεί ότι ο Ρώσος ΥΠΕΞ Σ. Λαβρόφ χαρακτήρισε τις δηλώσεις Μακρόν «απειλή» για τη Ρωσία, ενώ ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμ. Πεσκόφ απέδωσε στο διάγγελμα «εξαιρετικά συγκρουσιακό» χαρακτήρα «απέναντι στη Ρωσία».
Με βάση όλες τις παραπάνω ανάγκες πολεμικής προπαρασκευής που διαμορφώνονται για τη γαλλική πλουτοκρατία, ο Μακρόν ξεκαθάρισε ότι άμεσα θα κινητοποιηθούν όλα τα αρμόδια όργανα του κρατικού μηχανισμού.
Ανήγγειλε ότι τις επόμενες μέρες θα γίνει ειδική συνεδρίαση των επικεφαλής των υπουργείων που συνδέονται με κάθε τρόπο με τη βιομηχανία της χώρας, ώστε να «τρέξει» η απελευθέρωση κονδυλίων «για την αγορά και παραγωγή πάνω σε ευρωπαϊκό έδαφος πολεμοφοδίων, αρμάτων μάχης, όπλων, εξοπλισμών από τους πιο καινοτόμους (...) ώστε από τη μια μεριά άμεσα να ενισχυθούν οι Ενοπλες Δυνάμεις μας το συντομότερο δυνατό και από την άλλη να επιταχυνθεί η επαναβιομηχανοποίηση σε όλες μας τις περιοχές...».
Μάλιστα, αναδεικνύοντας ότι οι κινήσεις για τη στρατιωτική ενίσχυση της Γαλλίας δεν άρχισαν να κλιμακώνονται με την τυπική έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία το 2022, τόνισε ότι «δεν περιμέναμε την εισβολή στην Ουκρανία για να διαπιστώσουμε ότι ο κόσμος είναι ανήσυχος και μέσα από δύο νόμους για τον στρατιωτικό προγραμματισμό που εγκρίθηκαν διαδοχικά από τα σώματα της Βουλής (σ.σ. σε σειρά θητειών), θα έχουμε διπλασιάσει τον προϋπολογισμό για τις Ενοπλες Δυνάμεις μας μέσα σχεδόν σε μια δεκαετία».
Βέβαια, οι πολεμικές ανάγκες του κεφαλαίου απαιτούν νέες θυσίες από τον λαό και γι' αυτό ο Μακρόν ξεκαθάρισε ότι «λαμβάνοντας υπόψιν την εξέλιξη των απειλών (...) θα κληθούμε να κάνουμε νέες δημοσιονομικές επιλογές και πρόσθετες επενδύσεις, που έγιναν πλέον αναπόφευκτες» και «γι' αυτό θα χρειαστούν μεταρρυθμίσεις, επιλογές, θάρρος...».
Στρώνοντας δε το έδαφος για την προώθηση νέων μέτρων που άμεσα θα δρομολογηθούν, διαμήνυσε ότι «ο καθορισμός του πεπρωμένου μας, το να γίνουμε πιο ανεξάρτητοι, μας υποχρεώνει να κάνουμε πράξη (νέο) σχεδιασμό στον στρατιωτικό τομέα αλλά και στον οικονομικό τομέα...».
Ακόμα, κάλεσε τον γαλλικό λαό να «σφίξει το ζωνάρι» και λόγω των αλυσιδωτών επιπτώσεων που θα υπάρξουν με την «ανταλλαγή» δασμών, που κλιμακώνεται μετά την ανακοίνωση μιας σειράς σχετικών μέτρων από την κυβέρνηση Τραμπ. Μίλησε για «ακατανόητη απόφαση» που «οξύνει τη δυσκολία της περιόδου αλλά δεν θα μείνει αναπάντητη από την πλευρά μας», για να καταλήξει ζητώντας λευκή επιταγή για όλα τα νέα δεινά που ετοιμάζονται στο όνομα της «ασφάλειας και σταθερότητας της χώρας και της Ευρώπης», δηλαδή της ασφάλειας και της σταθερότητας με την οποία το κεφάλαιο προσδοκά να ενισχύει την κερδοφορία του.
«Συνολικά, η εποχή μας απαιτεί αποφάσεις που δεν έχουν παρθεί εδώ και δεκαετίες. Στον αγροτικό μας τομέα, στην έρευνα, στη βιομηχανία, σε όλους τους τομείς της πολιτικής δεν μπορούμε να πάμε με την πεπατημένη (...) Απέναντι σε αυτές τις αμετάκλητες προκλήσεις και αλλαγές, δεν πρέπει να σταματήσουμε σε καμία υπέρβαση: Ούτε στην υπέρβαση του να πάμε στον πόλεμο...».
