ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 29 Δεκέμβρη 2011
Σελ. /28
Αγωνιστικά προς το 2012!

Τρεις μέρες πριν την αλλαγή του χρόνου που φέρνει μόνο δύο πρεμιέρες. «ΑΝΕΜΟΔΑΡΜΕΝΑ ΥΨΗ» και «ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ ΜΕ ΔΑΜΑΣΚΗΝΑ». Ισως βέβαια να μη χρειάζονταν περισσότερες μια που στις αίθουσες της πόλης συνεχίζεται η προβολή πολύ αξιόλογων ταινιών που αν δεν έχετε ακόμα δει, φροντίστε, αν υπάρχει η δυνατότητα, να δείτε. Αναφέρουμε επιγραμματικά τίτλους κατά σειρά σπουδαιότητας, σπανιότητας, καλλιτεχνικής αρτιότητας και χρησιμότητας. «Η ΟΠΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ», κινηματογραφική διασκευή του θεατρικού του Μπρεχτ σε σκηνοθεσία του Γκέοργκ Βίλχελμ Παμπστ από το 1931, δυο χρόνια πριν την αναρρίχηση του Χίτλερ στην εξουσία. «ΦΑΟΥΣΤ» του Αλεκσάντρ Σοκούροφ, ταινία τέχνης του 2011 με την οποία ολοκληρώνεται η τετραλογία του Ρώσου σκηνοθέτη για τη φύση της εξουσίας. «ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ» εκπληκτικό σινεμά, ταινία του 2011 του Τούρκου Νούρι Μπίλγκε Τσέιλαν. Από το Ιράν έρχεται η σπουδαία ταινία του Ασγκάρ Φαρχαντί «ΕΝΑΣ ΧΩΡΙΣΜΟΣ» του 2011, ενώ από το Βέλγιο και τους αδελφούς Νταρντέν έρχεται «ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ». «Η ΚΡΑΥΓΗ ΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», ταινία του 2010, σε σκηνοθεσία του Μαχαμάτ Σαλέχ Χαρούν από το Τσαντ, «ΑΝΩΝΥΜΟΣ», βρετανική συναρπαστική παραγωγή του 2011 του Ρόλαντ Εμεριχ και τέλος το αρκετά χρήσιμο και επίκαιρο αμερικανικό φιλμ, για τη φύση της οικονομικής κρίσης και για ποιων τα υπερκέρδη ματώνουν οι λαοί, «Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ» του 2011 σε σκηνοθεσία Τζ. Σ. Τσάντορ.

