Μέσα στο καταχείμωνο λήγει η προθεσμία εξαίρεσης των θερινών κινηματογράφων από τον καταστροφικό, γι' αυτούς - και προσοδοφόρο για τους οικοπεδούχους - νόμο «Περί εμπορικών μισθώσεων». Εάν η κυβέρνηση δε δώσει άμεση και οριστική λήξη, οι θερινοί κινηματογράφοι, από 1/1/2001 θα περάσουν στην Ιστορία...
Αφορμή για την έκκληση αυτή και για τη συνέντευξη που ακολουθεί είναι η λήξη της παράτασης για την εξαίρεση των θερινών κινηματογράφων από το νόμο «Περί εμπορικών μισθώσεων» που, αν τελικά εφαρμοστεί, θα σημάνει το πέρασμα του θερινού κινηματογράφου στην ιστορία. Η παράταση λήγει στις 31/12/2000. Εάν μέχρι τότε δε δοθεί η νέα, 5ετής παράταση που ζητά η Ενωση με ανοιχτή επιστολή της, από 5/11, προς την υφυπουργό Ανάπτυξης Μιλένα Αποστολάκη και προς τους υπουργούς ΠΕΧΩΔΕ και Πολιτισμού, τότε, όπως δηλώνει ο Θ. Ρίγγας, «δυστυχώς, θα είμαι ο τελευταίος πρόεδρος της Ενωσης», αφού πλέον οι ιδιοκτήτες θα προχωρήσουν σε αγωγές έξωσης «και έχουν έτοιμες τις μπουλντόζες να σαρώσουν τα θερινά σινεμά». Για να φτιαχτούν στη θέση τους πολυώροφα γκαράζ ή σούπερ μάρκετ...
Η συνέντευξη έγινε στο μικρό γραφείο του Θ. Ρίγγα στον κινηματογράφο «Ααβόρα», με ηχητικό «φόντο» τους διαλόγους από το «Θάνατο στη Βενετία» του Βισκόντι που προβαλλόταν εκείνη τη στιγμή. Μια τυχαία «υπενθύμιση», θαρρείς, ότι ο κινηματογράφος είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα οικόπεδο με μια μεγάλη οθόνη στη μια πλευρά του...
«Γιατί ο θερινός κινηματογράφος», συνεχίζει ο Θ. Ρίγγας, «είναι ελληνικό φαινόμενο. Είναι μια φθηνή διασκέδαση που αγαπήθηκε όσο τίποτε άλλο στην Ελλάδα. Ο θερινός κινηματογράφος δεν πουλάει ναρκωτικά. Προσφέρει μόρφωση και ψυχαγωγία στη νεολαία. Σε καμία χώρα δεν υπάρχει. Οι Ευρωπαίοι τώρα μας αντιγράφουν. Ο δήμαρχος του Βερολίνου έκανε θερινό κινηματογράφο, ο δήμαρχος του Παρισιού επίσης, στο δάσος της Βουλώνης. Μας λένε ότι είναι εντολή της ΕΕ να απελευθερωθούν όλες οι μισθώσεις. Εμείς τους απαντούμε: Ενας υπέροχος λαός με αυτές τις πολιτιστικές και αγωνιστικές παραδόσεις δεν είναι δυνατόν να χάσει τους θερινούς κινηματογράφους. Ερωτώ τον κάθε αρμόδιο υπουργό: αν μας πει η ΕΕ "κατεδαφίστε την Ακρόπολη" θα την κατεδαφίσουμε; Πρέπει να διατηρηθούν οι θερινοί κινηματογράφοι και για τις επόμενες γενιές».
«Εμείς, σαν επαγγελματίες κινηματογραφιστές ζήσαμε μέσα στους θερινούς κινηματογράφους, τους αγαπήσαμε. Σαν εμπορική επιχείρηση δεν έχει μεγάλο κέρδος. Βάζουμε τα παιδιά μας στο ταμείο και στην πόρτα κι εμείς δουλεύουμε στις μηχανές προβολής για να αντεπεξέλθουμε στα έξοδα. Τα ποσοστά επί του εισιτηρίου μοιράζονται ως εξής: 25-30% στον ιδιοκτήτη, 45% στην εταιρία διανομής και μένει ένα 25% για μας. Τι να πρωτοπληρώσεις; Καθαρίστρια, θυρωρό, ρεύμα, ταμεία; Πολλοί κινηματογράφοι μπαίνουν και μέσα και τους κρατάμε με την ψυχή μας».
