Ηταν τα πρώτα χρόνια μου στη δημοσιογραφία και φαντασιωνόμουν αποκλειστικές δισέλιδες συνεντεύξεις με σημαντικούς διανοούμενους της εποχής, που θα ενθουσίαζαν τους αναγνώστες. Επίσης, ήθελα πάρα πολύ να γνωρίσω αυτήν τη συγκεκριμένη συγγραφέα, που μου σύστησε με τον πιο συναρπαστικό τρόπο μια γενιά που νίκησε την ήττα της.
Ενα βράδυ, λοιπόν, της τηλεφωνώ.
Με το θάρρος και το θράσος μιας 19χρονης ρεπόρτερ και σχεδόν ...απαιτώ τη συνέντευξή της! Η Διδώ Σωτηρίου δέχεται γρήγορα κι ευγενικά, αποκαλώντας με στο τέλος της συνομιλίας μας, «αγαπητή συνάδελφε».
Δεν πιστεύω στ΄ αυτιά μου! Ανέλπιστη τύχη (και τιμή!). Οταν δημοσιεύεται η κουβέντα μας στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», μου τηλεφωνεί, μ΄ ευχαριστεί για τη συνέντευξη, που όπως λέει της άρεσε και με καλεί στο σπίτι της για καφέ. Εκείνο το απόγευμα, στο σπίτι με τους σομόν τοίχους, τα κεντητά μαξιλάρια και τα τριαντάφυλλα στα βάζα, μετά από πολύωρη κουβέντα, γέλια, σχόλια, συγκίνηση, αποκαλύψεις κι εκατέρωθεν εξομολογήσεις, η κυρία Διδώ αποφασίζει και μου ανακοινώνει πως στο εξής είμαστε φίλες. Μου επιτρέπει μάλιστα να της τηλεφωνώ όποτε θέλω, να συζητάμε τα προβλήματά μου, αλλά και τις ιδέες μου για ρεπορτάζ, να με συμβουλεύει στα αισθηματικά μου, να μου δίνει τηλέφωνα λογοτεχνών για συνεντεύξεις, μέχρι και συνταγές μαγειρικής.
Η γενναιόδωρη κ. Διδώ! Εχω πάντα μέσα μου ολοζώντανη την εικόνα της, ν΄ ανοίγει γελαστή την πόρτα του σπιτιού της, με την πιο ζεστή αγκαλιά και το πιο μαμαδίστικο βλέμμα κάτω από το ασημένιο φωτοστέφανο των κατάλευκων μαλλιών της.
Γεννημένη το 1909 στο Αϊδίνι της Μ. Ασίας, η Διδώ Σωτηρίου βιώνει τον εφιάλτη της Μικρασιατικής Καταστροφής. Είναι ένα μικρό παιδί που ζει τον ξεριζωμό και την προσφυγιά. Εχει πει, πως έσκυψε στις μνήμες των ζωντανών, για να γράψει αργότερα το ευαγγέλιο της προσφυγιάς, τα «Ματωμένα Χώματα».
«Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αυτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμισες, όπως στο κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα...».
Αυτές τις ματωμένες μνήμες ανέστησε ανατριχιαστικά, γνωρίζοντας πως όταν ξεχνιέται το αίμα, εκείνο που μπορεί να μείνει στη θέση του είναι το μελάνι. Και σ' αυτήν την περίπτωση - όπως έχει πει - «το μελάνι είναι τόσο αναγκαίο, γιατί πρέπει κάπου να ζούνε αυτοί οι άνθρωποι...».
«Για μένα συγγραφέας είναι ο πρώτος σύμμαχος του λαού», θα έλεγε καιρό μετά στον «Ριζοσπάστη», επισημαίνοντας πως «λογοτεχνία είναι να υπηρετείς την ιστορία και τη ζωή. Να βάλεις τη ζωή να κατοικήσει μέσα στο βιβλίο».
Πίστευε πως ο συγγραφέας που πλαστογραφεί την πραγματικότητα είναι ένας μικροαπατεώνας, ανάξιος λόγου. Χειρότερος και από κακοποιός.
Σκέφτομαι πόσο τραγικά επίκαιρη (63 χρόνια μετά από την πρώτη έκδοση του αντιπολεμικού της μυθιστορήματος), είναι η κουβέντα της: «Ο μεγάλος ένοχος για την ανθρώπινη δυστυχία, ο εχθρός κάθε προόδου είναι ο πόλεμος και τα οικονομικά συμφέροντα που τον προκαλούν. Αυτός σαν Κίρκη κάνει τους ανθρώπους κτήνη. Οι ήρωες, που κινούνται μέσα στα "Ματωμένα Χώματα", έχουν γαλουχηθεί με ιδέες, πίστεις, παραδόσεις ενός κόσμου που γκρεμίζεται με τραγικό πάταγο. Ομως αρχίζουν να διακρίνουν κάποιο καλύτερο μέλλον που ροδίζει».
