ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 26 Γενάρη 2012
Σελ. /32
Μεγάλη η απώλεια...

Η είδηση για τον αιφνίδιο και τραγικό θάνατο του Θόδωρου Αγγελόπουλου ήρθε να προστεθεί σωρευτικά στο ήδη μαύρο κλίμα των ημερών. Εκφράζοντας ειλικρινή συλλυπητήρια στην οικογένειά του στέκεται κανείς και με θλίψη συνειδητοποιεί ότι το είδος των ανθρώπων της Τέχνης και του Πνεύματος που ορθώνουν ανάστημα στη συντριπτική επίθεση γενικευμένης αποβλάκωσης τείνει δυστυχώς προς αφανισμό ...

Κατά τα άλλα, αυτήν τη βδομάδα προβάλλονται στις αίθουσες τέσσερεις φρέσκιες ταινίες και μια σημαντική επανέκδοση του 1929 που μοιάζει σημερινά σύγχρονη.

Στην ελληνική αισθηματική ταινία «ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ» (2011) του Παναγιώτη Φαφούτη, τέσσερα ζευγάρια μέσα στο χάος, τα εκτυφλωτικά φώτα και τα φανταχτερά χρώματα του καρναβαλιού προσπαθούν, πίσω από τις μάσκες τους, να βρουν τον δικό τους παράδεισο. Με τους: Νατάσα Ζάγκα, Μιχάλη Φωτόπουλο, Ολια Λαζαρίδου, Ερρίκο Λίτση μεταξύ των συμμετεχόντων.

Στην τρισδιάστατη, αμερικανική περιπέτεια τρόμου, φαντασίας και δράσης του 2012 και με τίτλο «UNDERWORLD: Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ 3D» δίνεται ακόμα πιο λυσσαλέα η μάχη μεταξύ Βρυκολάκων και Λυκάνθρωπων, με ακόμα πιο αιματηρές σκηνές μάχης μέσα σε ακόμα πιο βλοσυρή γοτθική ατμόσφαιρα. Σκηνοθέτες οι Μονς Μόρλιντ και Μπγιορν Στάιν.


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ


ΓΚΕΟΡΓΚ ΒΙΛΧΕΛΜ ΠΑΜΠΣΤ
Το κουτί της Πανδώρας

Οπως αναφέρει η Λόττε Αϊσλερ στο βιβλίο «Η Δαιμονική Οθόνη» η περίπτωση του Γκέοργκ Βίλχελμ Παμπστ είναι εξαιρετικά παράδοξη δεδομένου ότι πρόκειται για έναν σκηνοθέτη αξιόλογο και ταυτόχρονα απογοητευτικό. Αξιόλογο λόγω της διαίσθησης που διαθέτει, της οξυδέρκειας και των βαθιών ψυχολογικών του γνώσεων που τον βοηθούν να χρησιμοποιεί την κάμερα σαν μηχάνημα ακτινογραφίας και απογοητευτικός γιατί το έργο του που διακρίνεται για εξαίσια οπτικά χαρίσματα και υψηλή μαεστρία πέφτει συνεχώς σε αντιφάσεις. Οι δύο τελευταίες του βωβές ταινίες από το 1929, «ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ» και «ΤΡΕΙΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ» έχουν κοινό παρανομαστή - εκτός από την Αμερικανίδα πρωταγωνίστρια Λουίζ Μπρουκς - το ότι αναφέρονται στη ζωή ιεροδούλων και στον τρόπο με τον οποίο ο ξεπεσμός τους σχετίζεται με τη γενικότερη παρακμή της σύγχρονής του κοινωνίας.

