Βρέθηκα για τρεις μέρες στο Πήλιο. Είπα κι εγώ να κάνω «διακοπές». Να καθίσω, με άλλα λόγια, αναπαυτικά σε μια ψάθινη καρέκλα και να βλέπω απέναντι, πότε τη θάλασσα και πότε το βουνό και να θυμούμαι. Να θυμούμαι το Λεωνίδα που έφυγε πριν από τρία χρόνια, την Αναστασούλα τη μάνα μου που έφυγε κι αυτή πριν από ένα χρόνο. Να θυμούμαι και τους δυο φρέσκους νεκρούς που έφυγαν κι αυτοί κοντά ο ένας με τον άλλο, τον Αριστόβουλο και τον Γιάννη και ν' αφήνω τα μάτια μου να γεμίζουν φως και δάκρυα. Ετσι από πείσμα και όχι από λύπη. Από πείσμα και θυμό, από αγανάκτηση, γιατί αυτά τα πλάσματα ούτε «απολωλότα» πρόβατα ήτανε ούτε «αμαρτωλά». Ητανε άνθρωποι δικοί μου που μου γέμιζαν τη ζωή ο καθένας με το δικό του τρόπο και γι' αυτό είχα την απαίτηση να με ρωτήσουν, όταν τους έπαιρναν τη γλυκιά τους ζωή και γέμιζαν με μαύρες τρύπες τη δική μου.
Ηθελα, λοιπόν, να καθίσω σε μια ψάθινη καρέκλα και να καρφώσω τα φορτωμένα μου μάτια στο απέναντι βουνό και να μη σκέφτομαι, παρά μόνο να θυμούμαι. Κι όμως δεν τα κατάφερα, γιατί μόλις άρχισα να έχω επαφή με τους αγαπημένους μου νεκρούς και τα ξεχαρβαλωμένα παιδικά μου παιχνίδια, μόλις εντόπισα στη δασωμένη πλαγιά της Οθρης τα αρχαία όστρακα να κατρακυλούν και τα ματωμένα τραγούδια της χαλασμένης γενιάς του εμφύλιου να απολιθώνονται μέσα σε τρύπες βαθιές, που ακόμα δεν τις διαβάσαμε σωστά, γιατί Δε μάθαμε, όπως πρέπει, τη γλώσσα τους, χτύπησε η πρώτη καμπάνα και πίσω από το μεταλλικό της «ντορό» άδειασε το πρώτο πούλμαν.
Ηρθανε μου απάντησαν. Ηρθανε οι πρώτοι προσκυνητές. Αρχίζει το πανηγύρι. Οι γυναίκες φοράνε μαύρα, γιατί έτσι το θέλει το έθιμο και κρατάνε μεγάλες λαμπάδες στο χέρι. Φοράνε και τα καινούρια τους παπούτσια που τους χτυπάνε στη φτέρνα, γι' αυτό και περπατούν σαν τις πάπιες. Μπροστά πηγαίνουν οι σύζυγοι, που βαριούνται και βλαστημούν τον άγιο που πάνε να προσκυνήσουν. Πιο πίσω έρχονται τα παιδιά που μυξοκλαίνε, γιατί δεν ήρθε ακόμα το πρώτο παγωτό που τους υποσχέθηκαν για να ξυπνήσουν και να πλύνουν τα δόντια τους. Και πιο πάνω η πλατεία, θρησκόληπτη και πανηγυρίζουσα, ντυμένη τις στιλπνές της ταμπέλες «Ολα στα κάρβουνα», «Ψητοπωλείον ο Βλάχος», « Το γνήσιον σπληνάντερον» και το νεοευρωπαϊκό «Ντας έχτε μουζάκα, Γκιόργκος μιτ ντερ νάμε» (που σημαίνει στα ελληνοτουρκοευρωπαϊκά «Ο γνήσιος μουσακάς, Γιώργος με τ' όνομα».
Και πιο ύστερα η δεύτερη καμπάνα, αυτή πιο αγαπητικιά, και πιο θρησκευόμενη, λιγότερο απειλητική, εισαγωγής προανάκρουσμα για την είσοδο στην άλλη πλατεία, κατάσαρκα στην εκκλησία αυτή του «Αποστόλου του Νεομάρτυρος», όπου διαγκωνίζεται η μεσαία τάξη των πανηγυριών: οι πωλητές των χαλβάδων, των σφυριχτρών, των πλαστικών σαλπίγγων, των ροζ κιλοτών και των μαύρων στηθόδεσμων, των παραβυζαντινιζουσών εικόνων του αγίου Νεκταρίου και της αγίας Βαρβάρας. Οι πωλητές ξύλινων κουταλιών, αγιορείτικών θυμιαμάτων και αγίων επιστολών, δίπλα στους πωλητές φαρμάκων για τη φαλάκρα και την ανδρική ανικανότητα (λες και δεν υπάρχει και γυναικεία τοιαύτη με την οποία κανένας δεν ασχολείται) και μικρών πολύχρωμων φακέλων, όπου καταγράφεται το μέλλον όποιου αποφασίσει να καταβάλει δραχμές πεντακόσιες, στο όνομα πάντοτε Αποστόλου του Νεομάρτυρος.