Οι καιροί είναι δύσκολοι και τα προγνωστικά τούς θέλουν ακόμα δυσκολότερους. Οι περισσότεροι κινηματογραφόφιλοι εξαναγκάστηκαν να κόψουν το σινεμά, πηγαίνουν πια «στη χάση και τη φέξη», όπως λένε οι ίδιοι, μια που ακόμα και η λαϊκότερη ψυχαγωγία κατάντησε πολυτέλεια. Υπάρχουν μάλιστα μαρτυρίες που αναφέρουν ότι νέοι κυρίως άνθρωποι, ίσως φοιτητές, ίσως άνεργοι, ακόμα και εργαζόμενοι, φτάνουν μέχρι το ταμείο έτοιμοι να βγάλουν εισιτήριο ...κι όταν μετρούν τα κέρματα στη χούφτα τους κάνουν σιωπηλά μεταβολή, γιατί είναι λειψά. Τώρα πια η πραγματικότητα μοιάζει να πιέζει για οργάνωση, επιβάλλει και στους κινηματογραφόφιλους να αρχίσουν να οργανώνονται σε λέσχες, σε παρέες ίσως, σε συντροφιές μικρές και μεγαλύτερες, να «οργανώνουν» προβολές ταινιών ή γιατί όχι DVD και βίντεο και συζητήσεις, έστω και σε χώρους «μη ειδικευμένους», όπως σε σπίτια με τηλεόραση ...μεγάλης οθόνης. Τολμήστε να πειραματιστείτε με σοβαρότητα και σεβασμό στο αντικείμενο και όχι το χώρο. Σας προτείνουμε τις μέρες αυτές να δοκιμάσετε την επιτυχία της πρακτικής εφαρμογής. Προτείνουμε να ψάξετε να βρείτε και να δείτε τρεις γαλλικές «κλασικές» ταινίες που άπτονται του λιμανιού της Χάβρης, όλες «προπαρασκευαστικές», με ποικίλους τρόπους, της τελευταίας, ώριμης παραγωγής του Φινλανδού Ακι Καουρισμάκι «ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΧΑΒΡΗΣ» που πρόκειται να βγει στις αίθουσες την ερχόμενη Πέμπτη. Γράφουμε επίσης και τον πρωτότυπο τίτλο για διευκόλυνση στην έρευνά σας. «ΑΤΑΛΑΝΤΗ» του Ζαν Βιγκό από το 1934 («L' ATALANTE» Jean Vigo) και την ταινία «φόρο τιμής» σ' αυτήν που έκανε ο Λεό Καράξ το 1988 «ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΟΝΤ ΝΕΦ» («LES AMANTS DU PONTNEUF» Leos Carax). Πάνω απ' όλα όμως μνημονεύουμε το μέγιστο επίτευγμα του Μαρσέλ Καρνέ από το 1938 «ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΩΝ ΑΠΟΚΛΗΡΩΝ» («LE QUAI DES BRUMES» Marcel Carne). Στον πρωταγωνιστικό ρόλο ο Ζαν Γκαμπέν, που, λιποτάκτης από την Ινδοκίνα, φθάνει στη Χάβρη να μπαρκάρει για τον Παναμά ή κάπου εκεί μετά την καταθλιπτική απογοήτευση που μυρίζει η ατμόσφαιρα ιδιαίτερα μετά τον Οκτώβρη του 1938 που διαλύεται και τυπικά το Λαϊκό Μέτωπο. Ο Γκαμπέν δε λιποτάκτησε για πολιτικούς λόγους, αλλά γιατί σκότωσε κάποιον. Και στο τέλος τον σκοτώνει πυροβολώντας τον ένας γκάνγκστερ και όχι η αστυνομία. Η γεύση που αφήνει η ταινία είναι μόνο μια ασαφής νοσταλγική θύμηση για τις προσδοκίες που ξεπουλήθηκαν από το πολλά υποσχόμενο, αλωμένο από τους αστούς Λαϊκό Μέτωπο.

Από την ταινία του Μαρσέλ Καρνέ ξεπηδούν συνειρμοί προς ένα άλλο αριστούργημα της γαλλικής κινηματογραφίας της περιόδου του ποιητικού ρεαλισμού τη «ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ» (LA GRANDE ILLUSION, Jean Renoir) του Ζαν Ρενουάρ από το 1937, που σας προτείνουμε ανεπιφύλακτα να δείτε και να ξαναδείτε σε DVD. Η ταινία φτιάχτηκε με την αισιοδοξία της ταινίας που δεν είδε το τέλος της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου και τα κροκοδείλια δάκρυα του Μπλουμ για το Ιρούν. Που δεν είδε τη Βουλή που ανέδειξε το Λαϊκό Μέτωπο το 1936 - στις αρχές του Σεπτέμβρη 1939 που αρχίζει ο πόλεμος με τη Γερμανία - να οδηγεί στην απαγόρευση το ΚΚ, στην καθαίρεση τους βουλευτές του, στη σύλληψη τους ηγέτες του και την παράδοσή τους στους Ναζί...