«Ο πόλεμος βγάζει τους ανθρώπους από τα σύγκαλά τους, τους μαυροντύνει, σκοτώνει και τους ανθρώπους και τη χαρά», μου έλεγε.
Οσο για τον λογαριασμό, αυτός στέλνεται στους λαούς, με καθηλωμένους μισθούς, «αυξήσεις» ενός ευρώ - όπως στην Ελλάδα - άγριες περικοπές και «οδηγούς επιβίωσης» 72 ωρών. Οι δε αυξήσεις στους στρατιωτικούς, που δόθηκαν πρόσφατα, χρησιμοποιούνται για απόσπαση της συναίνεσής τους για τη βαθύτερη πολεμική εμπλοκή.
Και μέσα σ΄ όλη αυτήν τη δυστοπία, και με ανοικτή την αποστολή στρατού στο ουκρανικό μέτωπο, τα κόμματα της βολικής αντιπολίτευσης ζητούν λαϊκές θυσίες, στηρίζουν την «πολεμική οικονομία» της ΕΕ και ψηφίζουν ΝΑΤΟικούς προϋπολογισμούς.
Ενα βράδυ, χρόνια μετά από το ξεκίνημα της φιλίας μας, ρωτάω την Διδώ Σωτηρίου, στο τηλέφωνο, ποιο είναι το μυστικό των συγγραφέων που μένουν αθάνατοι. «Αυτοί που δεν κάνουν φιλολογία, αλλά ζωή - γιατί η τέχνη είναι ζωή, γι' αυτό άλλωστε και μένει και υπάρχει ύστερα και από μας».
Ετσι μου είπε, συμπληρώνοντας πως αυτές δεν είναι δικές της κουβέντες, αλλά του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου. (Εννοείται πως δεν παρέλειψα να της ζητήσω το τηλέφωνό του, με την ελπίδα της εξασφάλισης μιας ακόμη αποκλειστικής συνέντευξης! Και φυσικά με τη βοήθειά της, η συνέντευξη έγινε).
Η Διδώ μ΄ έμαθε να λατρεύω τους αυτόπτες μάρτυρες, γιατί μου εξηγούσε με λεπτομέρειες τη συμβολή τους στο γράψιμο της αρτιότερης μετάπλασης - σε επική πρόζα - της μεγάλης και βαρυσήμαντης εθνικής μας περιπέτειας.
«Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό που χρειαζόμουνα, για να γράψω τούτο το μυθιστόρημα, με μοναδική έγνοια να συμβάλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα "να μην ξεχνούν οι παλιοί" να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι».
Μου είχε εξομολογηθεί τη συνήθειά της να κατεβαίνει συχνά στον Πειραιά, στα Προσφυγικά για να θυμηθεί εκείνες τις πρώτες στιγμές του ερχομού της, τότε που όλοι έβλεπαν εχθρικά τους πρόσφυγες και τους απέφευγαν σαν να είχαν λέπρα. "Φοβόντουσαν - μου έλεγε - μην τους πάρουν οι άντρες τις δουλειές τους και οι γυναίκες ξελογιάσουν τα αρσενικά".
Το 1997 ξανασυναντιόμαστε τηλεοπτικά, στην εκπομπή μου «Ανθρωποι» της ΕΡΤ. Το γύρισμα γίνεται στο πλημμυρισμένο από εκατοντάδες βιβλία σαλόνι, με τις φωτογραφίες του Μπελογιάννη (που όλο τον λέει «καμάρι» της) να πρωταγωνιστούν κι ένα φιλικότατο σκυλί Δαλματίας στα πόδια μας.
Μια γεύση από εκείνη την κουβέντα μας:
-- Κυρία Σωτηρίου, σας έχουν χαρακτηρίσει «μάνα του μικρασιατικού λαού». Σας συγκινεί αυτός ο χαρακτηρισμός;
-- Ναι, πολύ. Νομίζω πως στάθηκα πάρα πολύ κοντά τους, σ' αυτόν τον λαό, που το είχε τόσο ανάγκη. Που χρειαζόταν από κάπου να πιαστεί, για να σταθεί ξανά στα πόδια του. Να δυναμώσει και να ελπίσει.
-- Σε μια προηγούμενη συνέντευξη που μου είχατε δώσει πριν από 10 χρόνια, με είχατε συμβουλέψει, στα άρθρα και τις εκπομπές που κάνω να φροντίσω να μην αφαιρώ απ' τους ανθρώπους την ελπίδα.