Κι όμως, τα τελευταία χρόνια φαίνεται πως ο κόσμος επιστρέφει στον κινηματογράφο. Οι στατιστικές ευημερούν, αλλά, ως είθισται, όταν ευημερούν αυτές, κάποιοι ή κάτι πληρώνουν το κόστος αυτής της ευημερίας. Γιατί η πραγματικότητα για τους θερινούς κινηματογράφους απέχει πολύ από το να είναι ειδυλλιακή. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν 152 θερινοί κινηματογράφοι σε όλη την Ελλάδα, εκ των οποίων οι 96 στην Αθήνα. Στα νούμερα αυτά συμπεριλαμβάνονται και οι δημοτικοί θερινοί κινηματογράφοι, που όμως τα καταφέρνουν να επιβιώνουν καλύτερα, γιατί το κόστος συντήρησης πληρώνεται από τους δήμους. Οι παλιότεροι κινηματογράφοι που εξακολουθούν να λειτουργούν είναι η «Μπομπονιέρα» στην Κηφισιά από το 1919, το «ΒΟΞ» από το 1920 και το «Θησείο» από το 1924.
Πενήντα θερινοί έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέοι. Αλλά τι σημαίνει αυτό; «Υπάρχουν και νεοκλασικά διατηρητέα και κατοικούν ποντίκια», λέει ο Θ. Ρίγγας. «Διατηρητέο για το θερινό κινηματογράφο σημαίνει να λειτουργεί ως κινηματογράφος. Γιατί υπάρχουν και τα "παραθυράκια". Για παράδειγμα, ένας ιδιοκτήτης διατηρητέου μπορεί να κλείσει τον κινηματογράφο επικαλούμενος οικονομικό πρόβλημα. Υστερα θα τον αφήσει παραμελημένο, με τον καιρό θα τον παροπλίσει από τα μηχανήματα και την οθόνη και στο τέλος ο κινηματογράφος θα πέσει από μόνος του.
Γι' αυτό θέλουν να εξώσουν τον επαγγελματία κινηματογραφιστή. Βέβαια, εμείς δε λέμε πως και οι ιδιοκτήτες δεν έχουν κάποιο δίκιο. Θέλουν να μετατρέψουν τις ιδιοκτησίες τους σε γκαράζ ή κάτι άλλο για να κερδίζουν περισσότερα. Εμείς λέμε να βρεθεί μια χρυσή τομή. Εχουμε προτάσεις, αλλά δε θέλω να τις ανακοινώσω πριν υπάρξει κάποια αντίδραση από την πολιτεία, που μέχρι τώρα δεν υπάρχει. Εμείς ζητάμε να κάτσουν το ΥΠΕΧΩΔΕ, το υπουργείο Ανάπτυξης, το ΥΠΠΟ, η Τοπική αυτοδιοίκηση και οι ενδιαφερόμενοι φορείς, να βρουν οριστικούς τρόπους διάσωσης των εναπομεινάντων θερινών κινηματογράφων».
Το όνειρο για το οποίο κάνει λόγο ο Θ. Ρίγγας ξεκινάει το 1916, όταν σε μια μάντρα της πλατείας Συντάγματος λειτουργεί για πρώτη φορά θερινός κινηματογράφος, με μια χειροκίνητη μηχανή προβολής των 8 χιλιοστών που χειρίζονταν δύο Γάλλοι κινηματογραφιστές της εταιρίας «Πατέ». Πολύ σύντομα, πολλά θέατρα θα μετατραπούν σε κινηματογραφικές αίθουσες και πολλά ακόμη θα λειτουργούν εκ περιτροπής, ανεβάζοντας και παραστάσεις, προβάλλοντας και ταινίες.
