Πέμπτη 26 Γενάρη 2012
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΓΚΕΟΡΓΚ ΒΙΛΧΕΛΜ ΠΑΜΠΣΤ
Το κουτί της Πανδώρας

Οπως αναφέρει η Λόττε Αϊσλερ στο βιβλίο «Η Δαιμονική Οθόνη» η περίπτωση του Γκέοργκ Βίλχελμ Παμπστ είναι εξαιρετικά παράδοξη δεδομένου ότι πρόκειται για έναν σκηνοθέτη αξιόλογο και ταυτόχρονα απογοητευτικό. Αξιόλογο λόγω της διαίσθησης που διαθέτει, της οξυδέρκειας και των βαθιών ψυχολογικών του γνώσεων που τον βοηθούν να χρησιμοποιεί την κάμερα σαν μηχάνημα ακτινογραφίας και απογοητευτικός γιατί το έργο του που διακρίνεται για εξαίσια οπτικά χαρίσματα και υψηλή μαεστρία πέφτει συνεχώς σε αντιφάσεις. Οι δύο τελευταίες του βωβές ταινίες από το 1929, «ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ» και «ΤΡΕΙΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ» έχουν κοινό παρανομαστή - εκτός από την Αμερικανίδα πρωταγωνίστρια Λουίζ Μπρουκς - το ότι αναφέρονται στη ζωή ιεροδούλων και στον τρόπο με τον οποίο ο ξεπεσμός τους σχετίζεται με τη γενικότερη παρακμή της σύγχρονής του κοινωνίας.

Από τα μέσα της δεκαετίας του '20 η κυρίαρχη τάση στο γερμανικό κινηματογράφο διαγράφεται η, τουλάχιστον επιφανειακή, επιστροφή σε μια κοινωνική κανονικότητα με συνέπεια την απομάκρυνσή του από τα μαλακά και εξεζητημένα ψυχολογικά θέματα του εξπρεσιονισμού και του Kammerspiel με κατεύθυνση προς ένα είδος λογοτεχνικού ρεαλισμού, κάτι που εκφράζεται μέσα από τις επονομαζόμενες ταινίες δρόμου, με ρεαλισμό που ωστόσο εξακολουθεί να παράγεται εντός των κινηματογραφικών στούντιο. Το σύνολο των ταινιών που παράγονται την περίοδο αυτή αντιμετωπίζουν ρεαλιστικά τα προβλήματα των κοινών ανθρώπων κατά την μεταπολεμική περίοδο του πληθωρισμού, ενσαρκώνοντας το πνεύμα της Νέας Αντικειμενικότητας που διαπερνούσε τη γερμανική κοινωνία και τέχνη σε όλα τα επίπεδα. Κυνισμός, παραίτηση, απογοήτευση και μια επιθυμία αποδοχής της ζωής όπως ακριβώς είναι, ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά της και όλα αυτά μεταφράστηκαν σε έναν τύπο ζοφερού ρεαλισμού με αδιαφιλονίκητο μάστορα στο είδος τον αυστριακής καταγωγής σκηνοθέτη Γκέοργκ Βίλχελμ Παμπστ.


Ο Παμπστ φτιάχνει ένα αυθεντικό κινηματογραφικό έργο εμπνευσμένο από δύο θεατρικά του Φρανκ Βέντεκιντ, το «ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΓΗΣ» (1895) και το «ΛΟΥΛΟΥ» (1903) τα οποία όταν πρωτοδημοσιεύτηκαν χαρακτηρίστηκαν άσεμνα. Η κινηματογραφική σύζευξη των δύο αυτών θεατρικών είχε για πρώτη φορά επιχειρηθεί το 1922 σαν διδακτικός μύθος μιας πόρνης που στο τέλος πληρώνει για τις αμαρτίες της. Και η ταινία του Παμπστ όταν πρωτοβγήκε στις αίθουσες το 1929 με τον τίτλο «ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ» προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση και παντού λογοκρίθηκε έντονα. Το φιλμ συνιστά μια από τις κορυφές στον κινηματογράφο του Παμπστ για το πλέγμα ισορροπίας ανάμεσα στον ερωτισμό της αποπλάνησης και στην τραγική αίσθηση της αθωότητας. Η Λουλού κατά τον Βέντεκιντ δεν είναι ένας πραγματικός χαρακτήρας, είναι η προσωποποίηση της αρχέγονης σεξουαλικότητας που εν αγνοία της τροφοδοτεί το Κακό. Είναι ένας αμιγώς παθητικός ρόλος. Η προσέγγιση του Παμπστ διαφέρει από την προγενέστερη ως προς την ηθική αποστασιοποίηση της πρωταγωνίστριας. Παρουσιάζει μια αλληλουχία γεγονότων όπου όλοι όσοι συμμετέχουν αναζητούν την ευτυχία, είτε μέσα από τη στιγμιαία σεξουαλική ικανοποίηση είτε μέσα από τον πλούτο και την κοινωνική αναγνώριση. Η πανέμορφη, αθώα γυναίκα που δέχεται παθητικά την σεξουαλικότητά της και προκαλεί στους αδύναμους άνδρες που τη λατρεύουν την αυτοκαταστροφή, είναι εξίσου πόρνη και εξιλαστήριο θύμα. Γιατί δεν πιστεύει ότι διαπράττει αμαρτία, άρα δεν πιστεύει και στην «υποχρέωση» ανταπόδοσης. Η πραγματική δύναμη της ταινίας ωστόσο γεννιέται κατά κύριο λόγο από τη συνάντηση του ταλέντου του Παμπστ με τη μαγική παρουσία της Αμερικανίδας στάρλετ με σπουδές χορού από το Κάνσας που μεταμορφώθηκε στο κατ' εξοχήν πρόσωπο όχι μόνο του βωβού κινηματογράφου αλλά έγινε η «εικόνα» μιας ολόκληρης εποχής.