-- Ναι, το θυμάμαι και το πιστεύω ακόμα. Η ελπίδα πρέπει να υπάρχει, όπως και το χαμόγελο και η αισιοδοξία για το αύριο. Αυτά δίνουν δύναμη.
-- Και ας χάθηκαν κάποια οράματα;
-- Ναι κι ας έχασε η γενιά μου κάποια οράματα και μάλιστα σημαντικά. Ο αγώνας όμως δε σταματάει.
-- Πείτε μου μια εικόνα που δεν θα ξεχάσετε ποτέ.
-- Την αδελφούλα μου μωρό στα χέρια της μάνας μου, να έρχονται στο λιμάνι. Εγώ ήμουν ήδη εκεί, με μια θεία μου, σπαράζοντας στο κλάμα, νομίζοντας ότι τις είχα χάσει. Κι όταν τις είδα τρελάθηκα απ΄ τη χαρά μου.
Τότε πια, ησύχασα, πίστεψα ότι σωθήκαμε. Μετά ζήσαμε όλες, όσα ζήσαμε. Υπήρχαν στιγμές που δεν μπορούσα να πιστέψω μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος. Τα έζησα, τα έγραψα και τώρα που τα ξανασκέφτομαι με πιάνει ρίγος.
-- Ηθελα να σας πω ότι ξέρει και εσάς και τα γραπτά σας η κόρη μου, που είναι μικρή. Σας χαροποιεί αυτό;
-- Ναι, πάρα πολύ. Είναι πολύ σημαντικό τα μικρά παιδιά να ξέρουν την ιστορία μας, είναι μια αχτίδα φωτός.
-- Κυρία Σωτηρίου, έχετε πει πως μικρή γράφατε συνθήματα στους τοίχους. Σήμερα αν σας έδινα ένα σπρέι και σας ζητούσα να γράψετε κάτι στους τοίχους, τι θα γράφατε;
-- Σήμερα ειδικά, δεν θα έγραφα τίποτα. Σήμερα θα ήθελα να πάω στην εξοχή. Να χαρώ κι εγώ λίγο, να ησυχάσω. Είναι πολλά αυτά που θέλω να ξεχάσω.
Η πολυβραβευμένη και πολυμεταφρασμένη Διδώ Σωτηρίου που γεννήθηκε σαν σήμερα, από νεαρή ηλικία αναπτύσσει πολιτικο-κοινωνική δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ (στο οποίο μένει μέχρι περίπου τα τέλη του Εμφυλίου) και των γυναικείων οργανώσεων. Σπουδάζει γαλλική φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και μετά στη Σορβόνη. Υπήρξε από το 1933 μια σπουδαία δημοσιογράφος, μαθητεύει δίπλα στον Νίκο Καρβούνη, στον Κώστα Βάρναλη και άλλες μορφές των Γραμμάτων. Καθοριστικό για την πορεία της στέκεται το συναπάντημά της με την ηρωική μορφή της Εθνικής Αντίστασης, την Ηλέκτρα Αποστόλου. Συμμετέχει στους κοινωνικούς αγώνες της εποχής και παίρνει μέρος στον αντιφασιστικό αγώνα.
Η ώρα της απελευθέρωσης, το πρωί της 12ης Οκτωβρίου 1944, βρίσκει την Διδώ να κλείνει πάνω στο μάρμαρο την πρώτη σελίδα του παράνομου ακόμα «Ριζοσπάστη», στην ελεύθερη γειτονιά της Ν. Ελβετίας στον Βύρωνα. Μαθαίνοντας την αποχώρηση των κατακτητών, γράφει ως κεντρικό τίτλο του πρωτοσέλιδου της εφημερίδας, «ΧΑΙΡΕ, Ω ΧΑΙΡΕ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ». Στα βραδινά τηλεφωνήματά μας, εκεί προς το τέλος της δεκαετίας του '80, την απολαμβάνω να μου λέει ιστορίες για τους φίλους της, το ζευγάρι των εκδοτών του «Κέδρου», που την στήριζαν, τον Νίκο και την Νανά Καλλιανέση, για τον Αντρέ Μαλρώ, για την Ελλη Αλεξίου, τον Τάσσο, την Αλκη Ζέη, την Χρύσα Χατζηβασιλείου, τον Αντρέ Ζιντ κ.ά.
