ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 2 Ιούλη 2000
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ
Ενα πραγματικά... «ευαίσθητο» δεδομένο

Η υπόθεση των ταυτοτήτων, έδωσε τη δυνατότητα εδώ και μερικές βδομάδες να «λάμψει» η κυβερνητική υποκρισία. Η κυβέρνηση, αφού εξασφάλισε τη διατήρηση - και στο υπό αναθεώρηση Σύνταγμα - της αντιδραστικής σύμφυσης μεταξύ Κράτους - Εκκλησίας, πλευρά της οποίας αποτελεί και το θέμα της λεγόμενης εκκλησιαστικής περιουσίας, αφού κύρωσε τη Συνθήκη Σένγκεν θέτοντας στο μικροσκόπιο του ηλεκτρονικού φακελώματος το σύνολο του ελληνικού λαού, τώρα προσποιείται την... «προοδευτική» και την... «προστάτιδα» των προσωπικών δεδομένων των πολιτών.

Ο πρωθυπουργός, από τη μια μεριά, υποστηρίζει ότι στην υπόθεση των ταυτοτήτων δεν κάνει τίποτα άλλο, παρά να προχωρά στην εφαρμογή ενός νόμου που ψηφίστηκε το 1997 (σ.σ.: περί της «προστασίας των προσωπικών δεδομένων) και είναι απαράδεκτο που παραμένει ανενεργός εδώ και τρία χρόνια. Από την άλλη, όμως, επιδεικνύει μια πολύ εύγλωττη επιλεκτικότητα στα θέματα της «ευνομίας». Γιατί, για τον άλλον νόμο, το νόμο που έμεινε γνωστός ως «νόμος Τρίτση» και που παραμένει ανεφάρμοστος όχι ένα, ούτε δυο, αλλά εδώ και 13 ολόκληρα χρόνια (!) δεν κάνει κανένα λόγο ο κ. Σημίτης. Γιατί άραγε αυτή η «επιλεκτικότητα» που επιτρέπει στην Εκκλησία να λειτουργεί ως ο τελευταίος μεγαλοτσιφλικάς στην ελληνική επικράτεια;

Προφανώς γιατί αυτός ο νόμος, με τον οποίο υποτίθεται ότι θα ρυθμιζόταν το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας, αγγίζει ένα πολύ... ευαίσθητο δεδομένο των σχέσεων κράτους - Εκκλησίας.

Ξεπερνούν το 1εκατ. στρέμματα οι κατεχόμενες εκτάσεις

Πάνω από 850.000 στέμματα ελληνικής γης βρίσκονται, επισήμως, στην κατοχή της Εκκλησίας. Αλλά η έκταση αυτή, που απαρτίζεται από δάση, δασικές και χορτολιβαδικές εκτάσεις, είναι πολύ μεγαλύτερη, δεδομένου ότι οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες δεν έχουν καταγράψει τις εκτάσεις που κατέχουν οι διάφορες μονές και οι οποίες δεν ξεπερνούν τα 50 στρέμματα η κάθε μια. Υπάρχει εκτίμηση ότι η καλούμενη ως εκκλησιαστική περιουσία ανέρχεται, συνολικά, στα 1.300.000 στρέμματα («Ελευθεροτυπία», 8/5/99)

Σε ό,τι αφορά την καταγραμμένη εκκλησιαστική περιουσία, αυτή χωρίζεται στις «αναγνωρισμένες εκτάσεις» και στις «διακατεχόμενες» (είναι περίπου οι μισές του συνόλου). Για τις τελευταίες, η Εκκλησία δεν έχει να επιδείξει τίτλους ιδιοκτησίας. Οι εκτάσεις αυτές, «αναγνωρισμένες» και «διακατεχόμενες» - όπως προκύπτει από τους ελέγχους της Διεύθυνσης Ιδιωτικής Δασοπονίας του υπουργείου Γεωργίας και όπως καταγράφεται στην τελευταία γνωστή «Απογραφή Μοναστηριακών και Εκκλησιαστικών Δασών» της 6ης Σεπτέμβρη 1984 - είναι διάσπαρτες σε όλους, σχεδόν, τους νομούς της χώρας. (Στον πίνακα, φαίνεται η συγκεντρωτική εικόνα στο σύνολο της επικράτειας).

Η προέλευση της εκκλησιαστικής περιουσίας, σύμφωνα με τον Ιωάννη Πέτρου, καθηγητή στον τομέα Ηθικής και Κοινωνιολογίας της Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου Θεσσαλονίκης («Ελευθεροτυπία», 8/5/99), προέρχεται:

α) από την αριστοκρατική τάξη, ακόμα και της εποχής του Βυζαντίου, που δώριζε εκτάσεις στην Εκκλησία,β) από την τουρκοκρατία, όταν το οθωμανικό δίκαιο αναγνώριζε τα βακούφια, δηλαδή την κατοχή από την Εκκλησία «ιερών κτημάτων» και γ) από δωρεές πιστών.

Και μετοχές...

Το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας δεν περιορίζεται, όμως, στα κτήματα και τις δασικές ή άλλες εκτάσεις. Επεκτείνεται σε μετρητά, μετοχές, ακίνητα, τίτλους του Δημοσίου κλπ.