Ωσπου η τρίτη, μελωδικότερη των δύο προηγουμένων καμπάνα, προαναγγέλλει την ανάγνωση του αρχιεπισκοπικού μηνύματος και τότε όλο το πλήθος αγοραστών και πωλητών, πιστών και απίστων, μαυροφορεμένων γυναικών, βλασφημούντων συζύγων και μυξοκλαιόντων παίδων εξαφανίζεται κάτω από την κυριαρχία του ορθοδόξου κηρύγματος, όπου επικρέμαται η απειλή, υπογραμμίζεται η επερχόμενη ρήξη, αφορίζονται οι σκεπτόμενοι και υμνούνται οι ρηχόμυαλοι θεοκλητεύοντες. Ενός κηρύγματος, τέλος πάντων, όπου υπολανθάνει η οργή, περιγράφεται η μνησικακία, προτείνεται η θρησκοληψία, προβάλλεται το σχήμα ενός ανύπαρκτου κόσμου και υπογραμμίζεται το μεγαλείο ενός θεού που έμαθε κι αυτός να ζει με τους πολέμους, να βολεύεται με τη φτώχεια και την αρρώστια. Ενός θεού που φαίνεται πως δεν τον ενοχλούν οι «χοροί» των πεινασμένων παιδιών ούτε οι μπεζαχτάδες αυτών που εμπορεύονται το απροσδιόριστο άρωμά του!
Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ
Η αδιαφορία καταστρέφει ό,τι οι αιώνες «συντήρησαν»
Ενας πραγματικός πλούτος ιστορικής μνήμης συγκεντρωμένος στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ερέτριας ξεδιπλώνει εικόνες από την ιστορία της αρχαίας πόλης, αλλά μια άλλη πολιτιστική «διαθήκη», το Αρχαίο Θέατρο της Ερέτριας, οδηγείται στο σκοτάδι
Ταφικός αμφορέας με παράσταση πάλης Ηρακλή - Κενταύρων. 560 περίπου π.Χ.
Μπορεί τις πρώτες πληροφορίες για την πόλη της Ερέτριας να τις έχουμε στα νεότερα χρόνια, από το 1436, όταν την επισκέπτεται ο Κυριακός εξ Αγκώνος και μόνο το 1687 ο Κορονέλλι να την αναφέρει ως πόλη αρχαία, από τις ανασκαφές, όμως, το 1885 από τον Χρ. Τσούντα έρχεται σιγά - σιγά στο φως όλη η ιστορία της. Η περιοχή, μέχρι τα τώρα στοιχεία, κατοικείται μόλις από το τέλος της νεολιθικής περιόδου. Μετά το 3000 π.Χ. σημειώνεται μια πολιτιστική έκρηξη στο χώρο του Αιγαίου με την έλευση νέων φύλων, την εισαγωγή του χαλκού και την οργάνωση των οικισμών. Στην Ερέτρια λείψανα αυτής της περιόδου αποκαλύφθηκαν στην ακρόπολη, το λόφο που βρίσκεται βόρεια από την πόλη, καθώς και στην περιοχή της αγοράς των κλασικών χρόνων, η οποία στην 3η και 2η χιλιετία θα ήταν παράκτια, εφ' όσον οι ακτές δεν είχαν ακόμη υποστεί τις προσχώσεις που μετέτρεψαν την παράκτια γραμμή.
Κοντά στην Ερέτρια άνθησαν και άλλοι παράκτιοι οικισμοί, όπως Ξυρόπολη (Λευκαντί), Λινοβρόχι, Μαγούλα, Αμάρυνθος. Εκθέματα αντιπροσωπευτικά της ιστορίας (από νεολιθική εποχή έως τα πρώτα ρωμαϊκά χρόνια), της ακμής και της παρακμής της αρχαίας πόλης βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ερέτριας, το οποίο κτίστηκε αρχικά το 1960, ενώ κατά τα έτη 1961-62 έγινε επέκταση. Η σημερινή μορφή του μουσείου οφείλεται σε εργασίες επέκτασης κατά τα έτη 1987-1991, οι οποίες έγιναν με συνεργασία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της τοπικής Εφορείας Αρχαιοτήτων με την Ελβετική Αρχαιολογική Σχολή. Στο Μουσείο γίνονται κατά περιόδους εκπαιδευτικά προγράμματα για μαθητές Δημοτικού - Γυμνασίου. Στις συλλογές περιλαμβάνονται ευρήματα από: το Λευκαντί (Ξυρόπολη και Νεκροταφείο Σκουμπρή, παλιά Περιβόλια, Τούμπα), την Αμάρυνθο (Παλιοχώρα, Λόφος Γεράνι), τη Μαγούλα, την Ερέτρια.