Το φθινόπωρο του 2004 το ανήσυχο κι ευαίσθητο κορίτσι που ξεκίνησε από τα καλντερίμια της Μ. Ασίας, από το Αϊδίνι, κι έφτασε προσφυγάκι πεινασμένο και τρομοκρατημένο στον Πειραιά, αδέσποτο χωρίς τους γονείς του, η Διδώ Σωτηρίου, «φεύγει» από τη ζωή, στο σπίτι της, από λοίμωξη του αναπνευστικού. Είχε ζήσει ήδη 95 χρόνια τρικυμισμένης ελληνικής ιστορίας. «Ο 20ός αιώνας ήταν ένας φοβερός αιώνας, γκρέμισε τα όνειρα και τα ιδανικά που είχαμε», έλεγε. Και πρόσθετε: «Εγώ, πάντως, στη ζωή μου, παρά τις δυσκολίες ό,τι ήθελα το ΄κανα!». Ηταν Πέμπτη 23 του Σεπτέμβρη, όταν τα Ελληνικά Γράμματα, η Εθνική Αντίσταση, η δημοσιογραφία, ο μικρασιατικός ελληνισμός κι όλοι εμείς χάσαμε μια μεγάλη μορφή, μια πολύτιμη φίλη.
Σήμερα αισθάνομαι την ανάγκη να ξαναδιαβάσω την «Εντολή» της, αυτό το βιβλίο για τις περιπέτειες της Ελλάδας, με τη μοίρα του Σίσυφου, από το 1944 μέχρι το 1952. Για τις εφιαλτικές πλεκτάνες ξένων και εγχώριων μυστικών υπηρεσιών, την αντικομμουνιστική υστερία, τις δίκες, τις εκτελέσεις και τον τρόμο. Για τη δολοφονία Μπελογιάννη. Για τον Πλουμπίδη.
Το ζητάει κι η εποχή αυτό το βιβλίο, που χαρακτηρίστηκε «συνταραχτικό μεγάλο έργο πολιτικής ευθύνης». Αυτόν τον ύμνο στην παλικαριά, στον πατριωτισμό και στην εντιμότητα της περήφανης γενιάς της Αντίστασης που σφαγιάστηκε...
Κι επειδή πάλι ετοιμάζονται να στείλουν μια γενιά στα πολεμικά σφαγεία, ας ξέρουν πως οι λαοί με τον αγώνα τους δεν θα επιτρέψουν καμιά τέτοια θυσία για τα κέρδη και τη μοιρασιά της ιμπεριαλιστικής λείας.
Οταν την πρωτοσυνάντησα στο Παρίσι, λίγα χρόνια πριν τον θάνατό της, ήθελα να υποκλιθώ, όπως κάνω σε όσους θαυμάζω το έργο τους, τη μεγαλοφυΐα τους αλλά και την ανθρωπιά των απλών, ανώνυμων ανθρώπων.
Στην πρώτη μας συνάντηση στο σπίτι της, θαύμασα το βάθος και το γαλάζιο χρώμα των ματιών της και τα χέρια της. Θύμιζαν γλυπτό όπου είχε σκαλίσει τεχνίτης τη διαδρομή της ζωής της. Ηταν όμορφη. Μια ομορφιά μοναχική. Ηταν άλλοτε σιωπηλή. Λιγομίλητη. Μίλησε ελάχιστα για τη σχέση της με τον σύντροφό της, Σαρτρ.
Θυμήθηκε τα λόγια του: «Οσο πιο παράλογη είναι η ζωή, τόσο πιο ανυπόφορος είναι ο θάνατος».
Με εντυπωσίασε μια περιγραφή της από το ταξίδι της στη Βολιβία και ζήτησα την εμπειρία της όταν επισκέφτηκε τα ορυχεία του Ποτόζι.
«Θυμάμαι μια πομπή από Ινδιάνους που τους οδηγούσαν στα ορυχεία», μου είπε. «Ηταν δεμένος ο ένας με τον άλλο με κλοιούς περασμένους γύρω απ' τα κεφάλια τους και σημαδεμένοι στο μάγουλο μ' ένα C χαραγμένο με πυρωμένο σίδερο. Θα ήταν περίπου 500. Περπατούσαν παραπατώντας κι έμοιαζαν εξαντλημένοι. Οι Ισπανοί που τους πλαισίωναν τους έκαναν να προχωρούν με βουρδουλιές. Μια φορά πέθαναν 10.000 καθώς διέσχιζαν τις θερμές περιοχές. Οταν σωριάζονται από την κούραση στον δρόμο δεν τους λύνουν, τους κόβουν απλώς το κεφάλι.
