Σάββατο 12 Απρίλη 2025 - Κυριακή 13 Απρίλη 2025
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 35
ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ 1925 - 2025
«Πολέμησε τον Δεκέμβρη»

Από το Μουσείο «Μίκης Θεοδωράκης» στη Ζάτουνα
Από το Μουσείο «Μίκης Θεοδωράκης» στη Ζάτουνα
- Είχαμε ήδη διανύσει περπατώντας - μεγάλη απόσταση. - Στο σημείο αυτό που βρισκόμαστε - μπορέσαμε να διακρίνουμε - την κόκκινη πινακίδα. - Υποθέσαμε πως μπορεί να σημαίνει - το σύνορο που χωρίζει - το παρόν απ' το μέλλον. (...)

Ο ουρανός και τα σύννεφα κατεβαίνουνε ολοένα προς την Πολιτεία. Γύρω μας η θάλασσα φουσκώνει και τα κύματα μας κάψανε στο πρόσωπο τα μάτια. Απ' το λόφο του Αρδηττού ακούστηκε κάποιο χωνί να σβήνει «Η Αθήνα δεν πεθαίνει. Νικά», όμως η αυγή δεν έλεγε να 'ρθει...

Από το «Σημειωματάριο πολέμου», που έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης μετά τις 33 μέρες του Δεκέμβρη του 1944, στις οποίες πολέμησε, ως μέλος του ΚΚΕ, μέσα από τις γραμμές του εφεδρικού ΕΛΑΣ.

Σε αυτές τις μέρες γυρνάμε, στο μικρό τούτο αφιέρωμά μας. Τότε που η ευαισθησία του νεαρού Μίκη, δεν ήταν ούτε 20 χρόνων, έγινε ευθύνη και χρέος. Τότε που η δημιουργία του δέθηκε για πάντα με τον λαό, τον λαό που μάχεται, που νικά, που ηττάται, τον γίγαντα λαό, που είναι «έτοιμος να ξαναδείξει το ωραίο του πρόσωπο στην πρώτη ευκαιρία που θα βρεθεί μπροστά του» όπως έλεγε. Τότε που γκρεμίστηκαν οι «αιώνιες αλήθειες» του, καθώς άφηνε πίσω του τις ιδεαλιστικές αναζητήσεις και, κρατώντας το όπλο στο χέρι, μεγάλωναν «αναγκαστικά ο νους και η ψυχή μας».

Από το αρχείο του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής»
Από το αρχείο του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής»
Αναζητούμε εκείνα τα «μεγάλα» χρόνια που «σφράγισαν» τη ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη και έθεσαν τις βάσεις της μεγάλης Τέχνης του, η οποία συλλαμβάνει τον σφυγμό της εποχής της και προαισθάνεται το επερχόμενο...

Τέχνη και ζωή γίνονται ένα

Κατοχή, Αντίσταση, Απελευθέρωση, Δεκέμβρης... Τα χρόνια αυτά βρίσκουν αρχικά τον Μίκη στην Τρίπολη και στη συνέχεια στην Αθήνα.

Στην Τρίπολη, συμμετέχοντας στη μεγάλη διαδήλωση στις 25 Μάρτη 1943, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Εκεί πήρε και το «βάπτισμα του πυρός». Στη φυλακή γνώρισε μέλη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Φτάνοντας στην Αθήνα, ξεκίνησε τις σπουδές του στο Ωδείο. Μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ και της ΕΠΟΝ συμμετείχε σε όλες τις μεγάλες στιγμές του αγωνιζόμενου λαού μας. Οπως ο ίδιος έλεγε, «η κατοχή σαν ένας καθρέφτης μας έδειξε τα πρόσωπά μας. Αγρια, ανυπότακτα, ελεύθερα».

Με την ίδια θέρμη που ρίχνεται σε όλες τις δουλειές που του αναθέτει η Οργάνωση, με την ίδια θέρμη περπατά στους λεύτερους δρόμους της Αθήνας μαζί με την Μυρτώ του, τον Οκτώβρη του '44.

Κάνει όνειρα, ενώ δεν σταματά να γράφει, να δημιουργεί... Για τον Μίκη, Τέχνη και ζωή γίνονται ένα. Και δεν ήταν ο μόνος. Τον ίδιο δρόμο βάδισε η πλειοψηφία του καλλιτεχνικού κόσμου, τα «ζωντανά» στοιχεία του.

