«ΑΝΤΙΟ, ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΜΟΥ» τιτλοφορείται το γαλλικό δράμα εποχής του Μπενουά Ζακό, παραγωγής 2012, βασισμένο στη νουβέλα της Σαντάλ Τομάς «Lesadieuxala Reine». Λίγες μέρες πριν το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης και η Αυλή των Βερσαλλιών συνεχίζει να ζει στους δικούς της ρυθμούς. Οταν τα νέα για την άλωση της Βαστίλης καταφθάνουν, όλοι εγκαταλείπουν το καράβι σαν τα ποντίκια, εκτός από την αναγνώστρια της Μαρίας Αντουανέττας που αρνείται να φύγει μη γνωρίζοντας ότι αυτές είναι οι τελευταίες μέρες που περνά δίπλα στη βασίλισσά της. Με την Ντιάν Κρούγκερ στο ρόλο της βασίλισσας και την Λεά Σεντού στο ρόλο της αναγνώστριας.
«ΡΟΚ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ» είναι ο τίτλος του αισθηματικού μιούζικαλ αμερικανικής παραγωγής 2012, σε σκηνοθεσία Ανταμ Σάνκμαν, το οποίο βασίζεται σε ομώνυμη μουσική, θεατρική επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ, το 2006. Το φιλμ αφηγείται την ιστορία της Σέρι και του Χιου και το «ροκ ν' ρολ» ρομάντζο τους, που ξεδιπλώνεται υπό τους ήχους διαχρονικών μουσικών επιτυχιών.
Τέλος, στην «Ταινιοθήκη της Ελλάδας», στον θερινό κινηματογράφο «Λαΐς», θα προβάλλεται από σήμερα «Ο ΤΑΞΙΤΖΗΣ» του Μάρτιν Σκορτσέζε (1976) σε ψηφιακή 4Κ επανέκδοση, ενώ την Κυριακή 1 Ιουλίου στις 20.00 θα πραγματοποιηθεί avant - premiere της ταινίας, αλλά και συζήτηση στρογγυλής τραπέζης με θέμα «Ψηφιακός κινηματογράφος και κινηματογραφικές αίθουσες: Το παρόν και το μέλλον». Η είσοδος στην εκδήλωση μόνο με προσκλήσεις...
Οι ομοιότητες ανάμεσα σε ένα φιλμ νουάρ κι ένα κλασικό χολιγουντιανό φιλμ κάνουν κατά καιρούς εντύπωση... Ενα τέτοιο παράδειγμα θα μπορούσε να είναι η «ΤΖΙΛΝΤΑ», με ένα τυραννικό σενάριο που περιστρέφεται γύρω από τον ομώνυμο πρωταγωνιστικό χαρακτήρα, τη μοιραία γυναίκα, τον εραστή της από το παρελθόν, τον κυνικό Αμερικανό χαρτοπαίχτη Γκλεν Φορντ και τον αυταρχικό Γερμανό σύζυγό της - στο ρόλο ο Τζορτζ ΜακΡέντι - έναν ανηλεή ιδιοκτήτη καζίνου και τον επικεφαλής του καρτέλ της Αργεντινής. Την ιστορία αφηγείται ο χαρτοπαίχτης Τζόνι Φάρελ, που φθάνει στο Μπουένος Αϊρες της Αργεντινής για να κερδίσει λεφτά, κλέβοντας στα τραπέζια των τυχερών παιχνιδιών. Οταν γίνεται αντιληπτό το τι κάνει, ο Τζόνι πείθει - για να σώσει το τομάρι του - τον ιδιοκτήτη του παράνομου καζίνου να τον προσλάβει. Ο ιδιοκτήτης Μάντσον τον προσλαμβάνει και τον έχει για δεξί του χέρι. Ολα βαίνουν καλώς έως ότου ο Μάντσον επιστρέφει από ταξίδι, με σύζυγο την Τζίλντα, τη μοιραία γυναίκα που στιγμάτισε το παρελθόν του Τζόνι. Εχοντας άγνοια της πρόδηλης έντασης, ο Μάντσον αναθέτει στον Τζόνι (που ταλαντεύεται ανάμεσα στην αφοσίωση στο αφεντικό του και την ερωτική επιθυμία για τη γυναίκα του) να προσέχει την Τζίλντα...