Μάλιστα ανακοίνωσε ότι σύντομα ο Γάλλος πρωθυπουργός θα καλέσει όλες τις πολιτικές, οικονομικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις της χώρας να καταθέσουν προτάσεις στην κατεύθυνση των παραπάνω στόχων, καθώς «η πατρίδα μάς χρειάζεται», χρειάζεται «τη δέσμευσή μας», «πολιτικές αποφάσεις», «στρατιωτικούς εξοπλισμούς» και κατάλληλους «προϋπολογισμούς»...
Η συζήτηση που συγκλήθηκε την περασμένη Δευτέρα στη γαλλική Εθνοσυνέλευση, με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις γύρω από την Ουκρανία, παρουσία του πρέσβη του Κιέβου στο Παρίσι, Βαντίμ Ομελτσένκο, ήταν αποκαλυπτική για την ομοψυχία των αστικών κομμάτων, κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, στα στρατηγικά ζητούμενα του γαλλικού κεφαλαίου στη «νέα εποχή».
Τις ευκαιρίες που βλέπει στις εξελίξεις η γαλλική πλουτοκρατία περιέγραψε αρχικά ο πρωθυπουργός Φρ. Μπαϊρού, ο οποίος, αφού είπε ότι «η χώρα μας είναι η μόνη, ισότιμα με τις πολύ μεγάλες δυνάμεις, που διαθέτει έναν αυτόνομο στρατό ικανό να αντιμετωπίσει τις πιο απειλητικές καταστάσεις», προσθέτοντας ότι η Γαλλία «μπορεί να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην οικοδόμηση του νέου κόσμου, της νέας ισορροπίας».
Η επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της «Εθνικής Συσπείρωσης» (RN), Μαρίν Λεπέν, αναφώνησε ότι «φυσικά, η Γαλλία είχε δίκιο να στηρίξει την Ουκρανία», απέναντι στην «αδικαιολόγητη ρωσική επιθετικότητα», συμπληρώνοντας βέβαια ότι «πρέπει να το κάνουμε με ρεαλισμό και με γνώμονα τα δικά μας εθνικά συμφέροντα». Σημειωτέον ότι στις αρχές της βδομάδας, η Λεπέν με έντονο ύφος επέκρινε τη διακοπή της στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία που ανακοίνωσε η κυβέρνηση Τραμπ, κάνοντας λόγο για «βαρβαρότητα» και λέγοντας ότι «είναι εξαιρετικά ανάρμοστο να μη δίνουν στην Ουκρανία ένα εύλογο χρονικό διάστημα για να αλλάξει κατεύθυνση».
Από τη μεριά του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PS), ο επικεφαλής των βουλευτών του, Μπορίς Βαγιό, αφού ισχυρίστηκε ότι «οι πραγματικοί πασιφιστές γνωρίζουν ότι ο πόλεμος, που εξακολουθεί να είναι απεχθής, είναι μερικές φορές αναπόφευκτος», επιχειρηματολόγησε για την ανάγκη η Ευρώπη να αναβαθμίσει τη στρατιωτική της δύναμη και παρατήρησε ότι «η Αμερική του Προέδρου Τραμπ δεν είναι πλέον σύμμαχός μας (...) Ας έχουμε την ειλικρίνεια να πούμε ότι εδώ και πολύ καιρό βλέπουμε τη σταδιακή αποσύνδεση των ΗΠΑ στην Ευρώπη». Υπερθεματίζοντας δε κι αυτός υπέρ της αξιοποίησης του γαλλικού πυρηνικού οπλοστασίου είπε ότι «τα ζωτικά συμφέροντα της Γαλλίας εδώ και καιρό εκτείνονται πολύ πέρα από την οροσειρά των Βοζγκ (σ.σ. σύνορα με Γερμανία) και διαθέτουν απαραίτητα μια ευρωπαϊκή διάσταση. Η πυρηνική αποτροπή θα είναι καθ' ομολογία ένα από τα βασικά θέματα στην κατασκευή μιας κοινής ευρωπαϊκής ασφάλειας».
Αλλά και η επικεφαλής των βουλευτών των Οικολόγων (EELV), Cyrielle Chatelain, δήλωσε ότι «η ΕΕ βασίστηκε πάρα πολύ στις Ηνωμένες Πολιτείες» και ότι «η Ευρωπαϊκή Ενωση πρέπει να αναδειχθεί σήμερα ως πολιτική δύναμη, κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να αναδειχθεί και ως στρατιωτική δύναμη...». Τόνισε δε ότι η βοήθεια προς την Ουκρανία πρέπει να περάσει από την «παροχή προηγμένου αμυντικού εξοπλισμού», την «εκπαίδευση των ουκρανικών (στρατιωτικών) δυνάμεων», την «ενίσχυση των ευρωπαϊκών στρατευμάτων στις χώρες που συνορεύουν με την Ουκρανία».