Από τα μέσα της δεκαετίας του '20 η κυρίαρχη τάση στο γερμανικό κινηματογράφο διαγράφεται η, τουλάχιστον επιφανειακή, επιστροφή σε μια κοινωνική κανονικότητα με συνέπεια την απομάκρυνσή του από τα μαλακά και εξεζητημένα ψυχολογικά θέματα του εξπρεσιονισμού και του Kammerspiel με κατεύθυνση προς ένα είδος λογοτεχνικού ρεαλισμού, κάτι που εκφράζεται μέσα από τις επονομαζόμενες ταινίες δρόμου, με ρεαλισμό που ωστόσο εξακολουθεί να παράγεται εντός των κινηματογραφικών στούντιο. Το σύνολο των ταινιών που παράγονται την περίοδο αυτή αντιμετωπίζουν ρεαλιστικά τα προβλήματα των κοινών ανθρώπων κατά την μεταπολεμική περίοδο του πληθωρισμού, ενσαρκώνοντας το πνεύμα της Νέας Αντικειμενικότητας που διαπερνούσε τη γερμανική κοινωνία και τέχνη σε όλα τα επίπεδα. Κυνισμός, παραίτηση, απογοήτευση και μια επιθυμία αποδοχής της ζωής όπως ακριβώς είναι, ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά της και όλα αυτά μεταφράστηκαν σε έναν τύπο ζοφερού ρεαλισμού με αδιαφιλονίκητο μάστορα στο είδος τον αυστριακής καταγωγής σκηνοθέτη Γκέοργκ Βίλχελμ Παμπστ.


Ο Παμπστ φτιάχνει ένα αυθεντικό κινηματογραφικό έργο εμπνευσμένο από δύο θεατρικά του Φρανκ Βέντεκιντ, το «ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΓΗΣ» (1895) και το «ΛΟΥΛΟΥ» (1903) τα οποία όταν πρωτοδημοσιεύτηκαν χαρακτηρίστηκαν άσεμνα. Η κινηματογραφική σύζευξη των δύο αυτών θεατρικών είχε για πρώτη φορά επιχειρηθεί το 1922 σαν διδακτικός μύθος μιας πόρνης που στο τέλος πληρώνει για τις αμαρτίες της. Και η ταινία του Παμπστ όταν πρωτοβγήκε στις αίθουσες το 1929 με τον τίτλο «ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ» προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση και παντού λογοκρίθηκε έντονα. Το φιλμ συνιστά μια από τις κορυφές στον κινηματογράφο του Παμπστ για το πλέγμα ισορροπίας ανάμεσα στον ερωτισμό της αποπλάνησης και στην τραγική αίσθηση της αθωότητας. Η Λουλού κατά τον Βέντεκιντ δεν είναι ένας πραγματικός χαρακτήρας, είναι η προσωποποίηση της αρχέγονης σεξουαλικότητας που εν αγνοία της τροφοδοτεί το Κακό. Είναι ένας αμιγώς παθητικός ρόλος. Η προσέγγιση του Παμπστ διαφέρει από την προγενέστερη ως προς την ηθική αποστασιοποίηση της πρωταγωνίστριας. Παρουσιάζει μια αλληλουχία γεγονότων όπου όλοι όσοι συμμετέχουν αναζητούν την ευτυχία, είτε μέσα από τη στιγμιαία σεξουαλική ικανοποίηση είτε μέσα από τον πλούτο και την κοινωνική αναγνώριση. Η πανέμορφη, αθώα γυναίκα που δέχεται παθητικά την σεξουαλικότητά της και προκαλεί στους αδύναμους άνδρες που τη λατρεύουν την αυτοκαταστροφή, είναι εξίσου πόρνη και εξιλαστήριο θύμα. Γιατί δεν πιστεύει ότι διαπράττει αμαρτία, άρα δεν πιστεύει και στην «υποχρέωση» ανταπόδοσης. Η πραγματική δύναμη της ταινίας ωστόσο γεννιέται κατά κύριο λόγο από τη συνάντηση του ταλέντου του Παμπστ με τη μαγική παρουσία της Αμερικανίδας στάρλετ με σπουδές χορού από το Κάνσας που μεταμορφώθηκε στο κατ' εξοχήν πρόσωπο όχι μόνο του βωβού κινηματογράφου αλλά έγινε η «εικόνα» μιας ολόκληρης εποχής.