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ


ΑΝΤΡΕΑ ΑΡΝΟΛΝΤ
Ανεμοδαρμένα ύψη

Με ελάχιστους διαλόγους και χωρίς καθόλου σχεδόν μουσική, η πρόσφατη κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου κλασικού μυθιστορήματος της Εμιλι Μπροντέ - από τους ακρογωνιαίους λίθους της αγγλικής λογοτεχνίας. Η ταινία βουτηγμένη στον ήχο της σιωπής και τα ακούσματα της άγριας φύσης. Στο βούισμα του ανέμου στα ρείκια, στα μακρινά γαυγίσματα και το χτύπο της βροχής, στοιχεία που αυξάνουν την ένταση του πάθους, στοιχεία οργανικά υφασμένα στην ιστορία. Για πρώτη ωστόσο φορά, στην ταινία της Βρετανής σκηνοθέτιδας Αντρέα Αρνολντ, ο ορφανός Χίθκλιφ, που η Μπροντέ στο βιβλίο της περιγράφει με «μελαψό δέρμα» έγινε - ποιητική αδεία - μαύρος.

Συνειδητή η επιλογή της Αρνολντ, που θέλησε με τον τρόπο αυτόν να οπτικοποιήσει τη διαφορετικότητα, να τονίσει τις αντιθέσεις στη μικρή κοινότητα του Γιορκσάιρ του 19ουαιώνα που αισθάνεται ξένο παν τι διαφορετικό, κάτι που παραπέμπει στο ρατσισμό των ημερών μας και τις ρίζες του. Συνειδητή και η άλλη επιλογή της, να κόψει όλο το δεύτερο κομμάτι του βιβλίου και να επικεντρωθεί στο πρώτο από τότε που ο μικρός Χίθκλιφ φθάνει στο σπίτι της Κάθι και αναμεταξύ τους γεννιέται εκείνο το ιδιαίτερο και μοιραίο συναίσθημα. Τον ορφανό μικρό υιοθετεί ο κύριος Ερνσο, μετά όμως το θάνατό του, το περιβάλλον για τον Χίθκλιφ μετατρέπεται σε απάνθρωπα εχθρικό. Τολμηρή προσέγγιση με ρηξικέλευθη μορφή εστιάζει άγρια και ωμά στη σκοτεινή ιστορία έρωτα και πάθους που κινείται πέρα και πάνω από ό,τι χωρά το μυαλό. Κινητικότατη η κάμερα, ρίχνεται κυριολεκτικά πάνω στους δύο πρωταγωνιστές κι είναι σαν να θέλει να τους καταβροχθίσει για να φτάσει στα μύχια του είναι τους.

Παίζουν: Κάγια Σκοντελάριο, Σάνον Μπιρ, Σόλομον Γκλέιβ, Τζέιμς Χόσον, κ.ά.

Παραγωγή: Μ. Βρετανία (2011).


ΒΕΝΣΑΝ ΠΑΡΟΝΟ - ΜΑΡΖΑΝ ΣΑΤΡΑΠΙ
Κοτόπουλο με δαμάσκηνα

Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του διδύμου Μαρζάν Σατραπί και Βενσάν Παρονό - μετά την «PERSEPOLIS». Η ταινία - όπου τραγικότητα, χιούμορ, νοσταλγία, κομψότητα και εξωτικό στοιχείο διασταυρώνονται με εφευρετική ελευθερία με κινηματογραφικά είδη και στιλ - βασίζεται στο ομώνυμο άλμπουμ με εικονογραφημένα κόμικς της Ιρανής Σατραπί που το 2005 κέρδισε το πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ του Angouleme.

