Μειωμένης αξιοπιστίας κρίνονται τα κυβερνητικά στοιχεία για την εξέλιξη των τιμών, καθώς η πραγματική ακρίβεια δεν καταγράφεται και είναι σημαντικά υψηλότερη από τα στατιστικά στοιχεία.
Και ενώ η άνοδος της ακρίβειας επιβεβαιώνεται - έστω σε ένα της μέρος - ακόμα και από τα επίσημα κυβερνητικά στοιχεία, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επιχειρεί να μεταφέρει τα βάρη και της νέας πετρελαϊκής και συναλλαγματικής κρίσης στα λαϊκά στρώματα. Ετσι, αρνείται να πάρει μέτρα στήριξης των λαϊκών εισοδημάτων και αναπλήρωσης των απωλειών, όπως έδειξε η εμμονή της για εισοδηματικές ονομαστικές αυξήσεις 2,2% για το 2001. Από την άλλη αφήνει ασύδοτο το εμποροβιομηχανικό κεφάλαιο στο κερδοσκοπικό του παιγνίδι, στο όνομα της μη παρέμβασης στο μηχανισμό διαμόρφωσης των τιμών. Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι η πραγματική άνοδος των τιμών στην αγορά και επομένως το μέγεθος της ακρίβειας, μόνο κατά κλάσμα καταγράφεται από τις υπηρεσίες της Στατιστικής Υπηρεσίας και επομένως τα επίσημα στατιστικά στοιχεία πολύ απέχουν από το να παρακολουθήσουν την πραγματική εξέλιξη των τιμών. Από την άποψη αυτή το πρόβλημα της απώλειας αγοραστικής δύναμης που υφίστανται τα λαϊκά εισοδήματα από την άνοδο του πραγματικού και μη καταγραφόμενου πληθωρισμού είναι σημαντικά μεγαλύτερο από αυτό που εμφανίζουν τα επίσημα στοιχεία της κυβέρνησης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΣΥΕ) που δόθηκαν χτες στη δημοσιότητα, ο Γενικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή σε ετήσια δωδεκάμηνη βάση τον Νοέμβρη του 2000 αυξήθηκε στο 4,2%, έναντι ρυθμού αύξησης 2,6% και 4,2% των αντίστοιχων δεικτών των περιόδων 1999 προς 1998 και 1998 προς 1997. Μεταξύ των μηνών Νοέμβρη προς Οκτώβρη ο γενικός δείκτης τιμών παρουσίασε αύξηση 0,5%, ενώ από την ίδια σύγκριση των ετών 1999 και 1998 σημειώθηκε αύξηση κατά 0,3% και μείωση κατά 0,1% για κάθε έτος αντίστοιχα. Τέλος, από τη μέτρηση σε μέσα επίπεδα της περιόδου Δεκέμβρη '99 - Νοέμβρη 2000 σε σύγκριση προς την περίοδο Δεκέμβρης '98 - Νοέμβρης '99 προκύπτει αύξηση 3,1%, έναντι αυξήσεων 2,7% και 4,8% που σημειώθηκαν κατά τα αντίστοιχα δύο προηγούμενα δωδεκάμηνα.
Σύμφωνα με το σχετικό πίνακα της ΕΣΥΕ, μεταξύ των αγαθών (εμπορεύματα) και τις υπηρεσίες που σε ετήσια βάση σημειώθηκαν σημαντικές αυξήσεις στις τιμές τους και επηρέασαν ανοδικά τον πληθωρισμό, ξεχωρίζει το πετρέλαιο θέρμανσης, το οποίο μεταξύ του Νοέμβρη του 1999 και του Νοέμβρη του 2000 παρουσίασε αύξηση τιμών κατά 77,1% και επιβάρυνε τον τιμάριθμο κατά 1,05 μονάδες. Ακολουθεί η βενζίνη, η τιμή της οποίας στο δωδεκάμηνο αυξήθηκε κατά 19,9% με επίπτωση στον πληθωρισμό 0,72 εκατοστά της μονάδας. Τα εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών αυξήθηκαν κατά 20,3% και είχαν επίπτωση 0,11 εκατοστά, τα κόμιστρα των ταξί αυξήθηκαν κατά 9,2%, τα τιμολόγια των ιδιωτικών κλινικών κατά 9%, η τιμή του τυριού (φέτα) κατά 7,4%, του νωπού γάλατος 5%, τα δημοτικά τέλη 7,7%, τα ενοίκια των κατοικιών 4%, τα τσιγάρα 6,2%, ενώ τα τηλεφωνικά τέλη, όπου η αστική μονάδα μέσα σε ένα χρόνο αυξήθηκε από 6 σε 9 δραχμές ανά λεπτό ή ποσοστό αύξησης 50% εμφανίζονται... μειωμένα κατά 9,6%.