Η ταινία του Τσαρλς Βιντόρ του 1946 αναπαράγει βασικά δεδομένα της προγενέστερης «ΚΑΖΑΜΠΛΑΝΚΑ»: Ενας εκπατρισμένος Αμερικανός σε θέση διαχειριστή καζίνου συναντά την πρώην ερωμένη του, τώρα σύζυγο κάποιου άλλου. Καθοριστικό το στοιχείο της ιστορίας, ένας καταπιεσμένος σαδομαζοχισμός. «Σε μισώ» λέει ο Γκλεν Φορντ στην 28χρονη, τότε, «femme fatale» Ρίτα Χέιγουορθ, μόνο και μόνο για να ακούσει την απάντησή της λίγο πριν το «πιο παθιασμένο» αγκάλιασμα του σινεμά: «Κι εγώ σε μισώ, ω, πόσο σε μισώ...». Ακολουθεί βέβαια το μνημειώδες στριπτίζ της Τζίλντα, υπό τους ήχους του κλασικού «Put the blame on Μame»... Να την δείτε...
Παίζουν: Ρίτα Χέιγουορθ, Γκλεν Φορντ, Τζορτζ ΜακΡίντι, Τζόζεφ Γκαλέια, Τζο Σόγιερ κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (1946).
Γλυκόπικρη κωμωδία πάνω σε υπαρξιακά/ επικοινωνιακά προβλήματα μιας τριαντάχρονης μεσαίας τάξης, βλέμμα πάνω στη μοναξιά και την απογοήτευση, πάνω στην ιδέα της αρχιτεκτονικής του σύγχρονου άστεως σαν εξωτερική αντανάκλαση, της εσωτερικής αταξίας. Ο Μάρτιν σχεδιάζει ηλεκτρονικές σελίδες. Το διαδίκτυο τού άλλαξε τη ζωή, του την έκοψε δηλαδή παντελώς. Ολο το 24ωρο βρίσκεται μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή: δουλεύει, παίζει παιχνίδια, ψωνίζει, παραγγέλνει φαγητό... και κάνει σεξ μέσω του υπολογιστή. Πεθαίνει από επιθυμία να ζήσει πραγματικά και όχι εικονικά. Κάθε φορά που βγαίνει στον έξω κόσμο, επιστρέφει στο μικρό του κλειστοφοβικό διαμέρισμα ηττημένος.
Η Μαριάνα είναι αρχιτέκτονας, εν δυνάμει, γιατί ακόμα δεν έχει σχεδιάσει ούτε ένα μπάνιο. Κερδίζει τη ζωή της διακοσμώντας βιτρίνες καταστημάτων και αρχίζει να μοιάζει με τις ψυχρές και κενές κούκλες, ανάμεσα στις οποίες ζει. Ο Μάρτιν και η Μαριάνα σαν ακτινογραφία της μοναξιάς του άστεως. Της μεγαλούπολης που εμφορείται από «κουλτούρα ενοικιαστή», που οι άνθρωποι ζουν σε «κουτιά παπουτσιών», είδος φυλακής - φυσικής και πνευματικής - όπου καθένας είναι πάντα συνδεδεμένος (με το διαδίκτυο) και πάντα μόνος! Και οι δύο κάνουν διαπιστώσεις χωρίς όμως πουθενά να εκφράζουν μια θέση, την παραμικρή δική τους θέση. Δεν προτίθενται οι ίδιοι να αλλάξουν τίποτα, ελπίζουν όμως ότι κάπου θα υπάρχει κάποια λύση στο πρόβλημά τους που μορφοποιείται στον έρωτα.