Σε έρευνα που δημοσιεύτηκε πριν μερικούς μήνες στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» (Φεβρουάριος 2000) αναφέρεται ότι η Εκκλησία έχει στην κατοχή της, μεταξύ άλλων, τα εξής περιουσιακά στοιχεία:

  • Μετοχές Εθνικής Τράπεζας - 2.200.000
  • Ποσοστό μετοχικού κεφαλαίου - 1,8%
  • Αποτίμηση χαρτοφυλακίου - 50 δισ.δρχ.
  • Διαθέσιμα, καταθέσεις - 5 δισ.δρχ
  • Ενοίκια από οικήματα - 1,9 δισ.δρχ.
  • Τίτλοι Δημοσίου - 2,5 δισ.δρχ

Στην ίδια έρευνα σημειώνεται ότι μόνο στην Αθήνα τα κτίρια που ανήκουν στην Εκκλησία και ενοικιάζονται ανέρχονται στα 345, ενώ στη θεσσαλονίκη ο αριθμός τους ξεπερνά τα 100.

Επίσης σε άλλα δημοσιεύματα, γίνεται αναφορά σε πληροφορίες για μεγάλο αριθμό κτισμάτων που κατέχει η Εκκλησία και τα οποία βρίσκονται στην Αττική και τον Πειραιά (συγκρότημα 24 κατοικιών στη Βουλιαγμένη, κτίριο 24 γραφείων στον Πειραιά, μεζονέτες, καταστήματα, διαμερίσματα κλπ). Πολλά από αυτά, που πέρασαν στην κατοχή της ως αντάλλαγμα, στα πλαίσια της προηγούμενης «ρύθμισης» της εκκλησιαστικής περιουσίας το 1952, έχουν πλέον εκποιηθεί...

Ο νόμος μένει στα χαρτιά

Ο νόμος 1700/87 - γνωστός ως «νόμος Τρίτση» - καθώς και ο νόμος 1811/88, καθόριζαν τις ρυθμίσεις που θα έπρεπε να έχουν, εδώ και 13 χρόνια, επιβληθεί στο θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, η Εκκλησία υποχρεούτο να παραχωρήσει την περιουσία που βρίσκεται στα χέρια της, ενώ θα διατηρούσε ένα κομμάτι για την κάλυψη των αναγκών της. Για το σκοπό αυτό προβλεπόταν ότι θα οριζόταν ειδική επιτροπή ανά νομό, που θα επέβλεπε το όλο θέμα της παραχώρησης της εκκλησιαστικής περιουσίας και στην οποία επιτροπή θα συμμετείχαν εκπρόσωποι της κατά τόπο μονής. Οι επιτροπές αυτές δε συγκροτήθηκαν ποτέ, παρά το γεγονός ότι 149 Μονές υπέγραψαν τη σύμβαση με το Δημόσιο, το 1988, για την παραχώρηση της δασικής και χορτολιβαδικής έκτασης που έχουν στην κατοχή τους.

Η συμφωνία έγινε μετά από απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Η σύμβαση δεν τηρήθηκε. Μερικά δε χρόνια αργότερα 8 μονές (από αυτές οι 5 δεν είχαν υπογράψει τη συμφωνία με το Δημόσιο) κατέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, διεκδικώντας το αστρονομικό ποσό των 8 τρισεκατομμυρίων δραχμών στην περίπτωση που το Δημόσιο θα έπαιρνε την περιουσία τους και θα έθιγε, όπως έλεγαν, το «ιδιοκτησιακό καθεστώς» τους. Σημειωτέον ότι με βάση το νόμο, από τη στιγμή της υπογραφής της συμφωνίας και εφόσον θα περνούσε ένα 6μηνο, αν οι μονές δε συμμορφώνονταν με τις διατάξεις, το Δημόσιο θα μπορούσε να θέσει την περιουσία υπό την κυριότητά του, μονομερώς. Προφανώς καμία από τις διατάξεις δεν τηρήθηκαν (ούτε η τελευταία).

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ενώ δικαίωσε τις 5 μονές που δεν είχαν υπογράψει τη σύμβαση (τους επιδίκασε ποσό 3 τρισ. (!) από τα 8 που διεκδικούσαν στην περίπτωση που το Δημόσιο ασκήσει τα δικαιώματά του επί της περιουσίας) απέρριψε το αίτημα των υπόλοιπων 3 μονών που είχαν συμφωνήσει με το κράτος να παραχωρήσουν την περιουσία τους. Γεγονός που σημαίνει ότι για τις 149 μονές που είχαν αποδεχτεί τις αποφάσεις του 1987 και του 1988, το κράτος θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να θέσει σε εφαρμογή το νόμο. Αλλά...

Τέλος, ανεφάρμοστη παραμένει και η άλλη διάταξη του «νόμου Τρίτση». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, τα εκκλησιαστικά συμβούλια (μητροπολιτικά συμβούλια κλπ) θα απαρτίζονταν και από λαϊκά μέλη, τα οποία θα εκλέγονταν από μυστική ψηφοφορία μεταξύ των ενοριτών. Το μέτρο αυτό, η είσοδος δηλαδή του λαϊκού στοιχείου στο «άβατο» της εκκλησιαστικής εξουσίας, προκάλεσε τη μήνιν των ιεραρχών, που και τότε είχαν προβεί σε «λαοσυνάξεις».