Αυτό το βράδυ, για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό, είδα καπνό ν' ανεβαίνει από τις καλύβες ενός χωριού. Καθισμένη στο κατώφλι του σπιτιού της, μια νεαρή Ινδιάνα νανούριζε το παιδί της τραγουδώντας. Στεφανωμένο με χιόνια και ξερνώντας φωτιά, το Ποτόζι ορθωνόταν πάνω από ένα οροπέδιο 4.000 μέτρων, οι πλαγιές του βουνού ήταν τρυπημένες από έναν δαίδαλο στοών, όπου εκμεταλλευόταν φλέβες ασημιού που έφταναν σε πάχος 500 οργιών.
Μέσα στις σκοτεινές στοές δούλευε ένας ολόκληρος λαός που δεν ήταν πια άνθρωποι, αλλά κάμπιες. Δεν είχαν ούτε σάρκα ούτε μέλη. Το σκούρο δέρμα τους κόλλαγε πάνω στα κόκαλά τους, που φαίνονταν εύθραυστα σαν ξερά ξύλα. Δεν είχαν πια βλέμμα. Οταν κάποιος απ' αυτούς τους μαύρους σκελετούς σωριαζόταν στη γη, τον χτυπούσαν με το μαστίγιο ή με σιδερένια ραβδιά. Αν δεν σηκωνόταν αρκετά γρήγορα, τον αποτελείωναν. Κανείς τους δεν ζούσε πάνω από τρία χρόνια.
Οι λαοί σάπιζαν μέσα στη φτώχεια και από την ύπαρξη φλεβών χρυσού πλούτιζαν οι ήδη πλούσιοι».
Ολη η ιστορία της ζωής της ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια μου από ενθύμια, βιβλία, έγγραφα, εικόνες, μνήμες.
Η Σιμόν Ντε Μπωβουάρ πίστευε ότι το πολιτικό σύστημα κάθε χώρας είναι συνδεδεμένο με την εξέλιξη και το μέλλον του γυναικείου πληθυσμού. Η κάθε χώρα, ανάλογα με τα μέτρα που παίρνει, προστατεύει την γυναίκα ή την καταπιέζει. Υποστήριζε ότι σε ένα σοσιαλιστικό καθεστώς η γυναίκα παίζει σημαντικό ρόλο στην κοινωνική παραγωγή και στην πολιτική ζωή. Επίσης, ένα μεγάλο ποσό ξοδεύεται για ιδρύματα που εξυπηρετούν τις εργαζόμενες μητέρες.
Ο φεμινιστικός αγώνας, έλεγε, είναι απαραίτητος για να μπορέσει η γυναίκα να γίνει ισότιμη με τον άνδρα. Είχε την άποψη ότι οι γυναικείες οργανώσεις βοηθούν και καθοδηγούν την γυναίκα στον αγώνα της. Είναι προτιμότερο να κατακτάς κάτι σαν σύνολο. Πρότεινε τη δημιουργία ειδικών επιτροπών ή συμβουλίων όπου η γυναίκα θα αναλύει το πρόβλημά της, θα κουβεντιάζει και θα παίρνει κάποια λύση.
Οι γυναίκες κοιτάζουν το πρόσωπο της Ντε Μπωβουάρ και νιώθουν αισιοδοξία. Βλέπουν σ' αυτήν τη μαχητικότητα, την αυτοπεποίθηση, την αγωνιστική διάθεση, τη σκληρή ειλικρίνεια. Η εφηβική δροσιά φωτίζει πάντα τη ματιά της και τις ιδέες της.
Οταν την ρώτησα αν πιστεύει ότι μπορεί μια γυναίκα να καταξιωθεί μέσα από ένα αξίωμα, μου απάντησε:
«Δεν είναι εκεί το πρόβλημα. Μπορεί μια γυναίκα να φτάσει σε μια θέση επειδή δούλεψε εντατικά, επειδή έχει ικανότητες ή επειδή την βοήθησαν οι περιστάσεις. Ομως, από την καθημερινή ζωή της θα φανεί η αξία της. Από τη συνεργασία της με τους άλλους, από τον χαρακτήρα της. Δεν σημαίνει ότι επειδή έτυχε να έχει ένα μεγάλο πόστο, πρέπει να πει: Ξεχωρίζω, είμαι κάτι διαφορετικό».
Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ και η οικογένεια του Μίκη Θεοδωράκη, που φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του, διοργανώνουν μεγάλη συναυλία τιμής στο έργο του μεγάλου συνθέτη, την Τετάρτη 25 Ιούνη στις 8 μ.μ. στο Παναθηναϊκό Στάδιο (Καλλιμάρμαρο), με τίτλο «Κοντά σας όλη μου η ζωή».
Θα μιλήσει ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας, για το έργο, την προσφορά και τους αγώνες του Μίκη Θεοδωράκη.