Μετρώντας τους παλμούς της Αθήνας και του κόσμου

Στις 3 Δεκέμβρη ο Μίκης συμμετέχει στο μεγάλο συλλαλητήριο, ανεβαίνοντας τη Συγγρού μαζί με τις Οργανώσεις της Νέας Σμύρνης. Φτάνει στο Σύνταγμα μέσα στην ομίχλη, στους πυροβολισμούς από τα τανκς. Ασπρόμαυρη φωτογραφία. Ενα 19χρονο ψηλόλιγνο παιδί με μια μαύρη σημαία στα χέρια, ανάμεσα σε διαδηλωτές και αστυνόμους. Η φωτογραφία γυρίζει πίσω στον χρόνο, γίνεται κόκκινη από το αίμα.

«Τότε είδα μπροστά μου τα πτώματα και τους τραυματίες που φωνάζαν. Το αίμα μια παλάμη σε όλο το οδόστρωμα. Πώς μου ήρθε να βουτήξω τη γαλανόλευκη στο αίμα. Οταν τη σήκωσα είχε παντού κοκκινίλες και έσταζε αίμα μαύρο. Δεν ξέρω, αλλά αυτή η εικόνα μάς ηλέκτρισε. Στη στέγη της Βουλής, ανάμεσα στα κεραμίδια, οι δολοφόνοι της Ασφάλειας με τα καβουράκια τους. Θυμάμαι ότι αγκαλιάστηκα με μια ξανθιά ΕΠΟΝίτισσα και έναν τραυματία με πατερίτσες...».

Πολέμησε μέσα από τις γραμμές του 1ου Λόχου του 1ου Τάγματος του Εφεδρικού ΕΛΑΣ, που είχε τη βάση του στην Ανω Νέα Σμύρνη. Πήρε μέρος στις μάχες της Νέας Σμύρνης, του Χαροκόπου, των Παλαιών Σφαγείων και του Μακρυγιάννη.

Πολλές από αυτές τις στιγμές γίνονται η έμπνευση για τα ποιήματα που γράφει εκείνη την περίοδο. Καταγράφει εν θερμώ τα γεγονότα. Γράφει για τους αμούστακους ΕΛΑΣίτες και τα όνειρά τους. Γράφει γιατί δεν σηκώνει το άδικο, για το αύριο που έρχεται ανεμίζοντας κόκκινες σημαίες. Είναι χαρακτηριστικό το ποίημα «Χριστούγεννα 1944»:

Τσακισμένοι

Βολευτήκαμε ο ένας πλάι στον άλλο

πλάι στο σάπιο σανίδι

που 'χε μπροστά καθένας.

Θα έπρεπε τώρα απ' τη μεριά του ήλιου

να 'ρχονται οι τρεις Μάγοι

στα ζαρωμένα μέσα χέρια της γιαγιάς μου.

Κι από πίσω αγκαλιασμένοι

οι ήχοι της καμπάνας, τα καθαρά ρούχα,

του σπιτιού η ζεστασιά.

Από πάνω μας τ' αεροπλάνα της RAF

φυτεύουν στο σκοτάδι πύρινες μαργαρίτες

(έτοιμα να πολυβολήσουν την πομπή των παιδικών μας ονείρων...)

Χαϊδεύω με το γυμνό δάχτυλο τη σκανδάλη του όπλου

καθώς περιπολώ στην ψηλή ταράτσα.

Ο άνεμος κι η βροχή

χαστουκίζουν στο πρόσωπό μου

τα περβόλια με τα όνειρα

την αίθρια τόλμη της γενιάς μου.

(Δεν είμαι μόνος εδώ ψηλά

ο Κώστας που σκοτώθηκε χτες πρωί

με κεντημένους στο στήθος μικρούς κόκκινους πανσέδες

κάθεται πλάι και μου ζεσταίνει

με τα χνώτα του τα χέρια).

Ξαφνικά καθώς βαδίζω

απ' την μιαν άκρη της ταράτσας στην άλλη

βλέπω να 'ρχονται τυλιγμένοι στο σκοτάδι

και να με χαιρετούνε ανεμίζοντας κόκκινες σημαίες (...)

Τα μάτια μου σπίθισαν τόσο πολύ

που αναγκάστηκα να τα σκεπάσω

μήπως τα διακρίνουν απ' την απέναντι σκοπιά

οι Εγγλέζοι φρουροί.

Ηξερα τώρα πως τα βήματά μου

πάνω στην παγωμένη πλάκα της ταράτσας

μετρούσαν τους παλμούς του κόσμου (...)

«Στη μάχη του Δεκέμβρη είχα πάντα μαζί μου τα χειρόγραφα»

Οπως ο ίδιος ομολογούσε, «η μάχη του Δεκέμβρη με ατσάλωσε πρώτα απ' όλα ως άνθρωπο, όπως κάθε πόλεμος στον οποίο αναγκάζεται κανείς να πάρει μέρος για να υπερασπίσει τα ιδανικά του».