Τελικά, όπως είπαμε, ο νόμος έμεινε στα χαρτιά, αφού μετά από συνάντηση των Α. Παπανδρέου και Σεραφείμ, τότε, το θέμα «έκλεισε».

«Εις το διηνεκές»!

Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας απασχολεί τα εκκλησιαστικά και τα πολιτειακά όργανα εδώ και... αιώνες. Για να μπορέσει η Εκκλησία να διασφαλίσει την απρόσκοπτη κατοχή αυτής της περιουσίας, προέβη ακόμα και στην εκπόνηση κανονιστικών διατάξεων, που ανάγονται στο 14ο αιώνα!

Καθόλου τυχαίο δεν είναι ότι για το τόσο... ευαίσθητο αυτό θέμα εκδόθηκε μέχρι και Συνοδική Πράξη, το 1365, «κατά των αποσπώντων τα προσήκοντα της αγίας του Θεού εκκλησίας κτήματα τε και πράγματα». Εκτοτε ορίζεται ότι «επί συστάσει και διαμονή των εκασταχού κατά πόλεις και χώρας των αγιοτάτων Μητροπόλεων και εκκλησιών και κτήματα και πράγματα ταύτας προσεκυρώθησαν (...) άτινα εισίν ανακείμενα και αφιερωμένα Θεώ. Διά ταύτα οι θείοι και φιλευσεβείς νόμοι και ιεροί κανόνες μετά πολλής αυθεντίας ορίζονται, ίνα τα ταις εκκλησίαις Θεού αφιερωθέντα πράγματα μένωσιν αναφαίρετα και αναπόσπαστα εις το διηνεκές, οις αφιέρωνται...».

Ας σημειωθεί ότι οι παραπάνω αποφάσεις δεν παραλείπεται να μνημονεύονται έως σήμερα, με στόχο, προφανώς, την επισήμανση της «θείας βούλησης» για τη διατήρησή της στο «διηνεκές»...

Προϋπολογισμός και άλλα περίεργα...

Μια από τις συνήθεις αναφορές της Εκκλησίας όταν τίθεται το θέμα της περιουσίας, είναι ότι της χρειάζεται για να επιτελεί το «κοινωφελές έργο» της. Περί αυτού του «κοινωφελούς έργου», ωστόσο, έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς διάφορες ενστάσεις.

Πρόσφατα, για παράδειγμα, δημιουργήθηκε θέμα μετά την υπόσχεση του κ. Χριστόδουλου ότι θα εκταμιεύσει περί τα 300 εκατομμύρια δραχμές για την ανακούφιση των σεισμοπαθών. Αργότερα, γνωστοποιήθηκε ότι αυτά τα χρήματα (πέραν ίσως 20 εκατομμυρίων) δε δόθηκαν ποτέ από τα ταμεία της Εκκλησίας. Υπήρξαν, ωστόσο, διαμαρτυρίες από πλευράς εκκλησιαστικών παραγόντων, οι οποίοι έλεγαν ότι μπορεί να μην υπήρξε εκταμίευση τέτοιου είδους, αλλά τα χρήματα δόθηκαν, τελικά, από εκείνα που είχαν μαζευτεί από το παγκάρι...

Επίσης η Εκκλησία ανακοίνωσε ότι θα συνδράμει τις οικογένειες των πολυτέκνων, αποκλείοντας όμως τις πολύτεκνες οικογένειες των μουσουλμάνων...

Κάποιοι κατακρίνουν τον κ. Χριστόδουλο και για την εικόνα που εμφανίζει ο προϋπολογισμός της Εκκλησίας. Συγκεκριμένα, στο φετινό προϋπολογισμό τα προϋπολογισθέντα έξοδα της Εκκλησίας, που ανέρχονται στα 4,1 δισ. δραχμές, εμφανίζουν μια αύξηση της τάξης του 1,5 δισ. δραχμών σε σχέση με πέρσι. Στο ερώτημα γιατί φέτος θα υπάρξει αυτή η αύξηση δαπανών, οι επικριτές κάνουν λόγο για ένα ποσό της τάξης των 726 εκατ. δραχμών, το οποίο, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, θα διατεθεί για έξοδα προβολής, διαφημίσεων, χορηγιών, επιδείξεων, γιορτών, θεαμάτων, αμοιβών συμβούλων και καλλιτεχνών... Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, ενώ στον προϋπολογισμό καταγράφεται ότι για έξοδα προβολής και διαφήμισης θα διατεθεί το ποσό των 62 εκατ. δραχμών, σε ό,τι αφορά την επιτροπή Κοινωνικής Πρόνοιας της Εκκλησίας, το κονδύλι που της αναλογεί έχει προσδιοριστεί, μόλις, στα 20 εκατ. δραχμές...


ΚΕΙΜΕΝΑ:
Νίκος ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