Τα ίδια κάλαντα και εκείνες τις εποχές. «Καλήν ημέραν άρχοντες κι αν είναι ο ορισμός σας...», εμείς όμως τότε οι μικροί υμνωδοί της χαρμόσυνης γιορτής και όχι οι «άρχοντες» που γίναμε τώρα, με τις ρυτίδες στο πρόσωπο, τα γυαλιά στα μάτια, και τα αραιά ή γκρίζα μαλλιά. Καλύτερα, μα την αλήθεια, να μας έλειπε τέτοιο «αρχοντιλίκι»!
Να μας έλειπε και, μακάρι, αντί για τον κοντυλοφόρο του γραφιά, το μυστρί του οικοδόμου, το κατάστιχο του λογιστή, το κατσαβίδι του τεχνίτη ή το κομπολογάκι του συνταξιούχου, μακάρι, λέω, αντί για όλα αυτά να κρατούσαμε αύριο στα χέρια μας ένα τριγωνάκι ή μια φυσαρμόνικα και να είμαστε εμείς οι μικροί ψαλμωδοί!
Δε θα έχετε ξεχάσει, βέβαια, όλοι, τι προετοιμασίες γίνονταν πριν από τη μεγάλη μέρα μας. Βδομάδες πιο μπροστά έβγαιναν τα τρίγωνα από το συρτάρι και άρχιζαν οι πρόβες. Και μετά άρχιζαν οι συνεννοήσεις για να σχηματιστούν οι παρέες, στις οποίες περιζήτητοι ήταν αυτοί που είχαν πολλούς συγγενείς και εξασφάλιζαν έτσι καλό τζίρο στην «επιχείρηση».
Ετοιμάζονταν, λοιπόν, τα πάντα στην εντέλεια και την προπαραμονή το βράδυ πέφταμε όλοι νωρίς στο κρεβάτι, για να μπορέσουμε να ξυπνήσουμε χαράματα και να αρχίσουμε νωρίς τη γύρα. Γιατί αν τυχόν ξυπνούσες αργά ήσουν για κλάματα. Οποια πόρτα κι αν χτυπούσες θα σου απαντούσαν πως «τα είπαν άλλοι» και θα έφευγες άπρακτος...
Γλυκαίναμε, λοιπόν, το στόμα μας κι άντε για άλλα σπίτια. «Καλήν ημέραν άρχοντες» και οι φωνές μας στη διαπασών. Νομίζαμε, βλέπεις, πως όσο πιο πολύ φωνάζαμε τόσο πιο μεγάλο θα ήταν το φιλοδώρημα! Δε βαριέσαι όμως... Φουκαράδες ήταν όλοι οι «άρχοντες» του συνοικισμού και εισπράτταμε δεκαρούλες...
Κάποια παιδιά από μακρινές συνοικίες που δε γνώριζαν την ιστορία της της χτυπούσαν την πόρτα για τα κάλαντα. Και τότε η αλλοπαρμένη μάνα έβγαινε στο παράθυρο και απαντούσε: «Οχι τώρα τζιέρια μου, γιατί είμαι μόνη και δεν έχω τίποτε να σας δώσω. Ελάτε το βράδυ που θα 'χει γυρίσει ο Πάνος μου από τη δουλιά με λεφτά και καλούδια. Ελάτε το βράδυ ν' ακούσει κι εκείνος τα κάλαντα και να χαρεί η ψυχούλα του»!