Ερμηνεύουν (με αλφαβητική σειρά): Γεράσιμος Ανδρεάτος, Ρίτα Αντωνοπούλου, Γλυκερία, Παντελής Θαλασσινός, Αγγελος Θεοδωράκης, Βιολέτα Ικαρη, Βασίλης Λέκκας, Κώστας Μακεδόνας, Μανώλης Μητσιάς, Δημήτρης Μπάσης, Γιώτα Νέγκα, Γιώργος Νταλάρας, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Μίλτος Πασχαλίδης, Παναγιώτης Πετράκης, Αλκηστις Πρωτοψάλτη, Αγγελική Τουμπανάκη, Κώστας Τριανταφυλλίδης, Διονύσης Τσακνής, Τάνια Τσανακλίδου, Μαρία Φαραντούρη, «Κοινοί Θνητοί».
Η ηλεκτρονική προπώληση έχει ανοίξει από την ticketservices.gr, ενώ εισιτήρια διατίθενται και από τις Οργανώσεις Αττικής του ΚΚΕ και της ΚΝΕ.
Από το Μουσείο «Μίκης Θεοδωράκης» στη Ζάτουνα |
Ο ουρανός και τα σύννεφα κατεβαίνουνε ολοένα προς την Πολιτεία. Γύρω μας η θάλασσα φουσκώνει και τα κύματα μας κάψανε στο πρόσωπο τα μάτια. Απ' το λόφο του Αρδηττού ακούστηκε κάποιο χωνί να σβήνει «Η Αθήνα δεν πεθαίνει. Νικά», όμως η αυγή δεν έλεγε να 'ρθει...
Από το «Σημειωματάριο πολέμου», που έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης μετά τις 33 μέρες του Δεκέμβρη του 1944, στις οποίες πολέμησε, ως μέλος του ΚΚΕ, μέσα από τις γραμμές του εφεδρικού ΕΛΑΣ.
Σε αυτές τις μέρες γυρνάμε, στο μικρό τούτο αφιέρωμά μας. Τότε που η ευαισθησία του νεαρού Μίκη, δεν ήταν ούτε 20 χρόνων, έγινε ευθύνη και χρέος. Τότε που η δημιουργία του δέθηκε για πάντα με τον λαό, τον λαό που μάχεται, που νικά, που ηττάται, τον γίγαντα λαό, που είναι «έτοιμος να ξαναδείξει το ωραίο του πρόσωπο στην πρώτη ευκαιρία που θα βρεθεί μπροστά του» όπως έλεγε. Τότε που γκρεμίστηκαν οι «αιώνιες αλήθειες» του, καθώς άφηνε πίσω του τις ιδεαλιστικές αναζητήσεις και, κρατώντας το όπλο στο χέρι, μεγάλωναν «αναγκαστικά ο νους και η ψυχή μας».
Αναζητούμε εκείνα τα «μεγάλα» χρόνια που «σφράγισαν» τη ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη και έθεσαν τις βάσεις της μεγάλης Τέχνης του, η οποία συλλαμβάνει τον σφυγμό της εποχής της και προαισθάνεται το επερχόμενο...Κατοχή, Αντίσταση, Απελευθέρωση, Δεκέμβρης... Τα χρόνια αυτά βρίσκουν αρχικά τον Μίκη στην Τρίπολη και στη συνέχεια στην Αθήνα.
Στην Τρίπολη, συμμετέχοντας στη μεγάλη διαδήλωση στις 25 Μάρτη 1943, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Εκεί πήρε και το «βάπτισμα του πυρός». Στη φυλακή γνώρισε μέλη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Φτάνοντας στην Αθήνα, ξεκίνησε τις σπουδές του στο Ωδείο. Μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ και της ΕΠΟΝ συμμετείχε σε όλες τις μεγάλες στιγμές του αγωνιζόμενου λαού μας. Οπως ο ίδιος έλεγε, «η κατοχή σαν ένας καθρέφτης μας έδειξε τα πρόσωπά μας. Αγρια, ανυπότακτα, ελεύθερα».
Με την ίδια θέρμη που ρίχνεται σε όλες τις δουλειές που του αναθέτει η Οργάνωση, με την ίδια θέρμη περπατά στους λεύτερους δρόμους της Αθήνας μαζί με την Μυρτώ του, τον Οκτώβρη του '44.
Κάνει όνειρα, ενώ δεν σταματά να γράφει, να δημιουργεί... Για τον Μίκη, Τέχνη και ζωή γίνονται ένα. Και δεν ήταν ο μόνος. Τον ίδιο δρόμο βάδισε η πλειοψηφία του καλλιτεχνικού κόσμου, τα «ζωντανά» στοιχεία του.