Και αποδείχθηκε ορθή η διαίσθηση του Παμπστ να παρακάμψει την επιθυμία των παραγωγών να προσλάβει για τον ρόλο της Λουλού «του αιώνιου αντικείμενου του πόθου που όλοι ανταγωνίζονται να κερδίσουν λίγη από τη ζεστασιά του βλέμματός της κι εκείνη ζει απ' αυτό», τη δημοφιλέστατη Μαρλένε Ντίτριχ, η οποία ήταν πολύ μεγάλη και πολύ προφανής για το ρόλο. «Μια αισθησιακή της ματιά αρκούσε για να ολισθήσει η ταινία στο μπουρλέσκ».

Η Λουλού, η νέα, ωραία και ηδυπαθής κόρη ενός ζητιάνου (το αποκαλύπτει μόνο προς το τέλος του φιλμ), γοητεύει με τον αρχέγονο ερωτισμό της τους πάντες, άνδρες και γυναίκες και παίρνει πάντα αυτό που θέλει. Παντρεύεται τον μεγαλοαστό Sch?n, έχει μια ακαθόριστη φιλία με τον ακροβάτη Rodrigo και ερωτοτροπεί με τον νεαρό καλλιτέχνη γιο του Sch?n, ενώ συνειδητοποιούμε ότι ο πραγματικός της πατέρας ο Schilgoch ανέκαθεν συμπεριφερόταν ούτε λίγο ούτε πολύ, ως προαγωγός της κόρης. Ολοι χάνονται μέσα στα μάτια της Λουλού, επειδή το ένστικτό της δε γνωρίζει μασκαρέματα και οι άνδρες που οι δρόμοι τους διασταυρώνονται μαζί της αναγνωρίζουν μέσα απ' αυτήν, την υποκρισία της ζωής τους αλλά και τη δική τους απώλεια. Μετά από δραματικές περιπέτειες, η Λουλού κατηγορείται για φόνο, δραπετεύει με το γιο του συζύγου της και βρίσκεται σε μόνιμη φυγή. Η εξαθλιωμένη ζωή της θα λάβει τέλος κάπου στην ομίχλη στα βρώμικα χριστουγεννιάτικα σοκάκια του Λονδίνου όπου, ξεπεσμένη όσο πιο χαμηλά γίνεται ψαρεύει πελάτες στο δρόμο. Η ανάγκη για αποδοχή που πηγάζει από τον αρχέγονο αυτό ερωτισμό της, θα την κάνει να πέσει νεκρή από τα χτυπήματα του Τζακ του Αντεροβγάλτη, την ώρα που παρελαύνει ο Στρατός της Σωτηρίας.

Ανατριχιαστικά βίαιη ιστορία λαγνείας, ζήλειας, προδοσίας και φόνου με ρευστή ατμόσφαιρα με μικρές λεπτομέρειες, πομπώδη εφέ και τυπική βερολινέζικη αρχιτεκτονική εσωτερικών χώρων της εποχής. Ο χαρακτήρας της ταινίας καθορίζεται από τα γκρο πλάνα, με την φωσφορίζουσα ομίχλη του Λονδίνου σαν οπτική υπόκρουση, σαν ακομπανιαμέντο στα πλάνα αυτά και ειδική μνεία για τη σεκάνς των θεατρικών παρασκηνίων στην τρίτη πράξη. Η καλύτερη απόδειξη για το θεατρικό παρελθόν κάποιου που από το θέατρο μεταπήδησε στο σινεμά. Εκπληκτικός κινηματογράφος!

Παίζουν: Λουίζ Μπρουκς, Φριτς Κόρτνερ, Φραντς Λέντερερ, Αλις Ρόμπερτς, Ζίγκφριντ Αρνο, κ.ά.

Παραγωγή: Γερμανία (1929).


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