Το Αρχαίο Θέατρο της Ερέτριας
Τα σημαντικότερα εκθέματα του Μουσείου είναι: Πήλινο αλάβαστρο της ύστερης μυκηναϊκής εποχής (12ος αιώνας π.Χ.) από το Λευκαντί. Πήλινος κένταυρος από το Λευκαντί που χρονολογείται στο β` μισό του 10ου αιώνα π.Χ. Πρόκειται για εκπληκτικό έργο που βρέθηκε θραυσμένο σε δύο τμήματα, σε δύο διαφορετικούς τάφους. Περιδέραιο από φαγεντιανή με χάντρες που παριστάνουν την Ισιδα και τον Ωρο. Πιθανώς προέρχεται από την Κύπρο (Πρωτογεωμετρικών χρόνων, 11ος-10ος αιώνας π.Χ). Ταφικός αμφορέας του 8ου αιώνα π.Χ. στο εσωτερικό του οποίου βρέθηκαν οστά παιδιού. Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του τοπικού ευβοϊκού εργαστηρίου κατά τη γεωμετρική περίοδο. Τμήμα ανάγλυφου αρχαϊκού πίθου (7ος αιώνας π.Χ.) με παράσταση αρπακτικών πτηνών που σπαράσσουν πτώματα. Ταφικός αμφορέας από την παράκτια νεκρόπολη της Ερέτριας, ο οποίος χρονολογείται στο 560 π.Χ. Μελανόμορφο επίνητρο από την Αμάρυνθο, του τέλους του 6ου π.Χ. αιώνα, με σκηνή συμποσίου. Σύμπλεγμα Θησέα και Αντιόπης, από το δυτικό αέτωμα του αρχαϊκού Ναού του Δαφνηφόρου Απόλλωνος της Ερέτριας. Χρονολογείται στο τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. Συνδέεται πιθανώς με τον γνωστό Αθηναίο γλύπτη Αντήνορα, κ.ά.
Αρχαίο θέατρο κάτω από τα ξερά χόρτα
Το εντυπωσιακότερο σήμερα μνημείο της πόλης είναι το αρχαίο θέατρο της Ερέτριας, το οποίο μεταξύ των ετών 1891 και 1895 ερευνάται από την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή μαζί με το ναό δίπλα στο θέατρο, τα τείχη και το γυμνάσιο. Ωστόσο κι αυτό έχει αφεθεί στη μοίρα του, που είναι μάλλον χειρότερη από τη στιγμή που είδε το φως. Τα τελευταία 20 χρόνια παρά τις παρακλήσεις προς κυβερνήσεις και υπουργούς Πολιτισμού από φορείς της Ερέτριας το θέμα παραμένει ως έχει. Η αρχαιολογική σκαπάνη το έφερε στο φως, η κυβερνητική αδιαφορία το ξαναθάβει. Ο,τι οι αιώνες συντήρησαν, η απερισκεψία το καταστρέφει.
Η αρχική κατασκευή του ανάγεται στον 5ο αιώνα π.Χ. όπως αποδεικνύουν τα αρχιτεκτονικά λείψανα της σκηνής. Ενώ ο 4ος αι. π.Χ. θεωρείται ως η κύρια περίοδος ακμής του θεάτρου, το οποίο διαθέτει έντεκα κερκίδες με δέκα κλίμακες. Διαθέτει δύο χώρους παρασκηνίων και στοά με ιωνική πρόσοψη που τους συνδέει. Η διαφορά ύψους που δημιουργείται μεταξύ σκηνής και ορχήστρας καλύπτεται με τη θολωτή υπόγεια δίοδο που έβγαζε στο κέντρο της ορχήστρας.
Η εγκατάλειψη, όμως, και η αδιαφορία αυτού του εντυπωσιακού μνημείου, προκαλούν αγανάκτηση. Τα ξερά χόρτα και τα σκουπίδια, λίγα μέτρα πιο πίσω, κρύβουν ενώ παράλληλα καταστρέφουν όλο το ιστορικό μεγαλείο. Φέτος μάλιστα οι εκδηλώσεις πολιτισμού «Κανάρεια 2000» της Ερέτριας είχαν χαρακτήρα διαμαρτυρίας και απαίτησης για την αναστήλωση και επαναλειτουργία του Αρχαίου θεάτρου. Αλλά δε φαίνεται να ίδρωσε το αυτί κανενός υπεύθυνου.
Μήπως περιμένουν το ενδιαφέρον κάποιου «ισχυρού ανδρός» που «νοιάζεται» για τον πολιτισμό (!) - όπως έγινε και σε άλλα αρχαία θέατρα - για να δεήσουν αυτοί που οφείλουν;