Πού να τους ξέρεις. Μικροαγρότης ο Αντύπας. Εργάτης για όλες τις δουλιές ο Κερέμ. Μαζί στο χωράφι. Μαζί στη σκιά του δέντρου και τις παγωμένες μέρες γύρω απ' τη φωτιά, μέχρι να ζεστάνει λίγο η μέρα, ν' αρχίσουν το κλάδεμα των ροδάκινων.
Δε βγαίνει ο Αντύπας. Μια χαψιά ο κλήρος. Το τρακτέρ πιότερο κάθεται, παρά δουλεύει. Θα ρωτήσεις, αφού δε βγαίνει, γιατί μένει αγρότης; Γιατί η σχέση του μικρού αγρότη με τη γη είναι ερωτική. Συνομιλεί μαζί της, όταν την οργώνει, τη σπέρνει, την ποτίζει, όταν, μαζεύοντας τη σοδειά, την ξεγεννά. Ανάθεμα σ' εκείνους που τον καρπό της γης τον έκαναν εμπόρευμα.
Καταλαβαίνω. Το αφεντικό έχει μαύρο στην ψυχή. Δε βλέπει φως. Κι εγώ μαύρο έχω στην ψυχή μου.
Και να έχεις τους χοντροκέφαλους ν' αρνούνται να σμίξουμε τα χωράφια. Είμαστε καμιά δεκαριά νοικοκυραίοι, που ταιριάζουμε. Αυτά είναι συνεταιριλίκια, που δε βγάζουν πουθενά, μου είπαν οι πιότεροι. Δε βλέπεις τι γίνεται με τους συνεταιρισμούς; Κλεψιές. Για πες μου, Κερέμ. Μ' εσάς εκεί τι έγινε; Για τους συνεταιρισμούς, ρωτάω.
Λίγα πράγματα έζησα. Ακουσα, όμως, από τον πατέρα μου, τους χωριανούς μου. Κακιά ψυχή ο άνθρωπος. Κορόιδευε. Δεν εργαζόταν. Ο,τι γινόταν, απ' τη δουλιά ελάχιστων ήταν. Και τώρα αναγκαζόμαστε να δουλεύουμε σε ξένη γη. Τι να σου πω. Δύσκολο πράγμα ο συνεταιρισμός.
Μιλούσαν και βγάζανε την αγωνία τους. Κι ο Κερέμ το βλέπει. Σβήνουν στο χωριό. Γερνάνε οι άνθρωποί του. Οι νέοι φεύγουν. Ρημάζουν στην ανεργία της πόλης. Πολλοί γίνονται επαγγελματίες οπλοφόροι. Αχαρη και προσωρινή λύση. Ο Αντύπας είναι σίγουρος για το χαμό, εκτός κι αν την τελευταία στιγμή αντιδράσουν άγρια. Αλλιώς θα γίνουν εργάτες στα χωράφια τους. Η γης, λέει δυνατά, ό,τι κι αν γίνει, θα καλλιεργείται. Τα ζήτημα είναι για ποιον.