Και αποδείχθηκε ορθή η διαίσθηση του Παμπστ να παρακάμψει την επιθυμία των παραγωγών να προσλάβει για τον ρόλο της Λουλού «του αιώνιου αντικείμενου του πόθου που όλοι ανταγωνίζονται να κερδίσουν λίγη από τη ζεστασιά του βλέμματός της κι εκείνη ζει απ' αυτό», τη δημοφιλέστατη Μαρλένε Ντίτριχ, η οποία ήταν πολύ μεγάλη και πολύ προφανής για το ρόλο. «Μια αισθησιακή της ματιά αρκούσε για να ολισθήσει η ταινία στο μπουρλέσκ».

Η Λουλού, η νέα, ωραία και ηδυπαθής κόρη ενός ζητιάνου (το αποκαλύπτει μόνο προς το τέλος του φιλμ), γοητεύει με τον αρχέγονο ερωτισμό της τους πάντες, άνδρες και γυναίκες και παίρνει πάντα αυτό που θέλει. Παντρεύεται τον μεγαλοαστό Sch?n, έχει μια ακαθόριστη φιλία με τον ακροβάτη Rodrigo και ερωτοτροπεί με τον νεαρό καλλιτέχνη γιο του Sch?n, ενώ συνειδητοποιούμε ότι ο πραγματικός της πατέρας ο Schilgoch ανέκαθεν συμπεριφερόταν ούτε λίγο ούτε πολύ, ως προαγωγός της κόρης. Ολοι χάνονται μέσα στα μάτια της Λουλού, επειδή το ένστικτό της δε γνωρίζει μασκαρέματα και οι άνδρες που οι δρόμοι τους διασταυρώνονται μαζί της αναγνωρίζουν μέσα απ' αυτήν, την υποκρισία της ζωής τους αλλά και τη δική τους απώλεια. Μετά από δραματικές περιπέτειες, η Λουλού κατηγορείται για φόνο, δραπετεύει με το γιο του συζύγου της και βρίσκεται σε μόνιμη φυγή. Η εξαθλιωμένη ζωή της θα λάβει τέλος κάπου στην ομίχλη στα βρώμικα χριστουγεννιάτικα σοκάκια του Λονδίνου όπου, ξεπεσμένη όσο πιο χαμηλά γίνεται ψαρεύει πελάτες στο δρόμο. Η ανάγκη για αποδοχή που πηγάζει από τον αρχέγονο αυτό ερωτισμό της, θα την κάνει να πέσει νεκρή από τα χτυπήματα του Τζακ του Αντεροβγάλτη, την ώρα που παρελαύνει ο Στρατός της Σωτηρίας.

Ανατριχιαστικά βίαιη ιστορία λαγνείας, ζήλειας, προδοσίας και φόνου με ρευστή ατμόσφαιρα με μικρές λεπτομέρειες, πομπώδη εφέ και τυπική βερολινέζικη αρχιτεκτονική εσωτερικών χώρων της εποχής. Ο χαρακτήρας της ταινίας καθορίζεται από τα γκρο πλάνα, με την φωσφορίζουσα ομίχλη του Λονδίνου σαν οπτική υπόκρουση, σαν ακομπανιαμέντο στα πλάνα αυτά και ειδική μνεία για τη σεκάνς των θεατρικών παρασκηνίων στην τρίτη πράξη. Η καλύτερη απόδειξη για το θεατρικό παρελθόν κάποιου που από το θέατρο μεταπήδησε στο σινεμά. Εκπληκτικός κινηματογράφος!

Παίζουν: Λουίζ Μπρουκς, Φριτς Κόρτνερ, Φραντς Λέντερερ, Αλις Ρόμπερτς, Ζίγκφριντ Αρνο, κ.ά.

Παραγωγή: Γερμανία (1929).


