Βεβαίως, αν δεχτούμε ότι για την καταστροφή της Πάρνηθας φταίει η πολιτική της εμπορευματοποίησης, της αποθέωσης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της μεγιστοποίησης του καπιταλιστικού κέρδους, το να επικαλείται κανείς την Ευρωπαϊκή Ενωση ως δύναμη σωτηρίας μοιάζει σαν να θέλει να σβήσει τη φωτιά χρησιμοποιώντας ένα φορτίο βενζίνης.
Προς αποφυγή κάθε παρεξήγησης, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν απορρίπτουμε τα όποια κονδύλια προβλέπει ο κοινοτικός προϋπολογισμός για την Ελλάδα. Αλλά με την εξής τελείως απαραίτητη διευκρίνιση: Τα κονδύλια αυτά αποτελούν ένα μικρό μόνο μέρος των όσων πληρώνουμε (καθ' οιονδήποτε τρόπο) στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Και δεν πάνε για έργα που έχει ανάγκη ο λαός.
Εγκαλώντας κυβέρνηση και ΠΑΣΟΚ για έλλειψη ευρωπαϊκού προσανατολισμού, αφού δε χρησιμοποίησαν τα κοινοτικά κονδύλια για να προστατεύσουν τα δάση, καλλιεργεί την αυταπάτη ότι είναι δυνατόν να συνυπηρετηθούν τα καπιταλιστικά κέρδη και τα συμφέροντα των εργαζομένων. Ετσι, με την παρέμβασή του, μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές των τελευταίων ημερών, ρίχνει στο πέλαγος της λαϊκής κατακραυγής ένα «σωσίβιο», απ' το οποίο μπορούν να πιαστούν και ο κ. Καραμανλής και ο κ. Παπανδρέου. Λέγοντας, ουσιαστικά, ότι το πρόβλημα έγκειται και στο ότι δεν αξιοποίησαν όσο έπρεπε τη βοήθεια «εκ Βρυξελλών». Γιατί τα κοινοτικά κονδύλια ρέουν χωρίς προϋποθέσεις όταν πάνε σε έργα που αποφέρουν κέρδη στο κεφάλαιο και όχι σε ανάλογα όπως η δασοπροστασία, τα αντιπλημμυρικά, κλπ. Και οι κυβερνήσεις, καλυπτόμενες πίσω απ' αυτό και στο όνομα της δημοσιονομικής πειθαρχίας, δεν κάνουν τέτοια έργα. Εχουν, επομένως, την αποκλειστική ευθύνη για τις επιλογές τους και τις συνέπειες σε βάρος του λαού και του περιβάλλοντος.
Τα «διαθέσιμα» για τη δασοπροστασία (;) κονδύλια δεν απαλλάσσουν την ΕΕ για το συλλογικό έγκλημα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σε βάρος του περιβάλλοντος και της ζωής του πλανήτη. Τα «διαθέσιμα κονδύλια» δεν μπορούν να κρύψουν το χαρακτήρα μιας πολιτικής που αναγορεύει το μονοπωλιακό συμφέρον σε αρχή υπέρτατη έναντι κάθε εργατικού δικαιώματος και υπολογίζει την προστασία του περιβάλλοντος ως υπερβολικό «κόστος παραγωγής». Δεν μπορούν να σώσουν, επίσης, και τους θιασώτες μιας Ευρωπαϊκής Ενωσης που εξαντλεί την οικολογική της ευαισθησία στα 25 εκατομμύρια ευρώ, για να νομιμοποιήσει με αυτά μια πολιτική εμπορευματοποίησης όλων των κοινωνικών αγαθών και του φυσικού περιβάλλοντος.