Πού βρίσκεται όμως ο έρωτας; Το σκηνογραφικό φόντο μπορεί με παιχνιδιάρικο τρόπο να τοποθετείται στο Μπουένος Αϊρες αλλά ο πυρήνας παραμένει ο ίδιος. Δυο μοναχικοί νέοι μένουν σε γκαρσονιέρες στο κέντρο της πόλης, οι διαδρομές τους διασταυρώνονται καθημερινά, χωρίς να βλέπει ο ένας τον άλλον. Μάλιστα βρίσκονται δίπλα δίπλα, στο εμβληματικό επεισόδιο ενός «αυτόχειρα» σκύλου, που πηδάει από το μπαλκόνι, πιθανότατα αποκαρδιωμένος από τη φυλακή των ελάχιστων τετραγωνικών του και απογοητευμένος από την πνιγηρή ανωνυμία της μεγαλούπολης. Ψάχνουν για την αδελφή ψυχή και παράλληλα ζουν κάποιες τυχαίες, ενοχλητικές μάλλον συναντήσεις.
Πέρα από την καταπληκτική εισαγωγική σεκάνς ντοκουμενταρίστικης σαφήνειας για την πληθώρα αρχιτεκτονικών στυλ της πόλης που αρχικά γοητεύει, υποσχόμενη πολλά, η ταινία μπαίνει γρήγορα σε τροχιά κατάρρευσης λόγω εσωστρέφειας αφενός και οριοθέτησης αφετέρου της επιφάνειας, αλλά και του βάθους των καταστάσεων και χαρακτήρων όπου πρόκειται να κινηθεί. Το εντελώς προβλέψιμο τέλος της, έρχεται σαν επιστέγασμα ενός νανουρίσματος αιώνια σαχλών αυταπατών. Το τέλος αναιρεί όποια προσπάθεια προσωπικού στιλ και φέρνει την ταινία κοντά σε πονήματα τύπου Μεγκ Ράιαν π.χ.
Ο Ταρέτο με χάρισμα και εφευρετικότητα χρησιμοποιεί όλες τις μορφές που θρέφουν το σκοπό του. Από φωτογραφία ως χαρακτικά και κινούμενα σχέδια χωρίς να μεταμορφώνει το ακραία γραφικό σύμπαν του σε καρικατούρα φόρμας. Με επιληπτικό μοντάζ, με έξυπνο ρυθμό, με δύο διακριτές φωνές over, με οπτικές και αφηγηματικές συρραφές από τα συναισθήματα και τις φοβίες των πρωταγωνιστών, ο σκηνοθέτης πιάνεται από τις αντιθέσεις του μεταμοντέρνου κόσμου για να υπογραμμίσει τις αδυναμίες της μετα-νεοτερικότητας και τον τρόπο που αυτή αλλοιώνει μέχρι παραλογισμού τις σχέσεις των ανθρώπων (sms, mms, facebook, twitter κλπ). Δυστυχώς, όμως, αισθάνεται υποχρεωμένος να προσθέσει κι ένα επεξηγηματικό, μπανάλ κείμενο. Κρίμα, γιατί αυτό εμποδίζει τη μελαγχολική γοητεία αυτού του παραμυθιού του σύγχρονου άστεως να ενεργήσει με τρόπο ολοκληρωτικό.
Παίζουν: Χαβιέ Ντρόλας, Πιλάρ Λόπες δε Αγιάλα, Ινές Εφρον, Αντριάν Ναβάρο, Ραφαέλ Φέρο κ.ά.
Παραγωγή: Αργεντινή, Ισπανία, Γερμανία (2011).
Η ταινία του Τζορτζ Κιούκορ ανοίγει με μια σύντομη σκηνή που μοιάζει να βγαίνει κατευθείαν από το βουβό σινεμά. Ενας γοητευτικός και εύπορος άνδρας «πετάγεται» με τα μπαγκάζια του στο χέρι, έξω από ένα μεγάλο σπίτι. Από πίσω του βγαίνει μια νέα, δυναμική γυναίκα που τραβά ένα μπαστούνι του γκολφ από τις αποσκευές του άνδρα και το σπάει στα δυο με το γόνατό της. Ο άνδρας σφίγγει τις γροθιές του αλλά δεν την χτυπά. Βάζει το πρόσωπό της στις παλάμες του και την σπρώχνει προς το έδαφος. Τέλος της σκηνής. Αποτελεσματικότατος ο Κιούκορ. Μέσα σε λιγότερο από ένα λεπτό και χωρίς διάλογο, μάθαμε ότι αυτοί οι δυο πλούσιοι και πεισματάρηδες τραβούν για χωρισμό. Αυτό είναι. Στιγμιαία σύγκρουση.