Οι θερινοί κινηματογράφοι έχουν δώσει το λιθαράκι τους και στην Εθνική Αντίσταση, σαν πρόσφοροι τόποι συνάντησης των αντιστασιακών οργανώσεων. «Οταν ήρθαν οι Γερμανοί τους επιτάξανε και παίζανε επί το πλείστον γερμανικές και ιταλικές ταινίες, πότε για τα στρατεύματα κατοχής, πότε για το κοινό». Ενα χαρακτηριστικό γεγονός από εκείνη την περίοδο είναι και το παρακάτω: «Οι αντιστασιακές οργανώσεις χρησιμοποιούσαν τις τουαλέτες του "ΒΟΞ", στα Εξάρχεια, σαν σημείο συνάντησης. Ο σύνδεσμος του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ της πόλης, κάτω από τη μύτη της Γκεστάμπο ανταλλάζανε έγγραφα. Πριν χρόνια ήρθε στο "ΒΟΞ" ένα γεροντάκι και ζήτησε να πάει στις τουαλέτες. Του είπα πώς να πάει και μου λέει "ξέρω". Οταν βγήκε ήταν δακρυσμένος. Και μου είπε πως κατέβαινε εδώ από την Πάρνηθα και συναντούσε τον εκπρόσωπο του ΕΑΜ για να ανταλλάξουν τα έγγραφα»...
«Ετσι φτάνουμε στη "χρυσή εποχή" του '60. Ο κόσμος μετά τον εμφύλιο αναζητούσε τη γαλήνη, τη χαρά, το γέλιο και τη συγκίνηση για να ξεχάσει. Κάθε γειτονιά είχε πέντε και έξι κινηματογράφους. Υπήρχαν 748 θερινοί μόνο στο λεκανοπέδιο της Αθήνας, 100 στη Θεσσαλονίκη και αμέτρητοι στην επαρχία», συνεχίζει ο Θ. Ρίγγας. Πάνω στην ακμή όμως των θερινών κινηματογράφων ξεκινάει και η ανοικοδόμηση της πρωτεύουσας, σύμφωνα με τα σχέδια της άρχουσας τάξης που έβλεπε στην τσιμεντοποίηση έναν γρήγορο τρόπο πλουτισμού. «Πολλοί θερινοί κατεδαφίστηκαν. Για παράδειγμα, στη Λ. Αλεξάνδρας υπήρχαν οχτώ θερινοί με 2.000 καθίσματα. Εκεί που τώρα βρίσκεται το ΥΠΕΧΩΔΕ υπήρχαν τα "Παναθήναια". Πιο πέρα η "Θερινή Γρανάδα", το "Λουξ", το "Βερντέν", το "Ραντάρ", η "Θερινή Νιρβάνα", το "Φλερύ"».
Στην περίοδο της χούντας οι θερινοί αναδείχτηκαν σε εστίες πνευματικής αντίστασης. «Οι κεντρικοί κινηματογράφοι, το "Λιλά", το "ΒΟΞ", η "Ριβιέρα", το "Εκράν" παίζανε ταινίες προοδευτικών σκηνοθετών και κρατούσαν ψηλά το πνευματικό επίπεδο της νεολαίας. Με αυτό τον τρόπο νομίζουμε ότι κι εμείς βάλαμε ένα λιθαράκι στην εξέγερση του Πολυτεχνείου».
Η συνέχεια θύμιζε πραγματικό «πογκρόμ» ενάντια στους θερινούς κινηματογράφους, με αποτέλεσμα, μερικοί «αθεράπευτα ρομαντικοί» επαγγελματίες δημιούργησαν την Ενωση σαν μια τελευταία γραμμή άμυνας. «Την Ενωση την ιδρύσαμε όχι για εμπορικό κέρδος, αλλά γιατί βλέπαμε να κατεδαφίζονται κάθε χρόνο 40 και 50 κινηματογράφοι. Στα μέσα της δεκαετίας του '80 είχαν απομείνει 200 σε όλη την Ελλάδα. Τώρα βέβαια είναι λιγότεροι, αλλά αν δεν κάναμε την Ενωση θα τους είχαμε χάσει όλους».
«Δεν πρέπει να χαθεί αυτή η ιστορία» επαναλαμβάνει ο Θ. Ρίγγας και προσθέτει: «Και από αυτή τη συνέντευξη θέλω να ευχαριστήσω δημόσια το ΚΚΕ, τον "902" και το "Ρ" για τη συμπαράστασή τους στον αγώνα μας για τη διάσωση και διατήρηση των θερινών κινηματογράφων. Εμείς στείλαμε το μήνυμα στην πολιτεία. Δε μας κάλεσαν και δε μας απάντησαν. Θα είναι υπεύθυνοι για τη συνέχεια. Κάνω έκκληση στην υφυπουργό Ανάπτυξης να δώσει λύση. Αν και πολύ φοβάμαι, ότι ο τελευταίος πρόεδρος της Ενωσής μας θα είμαι εγώ» κατέληξε ο Θ. Ρίγγας.