ΑΣΓΚΕΡ ΛΕΘ
Στενά περιθώρια

Εχει κάτι από την εικόνα του κωμικού του βωβού κινηματογράφου Harold Lloyd, του κρεμασμένου από το ρολόι στην περίφημη ταινία των Newmeyer και Taylor του 1923 «SAFETY LAST», έτσι «κρεμασμένος» στο περβάζι ενός ουρανοξύστη του Μανχάταν ο Νικ Κάσιντι, πρώην αστυνομικός, θύμα δολοπλοκίας ενός σάπιου ως το κόκκαλο συστήματος που θεοποιεί το κέρδος και καταδικασμένος σε 25ετή κάθειρξη. Δραπετεύει θεαματικά και στήνει μια ζηλευτή παράσταση για να μπορέσει να αποδείξει την αδιάσειστη αθωότητά του. Εξαιρετικό το θρίλερ ληστείας του Ασγκερ Λετ. Πραγματικά value for money.

Στην ταινία, τη δομημένη με θαυμαστή εξυπνάδα, ο καλός εξαναγκάζεται να παρανομήσει για να υπερασπιστεί το νόμο. Τώρα, ποιο νόμο ... Αυτόν που ο μεγαλοεπιχειρηματίας έχει πλήρως εξαγοράσει και ελέγχει ώστε να μπορεί και στο μέλλον να κάνει αυτό που ο ίδιος δηλώνει ξεκάθαρα: «Με την κρίση νόμιζα ότι τελειώσαμε, αλλά αυτό το καλό έχει η χώρα μας. Αν το θες πολύ, ξαναγυρίζεις νικητής!». Με στρατηγικές αφήγησης που ξεπηδούν από το γεροδεμένο κορμό της ιστορίας σαν παρακλάδια που αναπτύσσονται αυτόνομα, αλλά επιστρέφουν σ' αυτόν. Με όλα τα συστατικά που απαιτεί το μοντέλο για τις ταινίες του είδους και με πλήρη αποφυγή προτάσεων ή λύσεων κλισέ. Με ίντριγκα, γρήγορους ρυθμούς, ένταση, αγωνία, κορυφώσεις και μικρές ή μεγαλύτερες ανατροπές. Με τον ήρωα καρφωμένο στο περβάζι, στα πιο ψηλά πατώματα ενός ουρανοξύστη του Μανχάταν - δεν χρησιμοποίησαν σκηνικό - και την ξανθιά αστυνομικό που έχει αναλάβει τις διαπραγματεύσεις με τον «εκβιαστή» παραδίπλα. Με λήψεις μεγαλειώδεις, με το συγκεντρωμένο στα πεζοδρόμια πλήθος, ίδιος χορός αρχαίου δράματος, να πληροί τη λειτουργία των χορικών... Με ελάχιστη «κοιλίτσα» στα ντουέτα του νεαρού ζευγαριού εν ώρα ληστείας, αλλά κυρίως, χωρίς επαναλήψεις - κάτι ιδιαίτερα βαρετό στις ταινίες δράσης. Και στο τέλος ίδια από μηχανής θεός η υπέρβαση, για να φέρει το happy end... Να μην ξεχνάμε. Είναι σινεμά. Είναι μυθοπλασία κι έχουμε εξαρχής αποδεχθεί τη συμφωνία ότι στην οθόνη δεν θα μας πουν αλήθεια, αλλά κάτι που θα μοιάζει σαν τέτοια...

Παίζουν: Σαμ Γουόρθινγκτον, Ελίζαμπεθ Μπανκς, Εντ Χάρις, Τζέιμι Μπελ, Τζένεσις Ροντρίγκες, Αντονι Μακί, Τίτους Γουέλιβερ κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2012).


ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΕΪΝ
Οι απόγονοι

Από την μετά Μπάτμαν και Ρόμπιν εποχή, ο συνεπής στην αξιοπρεπή ρότα επαγγελματικών επιλογών Τζορτζ Κλούνι, καίτοι αισθησιακός σούπερ σταρ, συνήθισε το κοινό του σε διακριτικούς ρόλους σε έξυπνες ταινίες. Το μετριοπαθές και χωρίς εξάρσεις οικογενειακό δράμα του ενδιαφέροντος σκηνοθέτη Αλεξάντερ Πέιν ανήκει ακριβώς σε αυτήν την κατηγορία. Είναι η πρώτη ταινία του υπερτιμημένου έως το 2004 Πέιν - όταν με την αριστουργηματική ταινία «SIDEWAYS» κατέγραψε ένα εξαίρετο παράδειγμα αισθητικής νηφαλιότητας και θέλησης να σκάψει σε βάθος στην ψυχή και στα συναισθήματα των κοινών ανθρώπων. Μετά από εφτά ολόκληρα χρόνια ο Πέιν επανακάμπτει με το φιλμ «ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ» που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Kaui Hart Hemmings.