Φοροαπαλλαγές, κίνητρα και διευκολύνσεις, για τους «παίχτες» του Χρηματιστηρίου
Σύμφωνα με τη σχετική τροπολογία:
Στο μεταξύ έχει φουντώσει και η φιλολογία για τις προοπτικές του Χρηματιστηρίου της Αθήνας. Οι πληροφορίες θέλουν να εντείνεται η πίεση που ασκούν οι θεσμικοί τζογαδόροι, προς δύο κύρια κατευθύνσεις. Στην κατάργηση του ανώτατου ορίου διακύμανσης των μετοχών που σήμερα είναι 12% και στη θεσμοθέτηση των αγοραπωλησιών μετοχικών τίτλων «με αέρα» ή δανεισμό από τις χρηματιστηριακές εταιρίες. Είναι μέτρα τα οποία ήδη εξετάζονται από τα αρμόδια επιτελεία και ενδέχεται να εφαρμοστούν μέσα στο επόμενο διάστημα, μαζί με ρυθμίσεις που θα αφορούν την επέκταση του ωραρίου της συνεδρίασης του Χρηματιστηρίου, την καθιέρωση του «θεσμικού διαπραγματευτή» κλπ.
Σε νέα δημοπρασία κρατικού χρέους προχωρά την ερχόμενη Τρίτη 12 του Δεκέμβρη το υπουργείο Οικονομικών. Τη φορά αυτή θα εκδώσει τριετές ομόλογο προκειμένου να δανειστεί από τις τράπεζες 120 δισ. δραχμές.
Θεωρείται αρκετά πιθανό το ενδεχόμενο να εκδηλωθεί έντονο αγοραστικό ενδιαφέρον καθώς με τη συγκεκριμένη έκδοση τελειώνει και ο μεσοπρόθεσμος δανεισμός για το 2000, ενώ παράλληλα τα επιτόκια που προσφέρει το ελληνικό δημόσιο βρίσκονται πολύ πάνω από αυτά της ζώνης του ευρώ.
Την έξαρση του φαινομένου των τηλεοπτικών διαφημιστικών παραβάσεων και παραβιάσεων για προβολή παιδικών παιχνιδιών, που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα ενόψει των χριστουγεννιάτικών γιορτών, καταγγέλλει με ανακοίνωσή της η Ενωση Καταναλωτών για την Ποιότητα Ζωής (ΕΚΠΟΙΖΩ). Στην ίδια ανακοίνωση επισημαίνεται ότι παραμονές των εορτών που είναι κατ' εξοχήν περίοδος προσφοράς δώρων σε μικρούς και μεγάλους και ιδίως παιχνιδιών, παραβιάζεται συστηματικά η νομοθεσία περί προστασίας του καταναλωτή και διαφημίζονται κατά κόρον παιδικά παιχνίδια σε ώρες ακατάλληλες και απαγορευμένες, όπως είναι η ζώνη 7 το πρωί ως τις 10 το βράδυ.
Η ΕΚΠΟΙΖΩ έχει προσφύγει στη δικαιοσύνη, με αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων και με συλλογικές αγωγές, κατά των εταιριών και των τηλεοπτικών σταθμών που παραβιάζουν τη νομοθεσία και ζητά άμεση απαγόρευση μετάδοσης των διαφημιστικών μηνυμάτων παιδικών παιχνιδιών από τις 7 π.μ. έως τις 10 μ.μ. καθώς και την επιβολή χρηματικών ποινών στους παραβαίνοντες το νόμο. Επίσης, η ΕΚΠΟΙΖΩ χαρακτηρίζει ως απαράδεκτο το φαινόμενο της καταστρατήγησης της νομοθεσίας για την προστασία του καταναλωτή και ιδιαίτερα όσον αφορά στα παιδιά, που είναι οι πιο ευπαθείς δέκτες διαφημιστικών και μάλιστα τηλεοπτικών μηνυμάτων. Γι' αυτό καλεί την πολιτεία και το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, όχι απλά να πάρουν θέση, αλλά να λάβουν παραδειγματικά μέτρα για να σταματήσει επιτέλους και να μην παρατηρηθεί στο μέλλον αυτό το απαράδεκτο φαινόμενο.