Στις 3 Δεκέμβρη ο Μίκης συμμετέχει στο μεγάλο συλλαλητήριο, ανεβαίνοντας τη Συγγρού μαζί με τις Οργανώσεις της Νέας Σμύρνης. Φτάνει στο Σύνταγμα μέσα στην ομίχλη, στους πυροβολισμούς από τα τανκς. Ασπρόμαυρη φωτογραφία. Ενα 19χρονο ψηλόλιγνο παιδί με μια μαύρη σημαία στα χέρια, ανάμεσα σε διαδηλωτές και αστυνόμους. Η φωτογραφία γυρίζει πίσω στον χρόνο, γίνεται κόκκινη από το αίμα.
«Τότε είδα μπροστά μου τα πτώματα και τους τραυματίες που φωνάζαν. Το αίμα μια παλάμη σε όλο το οδόστρωμα. Πώς μου ήρθε να βουτήξω τη γαλανόλευκη στο αίμα. Οταν τη σήκωσα είχε παντού κοκκινίλες και έσταζε αίμα μαύρο. Δεν ξέρω, αλλά αυτή η εικόνα μάς ηλέκτρισε. Στη στέγη της Βουλής, ανάμεσα στα κεραμίδια, οι δολοφόνοι της Ασφάλειας με τα καβουράκια τους. Θυμάμαι ότι αγκαλιάστηκα με μια ξανθιά ΕΠΟΝίτισσα και έναν τραυματία με πατερίτσες...».
Πολέμησε μέσα από τις γραμμές του 1ου Λόχου του 1ου Τάγματος του Εφεδρικού ΕΛΑΣ, που είχε τη βάση του στην Ανω Νέα Σμύρνη. Πήρε μέρος στις μάχες της Νέας Σμύρνης, του Χαροκόπου, των Παλαιών Σφαγείων και του Μακρυγιάννη.
Πολλές από αυτές τις στιγμές γίνονται η έμπνευση για τα ποιήματα που γράφει εκείνη την περίοδο. Καταγράφει εν θερμώ τα γεγονότα. Γράφει για τους αμούστακους ΕΛΑΣίτες και τα όνειρά τους. Γράφει γιατί δεν σηκώνει το άδικο, για το αύριο που έρχεται ανεμίζοντας κόκκινες σημαίες. Είναι χαρακτηριστικό το ποίημα «Χριστούγεννα 1944»:
Τσακισμένοι
Βολευτήκαμε ο ένας πλάι στον άλλο
πλάι στο σάπιο σανίδι
που 'χε μπροστά καθένας.
Θα έπρεπε τώρα απ' τη μεριά του ήλιου
να 'ρχονται οι τρεις Μάγοι
στα ζαρωμένα μέσα χέρια της γιαγιάς μου.
Κι από πίσω αγκαλιασμένοι
οι ήχοι της καμπάνας, τα καθαρά ρούχα,
του σπιτιού η ζεστασιά.
Από πάνω μας τ' αεροπλάνα της RAF
φυτεύουν στο σκοτάδι πύρινες μαργαρίτες
(έτοιμα να πολυβολήσουν την πομπή των παιδικών μας ονείρων...)
Χαϊδεύω με το γυμνό δάχτυλο τη σκανδάλη του όπλου
καθώς περιπολώ στην ψηλή ταράτσα.
Ο άνεμος κι η βροχή
χαστουκίζουν στο πρόσωπό μου
τα περβόλια με τα όνειρα
την αίθρια τόλμη της γενιάς μου.
(Δεν είμαι μόνος εδώ ψηλά
ο Κώστας που σκοτώθηκε χτες πρωί
με κεντημένους στο στήθος μικρούς κόκκινους πανσέδες
κάθεται πλάι και μου ζεσταίνει
με τα χνώτα του τα χέρια).
Ξαφνικά καθώς βαδίζω
απ' την μιαν άκρη της ταράτσας στην άλλη
βλέπω να 'ρχονται τυλιγμένοι στο σκοτάδι
και να με χαιρετούνε ανεμίζοντας κόκκινες σημαίες (...)
Τα μάτια μου σπίθισαν τόσο πολύ
που αναγκάστηκα να τα σκεπάσω
μήπως τα διακρίνουν απ' την απέναντι σκοπιά
οι Εγγλέζοι φρουροί.
Ηξερα τώρα πως τα βήματά μου
πάνω στην παγωμένη πλάκα της ταράτσας
μετρούσαν τους παλμούς του κόσμου (...)
Οπως ο ίδιος ομολογούσε, «η μάχη του Δεκέμβρη με ατσάλωσε πρώτα απ' όλα ως άνθρωπο, όπως κάθε πόλεμος στον οποίο αναγκάζεται κανείς να πάρει μέρος για να υπερασπίσει τα ιδανικά του».
