Μ' ένα εμετικό κείμενο του Σ. Κασσιμάτη, η «Καθημερινή» δίκαια διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία στην προπαγάνδιση του μίσους που τρέφει η αστική τάξη στο λαό, στο κίνημα και βέβαια στο ΚΚΕ. Ισχυρίζεται ότι «η Μεταπολίτευση (...) εγκατέστησε στην εξουσία τις αξίες και τις ιδέες της Αριστεράς, που έγιναν η παραδεδεγμένη αλήθεια της εποχής», προσπαθώντας να αποενοχοποιήσει τα κόμματα της αστικής εξουσίας για τα εγκλήματα που έκαναν σε βάρος του λαού, χτίζοντας ένα κράτος στην υπηρεσία των μονοπωλίων. Ο ίδιος δηλώνει δυσαρεστημένος για το γεγονός ότι όποιος επιτίθεται προς το ΚΚΕ χαρακτηρίζεται «αντικομμουνιστής» και φέρνει σαν παράδειγμα τον Πάγκαλο! Αναπαράγοντας μάλιστα τα χυδαία ιδεολογήματα της ΕΕ, προσπαθεί να ταυτίσει το φασισμό με το σοσιαλισμό, λέγοντας ότι «η ιδιότητα του αντικομμουνιστή (είναι) κάτι ταυτόσημο με την ιδιότητα του αντιφασίστα και απολύτως αυτονόητο για οποιονδήποτε δημοκρατικό πολίτη στις χώρες της Δύσης». Σε άλλο σημείο αναρωτιέται: «Γιατί, λοιπόν, το χρηματοδοτούμενο από τον προϋπολογισμό ΚΚΕ να μη δηλώνει ευθέως ότι δεν αναγνωρίζει το Σύνταγμα και γιατί να μην αρνείται τον έλεγχο στα οικονομικά του;». Η συκοφαντία διαδέχεται το ψέμα και τούμπαλιν. Το ΚΚΕ δεν κρύβει τη στρατηγική του, αλλά ο Κασιμάτης, η «Καθημερινή» και οι αστοί κρύβουν ότι η «δημοκρατία» τους δεν αναγνωρίζει στο λαό με τη μαζική πολιτική πάλη να αλλάζει τους συσχετισμούς και να επιλέγει αυτός το κοινωνικοπολιτικό σύστημα στο οποίο θα ζει.
Παρακάτω βγάζει χολή για το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, λέγοντας χυδαία πως αν ο λαός είχε νικήσει το '44, «το μόνο εξαγώγιμο προϊόν που θα είχε η χώρα θα ήταν η Ελληνίδα, η οποία θα ανταγωνιζόταν επαξίως τα παρεμφερή "προϊόντα" του σοσιαλιστικού σχολείου, όπως τη Ρωσίδα, την Ουκρανέζα, τη Μολδαβή κ.ά.». Κρύβει ότι η σήψη και η ανέχεια που έφερε η παλινόρθωση του καπιταλισμού στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες γέννησε τα φαινόμενα που υπονοεί ο Κασιμάτης και στα οποία εντρυφεί το σινάφι του. Στο διά ταύτα, εκφράζει την ανησυχία του ότι σήμερα, που το βιοτικό επίπεδο του λαού καταρρακώνεται, το πρόβλημα είναι «η πολιτική απουσία, όπως και τότε (σ.σ. το 1943), της αστικής παράταξης: διαλυμένη μέσα στη χοάνη πολυσυλλεκτικών, λαϊκίστικων κομμάτων, που ανταγωνίζονται ποιο θα προσφέρει την πιο ελκυστική κεϋνσιανή, σοσιαλδημοκρατική πλατφόρμα, η φωνή της αστικής παράταξης έχει εκλείψει». Σαν αποτέλεσμα, «αυτή τη φορά η Αριστερά δεν θα χρειαστεί να πάρει τα όπλα για να την κατακτήσει (σ.σ. την Ελλάδα). Εχοντας αλώσει το δημοκρατικό σύστημα με την ιδεολογική υπεροχή που της παραχώρησε ηλιθίως η Δεξιά, το μόνο που χρειάζεται είναι να παίρνει τις ψήφους των αδαών». Εκεί είναι ο καημός του Κασιμάτη και της τάξης του. Στο γεγονός ότι το ΚΚΕ δυναμώνει στο λαό, η πολιτική του πρόταση για τον άλλο δρόμο ανάπτυξης κερδίζει έδαφος μπροστά στα αδιέξοδα της καπιταλιστικής διαχείρισης. Αυτό είναι που στοιχειώνει τον ύπνο των αστών και κάνει τους κάθε λογής Κασιμάτηδες να σκυλιάζουν και να βγαίνουν από τα ρούχα τους.