Hρωας της ιστορίας ο Ματ Κινγκ. Ο Κινγκ είναι γέννημα - θρέμμα της Χαβάης, κάποια προ, προ, προγιαγιά του παντρεύτηκε έναν λευκό ιεραπόστολο και το γενεαλογικό δέντρο του άρχισε να βγάζει ρίζες που σήμερα, μετά από 150 χρόνια, είναι πολύ βαθιές. Δικηγόρος ο ίδιος και διαχειριστής - εξ ονόματος των πολυπληθών συγγενών του - μιας τεράστιας παραθαλάσσιας έκτασης, την οποία σύσσωμοι οι κληρονόμοι σχεδιάζουν να πουλήσουν έναντι εκατομμυρίων δολαρίων. Ετσι στην παρθένα σήμερα τουριστικής αξίας γη προγραμματίζεται η κατασκευή ενός τεράστιου ιδιωτικού ξενοδοχειακού συγκροτήματος, με εμπορικό κέντρο, με χώρους διασκέδασης, με γήπεδα γκολφ, με ιδιωτική παραλία και όλα τα συναφή, που φυσικά θα καταστρέψουν ακόμα έναν όρμο φυσικής καλλονής. Τη σημαντική αυτή αγοραπωλησία έρχεται να σκιάσει το γεγονός ότι η σύζυγος του Κινγκ, Ελίζαμπεθ, βρίσκεται σε μη αντιστρέψιμο κώμα μετά από ένα δυστύχημα που συνέβη σε αγώνες θαλάσσιων σπορ, ενώ η μεγαλύτερή του κόρη, η 17χρονη Αλεξάνδρα, συνεχίζει να διανύει περίοδο εφηβικής εξέγερσης και η συμπεριφορά της δεκάχρονης Σκότι έχει αλλάξει και παραπέμπει σε ύπαρξη ψυχολογικών προβλημάτων. Ο πόνος του εργασιομανή και κατ' επέκταση αποστασιοποιημένου από την οικογενειακή καθημερινότητα Κινγκ μετατρέπεται σε απογοήτευση και εκρηκτικό θυμό όταν ανακαλύπτει ότι η γυναίκα του - που τώρα πια απομένει στους οικείους της να αποφασίσουν το πότε θα διακοπεί η τεχνητή υποστήριξη ώστε να πεθάνει, όπως η ίδια επιθυμούσε, «αξιοπρεπώς» - είχε έναν εξωσυζυγικό δεσμό ...και μάλιστα σκόπευε να του ζητήσει διαζύγιο. Ο Κινγκ, προδομένος και απελπισμένος μέλλων χήρος, αποφασίζει να πέσει με τα μούτρα στο κυνήγι της ανακάλυψης της ταυτότητας του αγαπητικού της γυναίκας του.

Τα παραπάνω, βέβαια, συνιστούν απλώς τους όρους και τις προϋποθέσεις, αναπόφευκτα δηλαδή συστατικά δυσλειτουργίας για τη δραματουργική κατασκευή ενός οικογενειακού δράματος. Παρότι αυτό το κινηματογραφικό είδος, που στις μέρες μας ανθεί, κάνει κατάχρηση της λύσης της «θεραπείας», ο Πέιν, χωρίς τη βοήθεια θεραπείας, κάνει με το οικογενειακό του δράμα καλή δουλειά! Στην ταινία, πάρα πολλά έχουν να κάνουν με το τι κάνει κανείς και τι δεν κάνει, αλλά και με το να μην έχεις την παραμικρή ιδέα για το αν αυτό που κάνεις είναι το σωστό. Με ειρωνεία, σαρκασμό, ευαισθησία και τεχνογνωσία η ταινία δείχνει πως και οι πιο παράλογες καταστάσεις εμφανίζονται ακριβώς τη στιγμή που ο ανθρώπινος πόνος βρίσκεται στο απόγειό του. Το φιλμ δομείται πάνω σε πορτρέτα απολύτως κοινών ανθρώπων που μέσα στη δυσκολία τους χάνουν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους και τη σιγουριά τους, πασχίζουν όμως να ανακτήσουν ή να διαμορφώσουν μια νέα, μια καινούρια ισορροπία βασισμένη σε διαφορετικές βάσεις από εκείνες της πρότερης, της αρχικής δηλαδή ισορροπίας.