Μέσα από τον οργανωμένο αγώνα ο Μίκης κατάφερε να «νικήσει» τη μοναξιά που ένιωθε από μικρό παιδί. «Η μοναξιά μου έσπαγε με τη συντροφιά ανθρώπων που δεν γνώριζα, όμως μας συνέδεε ένας κοινός σκοπός. Δεν είχαμε καιρό για περιττές κουβέντες. Κάθε φορά το θέμα μας ήταν συγκεκριμένο. Πώς θα γίνει η τάδε επιχείρηση, ποιοι θα πάρουν μέρος. Τι θα κάνει ο καθένας. Τι θα γίνει μετά. Μοιραζόμαστε μαζί την κοινή αγωνία. Τον φόβο. Την αποφασιστικότητα. Τον πόνο, όταν σκοτωνότανε κανείς δικός μας. Τη λύσσα, αν τον έπιαναν».
Ολα αυτά τα χρόνια, το «πνευματικό και ιδεολογικό οπλοστάσιο» του Μίκη μεταμορφώθηκε συθέμελα. Αυτή η ριζική μεταστροφή του φαίνεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο πρώτο συμφωνικό του έργο, που το ολοκλήρωσε τον Γενάρη του 1945 και του έδωσε τον τίτλο «Αποκάλυψη».
Η σύνθεση του πρώτου χορωδιακού - συμφωνικού είχε ξεκινήσει στα 1942. Η βασική ιδέα ήταν ο «αγωνιώδης αγώνας των "εύθραυστων" εφήβων για την κατανόηση του αινίγματος της ζωής, που ξεκινά από την αναζήτηση του Θεού».
Αυτό το ερώτημα βασάνιζε και τον ίδιο. Εψαχνε την απάντηση, για να κατανοήσει τη θέση του στον κόσμο. Στις μάχες του Δεκέμβρη κουβαλούσε πάντα μαζί και το έργο του. «Στη μάχη του Δεκέμβρη είχα πάντα μαζί μου τα χειρόγραφα. Οπου πλαγιάζαμε τα βράδια, σε κάποιο διάλειμμα της μάχης, εγώ έγραφα. Αλλοτε με μια λάμπα. Αλλοτε μ' ένα σπαρματσέτο...».
Σε εκείνες τις μάχες συντελέστηκε και η μεγάλη στροφή του έργου, μιας και «τελικά, ο Θεός μού αποκαλύφθηκε στο πρόσωπο του Εργάτη!».
Χαριτολογώντας ο ίδιος έλεγε ότι το συγκεκριμένο έργο του ήταν το πρώτο «θύμα» της αντικομμουνιστικής υστερίας που κάλυπτε τον τόπο. Ο δάσκαλός του και διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας και της Χορωδίας Αθηνών, Φιλοκτήτης Οικονομίδης, αρνήθηκε - ενώ αρχικά το προγραμμάτιζε - να παιχτεί το έργο. Ο λόγος ήταν ότι στο ερώτημα «τι έκανες τον Δεκέμβρη» ο Μίκης απάντησε ότι πολέμησε στην πρώτη γραμμή επί 33 μέρες ως ΕΛΑΣίτης.
Το 1945 γράφει τέσσερα κομμάτια για τον Δεκέμβρη. Ενα κομμάτι για πιάνο, συνοδεία τραγουδιού, με τίτλο «Το συλλαλητήριο στις τρεις του Δεκέμβρη», και τρία κομμάτια για βιολί και πιάνο με τίτλους «Νυχτερινή Πορεία προς του Μακρυγιάννη», «Προσευχή» και «Ο θάνατος του αντάρτη».
Παράλληλα δεν σταματά να παλεύει μέσα από το Τμήμα Διαφώτισης της ΕΠΟΝ, ενώ προσπαθεί μαζί με άλλους δημιουργούς να προχωρήσουν στην ίδρυση του Μουσικού Σωματείου Νέων.
Αυτά τα χρόνια είναι σημείο αναφοράς για τον Μίκη και για τα κατοπινά του έργα. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τον «Διόνυσο», που κυκλοφόρησε το 1985, ένα έργο - θρήνος για τους νεαρούς ΕΠΟΝίτες που έπεσαν στη μάχη του Μακρυγιάννη.
Μια δρασκελιά Πετράλωνα Θησείο,
δυο δρασκελιές Συγγρού Καισαριανή,
βαθιά, μες στου μυαλού μου το αρχείο,
συννεφιασμένη είναι πάντα η Κυριακή...