Ο Νασέρ Αλί, φημισμένος μουσικός ήδη από το 1930, ζει στην Τεχεράνη με το αγαπημένο του βιολί, δώρο του σεβαστού του δασκάλου. Μια μέρα του 1958, η γυναίκα του Φαρινγκίς καυγαδίζοντας μαζί του, το σπάει. Εκτοτε, ο μεγάλος βιολονίστας αισθάνεται να μην έχει πια λόγο ύπαρξης κι αφήνεται να σβήνει σιωπηλά, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και σκεπτόμενος όλους τους πιθανούς και δυνατούς τρόπους που θα μπορούσε κανείς να πεθάνει. Δεν βρίσκει όμως κανέναν που θα μπορούσε να φανεί ανάξιός του. Περιμένοντας το τέλος με τον άγγελο του θανάτου Αζραέλ, ξαναφέρνει στην μνήμη του το παρελθόν και ξαναζωντανεύει ιστορίες όπου πρωταγωνιστεί το βιολί του.

Παίζουν: Ματιέ Αμαλρίκ, Μαρία ντε Μεντέιρος, Κιάρα Μαστροϊάνι, Ιζαμπέλα Ροσελίνι κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία, Βέλγιο, Γερμανία (2011).


ΖΑΝ ΡΕΝΟΥΑΡ
Η μεγάλη Χίμαιρα

Στα μέσα της δεκαετίας του '30 εμφανίζεται και στη Γαλλία η ιδέα του Λαϊκού Μετώπου (ΛΜ), συνασπισμού κομμουνιστών/σοσιαλδημοκρατών κυρίως, με στόχο την απόκρουση του διαφαινόμενου κινδύνου του φασισμού και του πολέμου. Το 1935 ο κίνδυνος γίνεται περισσότερο από ορατός. Το 1936 το ΛΜ κερδίζει τις βουλευτικές εκλογές. Με τη δημιουργία του ΛΜ οι κομμουνιστές ήταν εκείνοι που δεσμεύτηκαν σε μια ευρείας έκτασης στροφή πολιτικού και, τελικά, ιδεολογικού χαρακτήρα, ενώ οι άλλοι συμβαλλόμενοι δεν δεσμεύτηκαν σε τίποτα απολύτως. Παραχωρήσεις έκαναν μόνο οι κομμουνιστές, ενώ ο αρχηγός της κυβέρνησης του ΛΜ Λεόν Μπλουμ διευκρίνιζε ότι «η κυβέρνηση του ΛΜ θα δράσει μέσα στα πλαίσια της σημερινής κοινωνίας». Δηλαδή, όπως αναφέρει ο Θανάσης Παπαρήγας στο εξαιρετικό βιβλίο του«Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Σκέψεις για μερικές πλευρές του»(εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»), «...οι κομμουνιστές έχουν ήδη αναλάβει μια υποχρέωση που αχρηστεύει οποιαδήποτε άλλη: Να υποστηρίξουν μια κυβέρνηση που δρα στα "πλαίσια της σημερινής κοινωνίας"». Ηδη στα τέλη του '36 ήταν σαφές ότι η κυβέρνηση του γαλλικού ΛΜ δεν κούνησε ούτε το δαχτυλάκι της για να σώσει την κυβέρνηση του ΛΜ στην Ισπανία και ότι δεν ανέτρεψε διόλου την πορεία προς το φασισμό και τον πόλεμο. Με φόντο τα παραπάνω και την επικείμενη προέλαση του Τρίτου Ράιχ, ο Ζαν Ρενουάρ γυρίζει το χειμώνα του 1936-'37 την ταινία «ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ». Η ταινία - από τις σημαντικότερες ταινίες, τόσο για τον πόλεμο όσο και στην ιστορία του κινηματογράφου - στόχο, μεταξύ άλλων, είχε να λειτουργήσει απαντητικά στο ζήτημα μιας μετωπικής σύγκρουσης με τη Γερμανία.


Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκονται δυο Γάλλοι αξιωματικοί που κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο αιχμαλωτίζονται από τους Γερμανούς. Παρά την κοινή τους εθνικότητα και την καθημερινή τους συνεργασία, στο να καταφέρουν να αποδράσουν από το στρατόπεδο που κρατούνται, οι δυο τους παραμένουν ξένοι, λόγω της ταξικής τους διαφοράς.