Ο Πέιν αφήνει τη διαμόρφωση της ουσίας της ταινίας στα καδραρίσματα των προσώπων και των χώρων, όπως επίσης στους μεστούς, καθημερινούς, ρεαλιστικούς διαλόγους. Με αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο και με γραμμική σκηνοθεσία, χαμηλών τόνων - σύμφωνα με το γνωστό, προσωπικό του στιλ - ο Πέιν φτιάχνει μια ανθρώπινη ταινία που αγγίζει το θεατή, ακριβώς γιατί αναφέρεται σε χαρακτήρες και προβλήματα που ελάχιστα απέχουν από αυτά που απασχολούν έναν κοινό άνθρωπο. Βέβαια αντικειμενικά είναι ο Κλούνι που επωμίζεται το βάρος της ταινίας, αυτός συνιστά τη ραχοκοκαλιά και το μοχλό εξέλιξης της ιστορίας. Οπως σ' αυτόν ανήκει η μερίδα του λέοντος των επαινετικών σχολίων και απόψεων για το αποτέλεσμα. Ο Κλούνι ενσαρκώνει, μετατρέποντας σε ερμηνευτική ωριμότητα τη σιγουριά που του χαρίζουν τα φυσικά του προσόντα και οι διάσπαρτοι, πρωτόγνωρα αστείοι τόνοι, το ρόλο ενός καταθλιπτικού, αποξενωμένου και μπερδεμένου μεσήλικα που αναζητά υπαρξιακή αποκατάσταση. Με απλότητα, ειλικρίνεια, πειστικότητα και πλήθος εκλεπτυσμένα κωμικών στιγμών - ακριβώς λόγω της αφαιρετικής, ερμηνευτικής προσέγγισης που έχει χαράξει - ο Κλούνι συνθέτει εξαίρετα το πορτρέτο αυτού του «μικρού» πολιτισμένου, συμπαθητικού ανθρώπου. Δίπλα του και γύρω του κινούνται υποστηρικτικά γνωστοί και άγνωστοι καρατερίστες ηθοποιοί με ερμηνείες άξιες μνείας.

Αξια συμπρωταγωνίστρια του δικηγόρου Κινγκ, η 50ή Πολιτεία των ΗΠΑ, η εξωτική Χαβάη. Γνωστή και ως επίγειος παράδεισος. Αυτή την εικόνα θέλουν οι παραγωγοί της ταινίας να πάρουμε εμείς, οι θεατές, οι εν δυνάμει αυριανοί τουρίστες. Γι' αυτό και η ξενάγηση στην ιδιαιτερότητα του τόπου και του πολιτισμού εισβάλλει εμφατικά παντού σε αντιδιαστολή με την κυρίαρχη ισοπεδωτικά παγκοσμιοποιημένη ομοιομορφία. Αξονας της ξενάγησης, που γύρω του περιστρέφεται όλη αυτή η ιδιαίτερη ομορφιά, από την τροπική φύση ως τις εξωτικές γεύσεις, μυρωδιές και ήχους, η μουσική ενός πολιτισμού και ακούσματα που πλημμυρίζει ή μάλλον κατακλύζουν ευχάριστα κάθε μόριο της ταινίας.

Παίζουν: Τζορτζ Κλούνι, Σέιλιν Γούντλι, Αμάρα Μίλερ, Νικ Κρόουζ, Μπο Μπρίτζες, Μάθιου Λίλιαρντ, Τζούντι Γκριρ κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