Μέσα από τον οργανωμένο αγώνα ο Μίκης κατάφερε να «νικήσει» τη μοναξιά που ένιωθε από μικρό παιδί. «Η μοναξιά μου έσπαγε με τη συντροφιά ανθρώπων που δεν γνώριζα, όμως μας συνέδεε ένας κοινός σκοπός. Δεν είχαμε καιρό για περιττές κουβέντες. Κάθε φορά το θέμα μας ήταν συγκεκριμένο. Πώς θα γίνει η τάδε επιχείρηση, ποιοι θα πάρουν μέρος. Τι θα κάνει ο καθένας. Τι θα γίνει μετά. Μοιραζόμαστε μαζί την κοινή αγωνία. Τον φόβο. Την αποφασιστικότητα. Τον πόνο, όταν σκοτωνότανε κανείς δικός μας. Τη λύσσα, αν τον έπιαναν».

Ολα αυτά τα χρόνια, το «πνευματικό και ιδεολογικό οπλοστάσιο» του Μίκη μεταμορφώθηκε συθέμελα. Αυτή η ριζική μεταστροφή του φαίνεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο πρώτο συμφωνικό του έργο, που το ολοκλήρωσε τον Γενάρη του 1945 και του έδωσε τον τίτλο «Αποκάλυψη».

Η σύνθεση του πρώτου χορωδιακού - συμφωνικού είχε ξεκινήσει στα 1942. Η βασική ιδέα ήταν ο «αγωνιώδης αγώνας των "εύθραυστων" εφήβων για την κατανόηση του αινίγματος της ζωής, που ξεκινά από την αναζήτηση του Θεού».

Αυτό το ερώτημα βασάνιζε και τον ίδιο. Εψαχνε την απάντηση, για να κατανοήσει τη θέση του στον κόσμο. Στις μάχες του Δεκέμβρη κουβαλούσε πάντα μαζί και το έργο του. «Στη μάχη του Δεκέμβρη είχα πάντα μαζί μου τα χειρόγραφα. Οπου πλαγιάζαμε τα βράδια, σε κάποιο διάλειμμα της μάχης, εγώ έγραφα. Αλλοτε με μια λάμπα. Αλλοτε μ' ένα σπαρματσέτο...».

Σε εκείνες τις μάχες συντελέστηκε και η μεγάλη στροφή του έργου, μιας και «τελικά, ο Θεός μού αποκαλύφθηκε στο πρόσωπο του Εργάτη!».

Χαριτολογώντας ο ίδιος έλεγε ότι το συγκεκριμένο έργο του ήταν το πρώτο «θύμα» της αντικομμουνιστικής υστερίας που κάλυπτε τον τόπο. Ο δάσκαλός του και διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας και της Χορωδίας Αθηνών, Φιλοκτήτης Οικονομίδης, αρνήθηκε - ενώ αρχικά το προγραμμάτιζε - να παιχτεί το έργο. Ο λόγος ήταν ότι στο ερώτημα «τι έκανες τον Δεκέμβρη» ο Μίκης απάντησε ότι πολέμησε στην πρώτη γραμμή επί 33 μέρες ως ΕΛΑΣίτης.

Το 1945 γράφει τέσσερα κομμάτια για τον Δεκέμβρη. Ενα κομμάτι για πιάνο, συνοδεία τραγουδιού, με τίτλο «Το συλλαλητήριο στις τρεις του Δεκέμβρη», και τρία κομμάτια για βιολί και πιάνο με τίτλους «Νυχτερινή Πορεία προς του Μακρυγιάννη», «Προσευχή» και «Ο θάνατος του αντάρτη».

Παράλληλα δεν σταματά να παλεύει μέσα από το Τμήμα Διαφώτισης της ΕΠΟΝ, ενώ προσπαθεί μαζί με άλλους δημιουργούς να προχωρήσουν στην ίδρυση του Μουσικού Σωματείου Νέων.

Αυτά τα χρόνια είναι σημείο αναφοράς για τον Μίκη και για τα κατοπινά του έργα. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τον «Διόνυσο», που κυκλοφόρησε το 1985, ένα έργο - θρήνος για τους νεαρούς ΕΠΟΝίτες που έπεσαν στη μάχη του Μακρυγιάννη.

Μια δρασκελιά Πετράλωνα Θησείο,

δυο δρασκελιές Συγγρού Καισαριανή,

βαθιά, μες στου μυαλού μου το αρχείο,

συννεφιασμένη είναι πάντα η Κυριακή...


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