Ο Ζαν Γκαμπέν υποδύεται τον Μαρεσάλ, έναν ανεπιτήδευτο μηχανικό που προβιβάστηκε σε υπολοχαγό χάρη στη σημασία που απόκτησε η αεροπορία στη διεξαγωγή του πολέμου. Ο Μαρεσάλ δεν μπορεί να κατανοήσει τη σοφιστικέ κομψή συμπεριφορά και την επιφυλακτική απόσταση που κρατά ο αριστοκράτης συγκρατούμενός του - τον οποίο υποδύεται ο Πιέρ Φρενέ - που ως επί το πλείστον επιθυμεί να μένει μόνος, να ρίχνει πασιέντζες και απευθύνεται στον πληθυντικό στους συντρόφους του ενώ πλένει με σχολαστικότητα τα λευκά του γάντια. Ωστόσο, ο Γάλλος αριστοκράτης επικοινωνεί πολύ ευκολότερα με το Γερμανό ευγενή φύλακά του, ένα στρατιωτικό καριέρας με μονόκλ και επίσης λευκά γάντια, που υποδύεται ο μέγας Εριχ φον Στρόχαϊμ - επίκαιρος την ερχόμενη εβδομάδα με τη σκηνοθετική του ιδιότητα, λόγω της ταινίας του «ΑΠΛΗΣΤΙΑ», που βγαίνει στις αίθουσες. Και οι δυο αξιωματικοί ανήκουν σε έναν κόσμο υπεράνω «εθνικών συνόρων», που διέπεται από τις ίδιες τελετουργικές αβρότητες και το ίδιο επιτηδευμένα εξιδανικευμένο στιλ. Και οι δυο τους είναι σε θέση να συζητούν για αγώνες ιπποδρομίας που κέρδισαν τρόπαια ή για την αισθησιακή Φιφί, που αμφότεροι συνάντησαν το 1913 στο Παρίσι, στο «Maxim's». Η κοσμοπολίτικη κουλτούρα τους, τους παρέχει τη δυνατότητα να μιλά ο ένας τη γλώσσα του άλλου ή ακόμα και να συνδιαλέγονται σε μια τρίτη γλώσσα, που αμφότεροι χειρίζονται άριστα, στην προκειμένη περίπτωση τα αγγλικά, που εδώ μετατρέπονται σε γλώσσα ταξική, η οποία τους διαχωρίζει από τον περίγυρο των συμπατριωτών τους.

Ο Γάλλος όμως ξεχωρίζει σε κάτι από το Γερμανό ομογάλακτό του: Είναι ένας «διαφωτισμένος» αριστοκράτης, ενώ ο Γερμανός, ο Πρώσσος φαλακρός ευγενής, είναι ένα απολίθωμα που πεισματικά αρνείται να αποδεχθεί ότι ανήκει σε μια κοινωνική τάξη που ήδη έχει ολοκληρώσει τον κύκλο ζωής της. Οταν ο Γάλλος αριστοκράτης επισημαίνει ότι «άνδρες σαν τον Μαρεσάλ (Ζαν Γκαμπέν) είναι καλοί αξιωματικοί και καλοί στρατιώτες» ο Γερμανός ευγενής χαχανίζει περιφρονητικά: «Κομψό δώρο της Γαλλικής Επανάστασης!». Ο Γάλλος αριστοκράτης αντίθετα από τον Γερμανό αποδέχεται ορθολογικά ότι ο Μαρεσάλ ανήκει σε μια ανερχόμενη κοινωνική τάξη λέγοντας ότι «κανένας δεν μπορεί να κάνει κάτι για να εμποδίσει τη ροή του χρόνου». Και λίγο πριν πεθάνει, απευθυνόμενος στον Γερμανό ισότιμό του αναφέρει:

«Για έναν άνθρωπο του λαού, να πεθαίνει στον πόλεμο είναι φριχτό. Για σάς και για μένα είναι μια καλή λύση».