Ηταν η πολύφερνη κληρονόμος Τρέισι Λορντ που εξωπέταξε τον πλεϊμπόι σύζυγό της λίγο μετά τον γάμο τους. Δυο χρόνια μετά, η Τρέισι πρόκειται να ξαναπαντρευτεί. Ο πρώην σύζυγος επανεμφανίζεται με κάποιους δημοσιογράφους από το περιοδικό «Σπάι» που γεμίζει τις σελίδες του με σκάνδαλα της καλής κοινωνίας, για να της χαλάσει τα σχέδια. Αυτό που διαχώρισε την ταινία από άλλες κωμωδίες, ήταν το σασπένς του για τον ποιον τελικά θα παντρευτεί η Τρέισι. Από την νευρωτική και ενθουσιώδη καθαρόαιμη που είναι ερωτευμένη με τρεις άνδρες ταυτόχρονα και συμπεριφέρεται ως αυτό να ήταν το πιο τραγικό δίλημμα στον κόσμο, πηγάζει η κωμικότητα αλλά και το - κατά Κιούκορ - παραμύθι με ηθικό δίδαγμα για ένα έξυπνο, ψυχρό και ευέξαπτο κορίτσι και τον τρόπο που μεταμορφώνεται σε άνθρωπο. Οξύ σενάριο, σφιχτή σκηνοθεσία και εκπληκτικές ερμηνείες σε μία κλασική, πλούσια ταινία - όχι τόσο σε χρήμα όσο σε βάθος και άφθονο γέλιο, που χωρά σε μια ιστορία που εκτείνεται σε δύο μόνο μέρες. Με ένα ευρύτερο μήνυμα που συντίθεται από μικρότερα και κανένα δεν προβάλλει σαν κατήχηση ή αδεξιότητα. Το θέμα της tabloid δημοσιογραφίας που κάνει τα πάντα για να εξασφαλίσει μια ιστορία, το θέμα του διαζυγίου, της μοιχείας, του σεξισμού, αλλά και οι έννοιες της «εναντίωσης» και «αντίθεσης» που εκτοπίζουν μόνιμες ταξικές συγκρούσεις και τις ανάγουν σε αναλύσιμες ηθικές τέτοιες.
Παίζουν: Κάθριν Χέπμπουρν, Κάρι Γκραντ, Τζέιμς Στιούαρτ, Ρουθ Χάσεϊ κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (1941).
Παίζουν: Γκρέγκορι Πεκ, Ρόμπερτ Μίτσαμ, Πόλι Μπέργκεν, Τέλι Σαβάλας κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (1962).
Ηθικοπλαστικής χροιάς κριτική ματιά στη φθίνουσα πλέον, κλασσική μπουρζουαζία και το αξιακό της σύστημα που η ταινία απογυμνώνει από «πεπαλαιωμένες» συμβάσεις για να ντύσει με ένα άλλο, πιο σύγχρονο περίβλημα, που κατ' ουσία, ουδόλως διαφέρει από το παλιό! Καρικατουρίστικη κοινωνική συμφιλίωση, το λούμπεν /μικροαστικούλι «χύμα» αν συμβιβαστεί σε καλούπια μπουρζουά ευπρέπειας, επιτυγχάνεται κοινωνική συνοχή και προσωπική ευτυχία! Αμήν!
Παίζουν: Ιζαμπέλ Ιπέρ, Μπενουά Πελβούρντ, Αντρέ Ντισολιέ, κ.α.
Παραγωγή: Γαλλία, Βέλγιο (2011).