Με την αυτοθυσία του, ο Γάλλος αριστοκράτης, εισέρχεται στη σφαίρα μιας αδελφότητας (τάξης εθνικής) που μέχρι τώρα φρόντιζε να κρατά σε απόσταση, όπου οι ταξικές διαφορές «συμφιλιώνονται». Η προνομιούχα - προηγουμένως - τάξη υποκλίνεται στην εξέλιξη που συνοδεύει αναπόφευκτα το πέρασμα του χρόνου και παραμερίζει για να προσφέρει τη θέση της στην καινούργια - φτάνει να μην είναι απειλητική - ανερχόμενη τάξη. Βλέπετε... η ευγένεια υποχρεώνει ή μάλλον noblesse oblige!

Βέβαια, κατά τον συν-σεναριογράφο Spaak, στο σενάριο θα έπρεπε να τονίζεται ιδιαίτερα και η αμοιβαία αντιπάθεια των δύο Γάλλων, εκπροσώπων δύο διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, που μπορεί ο πόλεμος να τοποθέτησε στο ίδιο στρατόπεδο, η ειρήνη όμως θα τους ξανάστελνε σε δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους, ενεργοποιώντας εκ νέου την αναμεταξύ τους αντιπαλότητα. Εξ ου και ο τίτλος «Χίμαιρα», για την αγία συμμαχία πέρα από ταξικά σύνορα.

Με χωλαίνουσα ταξική ανάλυση, ο Ρενουάρ αποφεύγει να τοποθετήσει τον πόλεμο σε οικονομικο-πολιτικά πλαίσια και να επεξηγήσει τις αιτίες που τον προκαλούν. Αντί για τη φρικιαστική περιγραφή της κόλασης του μετώπου, μας οδηγεί σε ψυχολογικά πλαίσια και σε συναρπαστικές στιγμές καταμέτρησης της δύναμης και του συσχετισμού ανάμεσα στους κρατούμενους και τους κρατούντες.

«Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ» σημείωσε μεγάλη επιτυχία στην πρεμιέρα της τον Ιούνη του 1937 και ομόθυμη σχεδόν η κριτική την εξύψωσε στα ουράνια. Η ταινία έγινε κάτι σαν τεστ Rorschach (για περιπτώσεις δικανικής αξιολόγησης) με τις εναλλαγές και την ύφανση στον ιστό της διαφορετικών στρώσεων από μοτίβα και συναισθηματικούς τόνους πράγματι αντιθετικά που όμως εδώ λειώνει το ένα μέσα στο άλλο χάρη στην «αντικειμενικότητα» προς όλες τις πλευρές που βρίσκεται στην υπηρεσία ενός ουμανιστικού πάθους για τον Ανθρωπο. Αδελφότης και Ειρήνη. Η Αριστερά έκανε αναλύσεις επί αναλύσεων για το πώς οι ταξικές διαφορές και η αλληλεγγύη έξω από τα εθνικά σύνορα λειτουργεί πιο έντονα απ' όσο εντός συνόρων ανάμεσα στις τάξεις, ενώ αντίθετα η Δεξιά τόνιζε πως ο πόλεμος και η αιχμαλωσία μπορούν να συνενώσουν τις κοινωνικές τάξεις σε μια εθνική αδελφότητα. Μετά από κάποιον καιρό η εφημερίδα του ΓΚΚ «Humanite» σημείωνε ότι στον επίλογο της ταινίας ο Μαρεσάλ δεν έμεινε τελικά με την Γερμανίδα αγρότισσα, από τη σύμμαχη κοινωνική τάξη που τον περιέθαλψε, αλλά έφυγε. Το γεγονός κατακρίνεται ως μορφή λιποταξίας...

Παίζουν: Ζαν Γκαμπέν, Πιέρ Φρενέ, Εριχ φον Στρόχαϊμ, Ντιτά Παρλό κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία (1937).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