Στις 5 Ιούλη η πανελλαδικού χαρακτήρα εκδήλωση που οργανώνει η ΚΕ του ΚΚΕ
Το Στρατοδικείο Τρίπολης δημιουργήθηκε τον Αύγουστο του 1947 σε εφαρμογή του «Γ' Ψηφίσματος», που ψηφίστηκε από τη Βουλή το 1946. Η αστική τάξη της Ελλάδας, με τη στήριξη των «σύμμαχων» καπιταλιστικών κρατών, μπροστά στην απειλή απώλειας της εξουσίας της από τον ένοπλο λαό με ηγέτη το ΚΚΕ, πήρε έκτακτα κατασταλτικά μέτρα θωράκισης της εξουσίας της.
Το Στρατοδικείο Τρίπολης έμεινε γνωστό ως «θανατοδικείο», λόγω του μεγάλου αριθμού θανατικών καταδικών που εξέδωσε σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του. Εξέδωσε 370 θανατικές καταδίκες, ενώ «μοίρασε» συνολικά έξι χιλιετίες φυλακή. Καταδικάστηκαν εκατοντάδες στελέχη και μέλη του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ και αντάρτες του ΔΣΕ που πιάστηκαν ζωντανοί στα πεδία των μαχών. Καταδικάστηκαν και όσοι εξέφραζαν συμπάθεια ή βοηθούσαν τους αντάρτες του ΔΣΕ, έστω και με «μια φέτα ψωμί».
Το παράδειγμα των εκατοντάδων εκτελεσμένων κομμουνιστών, που στα έκτακτα στρατοδικεία δε λύγισαν, αλλά στάθηκαν παλικαρίσια απέναντι στους στρατοδίκες, που θυσίασαν το ατομικό τους συμφέρον, βάζοντας το «εμείς» πάνω από το «εγώ», αποτελεί απόδειξη της κομμουνιστικής στάσης ζωής, ηρωισμού, αντοχής στις δυσκολίες της ταξικής πάλης. Δεν επέλεξαν τη «δήλωση μετανοίας», την υποταγή και το συμβιβασμό με τους εκμεταλλευτές τους, γιατί ένιωθαν ότι, απέναντι στους καταπιεστικούς μηχανισμούς της αστικής τάξης, δεν εκπροσωπούν ούτε υπερασπίζονται τον εαυτό τους, αλλά το ψωμί, τα δικαιώματα, τη λευτεριά του λαού, στη δύναμη του οποίου πίστευαν και δεν έχασαν ποτέ την πίστη τους. Γιατί ήξεραν ότι υπερασπίζονταν αυτό που έπρεπε να γίνει, αυτό που είναι δίκαιο, αληθινό, αναγκαίο.
Τι είναι αυτό που δεν μπορούσαν να χωνέψουν οι αστοί κι έβγαζαν τέτοια χολή;
Δεν μπόρεσαν ποτέ να χωνέψουν το γεγονός πως στη λαϊκή συνείδηση η Αθηνά Μπενέκου ήταν ήδη θρύλος ως η «κόκκινη δασκάλα»!
Η Αθηνά Μπενέκου ήταν ένα κομματικό στέλεχος, που αναδείχθηκε μέσα στη φωτιά της ταξικής πάλης, δίνοντας όλη την ικμάδα των νιάτων της στην υπόθεση της εργατικής τάξης και του λαού μας, στην υπόθεση του σοσιαλισμού - κομμουνισμού. Υπερασπίστηκε τη δράση της και τη στάση της στα χρόνια της Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού, την κομματική της ιδιότητα και τις καθοδηγητικές της ευθύνες, μπροστά στους στρατοδίκες, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Δεν είναι η εξαίρεση στον κανόνα, είναι ο κομμουνιστικός κανόνας, που επιβεβαιώθηκε με το μαζικό παράδειγμα χιλιάδων μελών και στελεχών του Κόμματος και τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Πρόκειται για το παράδειγμα που ενέπνευσε και υιοθετήθηκε από χιλιάδες νέους και νέες, κατά κύριο λόγο, σ' όλη την Ελλάδα, και την Πελοπόννησο, που πύκνωσαν τις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού, διεξάγοντας, και με τα όπλα, έναν αγώνα δίκαιο, ανεξάρτητα από την έκβασή του.
Δίπλα στην Αθηνά, στα χαρακώματα του αγώνα στάθηκαν ως αξιωματικοί πεζικού στην Πελοπόννησο οι: Αργυρώ Σταυροπούλου, Σταθούλα Κατσηδήμα, Γεωργία Πράπα, Πηνελόπη Λεβεντάκη, Χρυσούλα Κουτίβα, Μαρία Κοττή, Σοφία Μαλέση, Πιπίτσα Παπαμιχαήλ. Δεκάδες είναι οι γυναίκες που σκοτώθηκαν στις μάχες και στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Ολες έβαζαν τα νιάτα τους και τη ζωή τους για τη λαϊκή υπόθεση.
Συνελήφθησαν μαζί του όλοι οι επιζώντες στρατολόγοι και σύνδεσμοι, ενώ ανακαλύφθηκαν και οι γιάφκες στο ξενοδοχείο του Νικ. Γρίτση, στα ξενοδοχεία «Βύρων» και «Ευρώπη», στο βιβλιοχαρτοπωλείο του Παπαναστασίου, στο κατάστημα του Κ. Δημόπουλου και τις οικίες της Καλλιόπης Δασκαλοπούλου, της Σοφίας Κολλάρα και άλλες στις οποίες κρύβονταν αντάρτες που έρχονταν από την Αθήνα για να προωθηθούν στο βουνό. Τρεις πρώην μαχητές του ΔΣΕ είτε γιατί είχαν σπάσει στην ανάκριση, είτε γιατί έτσι θέλησαν να γλιτώσουν τη βέβαιη εκτέλεση, έδωσαν στους ανακριτές τους στοιχεία για τις αποστολές που τους είχαν ανατεθεί, για ανθρώπους με τους οποίους είχαν έλθει σε επαφή στην Αθήνα και την Τρίπολη, για ανώνυμα και επώνυμα άτομα που είχαν παραλάβει από τις γιάφκες και τα προώθησαν στο βουνό. Απ' αυτό το σπάσιμο 21 αγωνιστές παραπέμφθηκαν στο Στρατοδικείο στις 8 Ιούνη 1949 για παραβίαση του Γ' Ψηφίσματος.
Στη δίκη και προς το τέλος της εξέτασης των μαρτύρων ο Μουλόπουλος προσποιήθηκε ότι θέλει να κάνει αποκαλύψεις. Για το λόγο αυτό οι αρμόδιοι τοποθέτησαν στην αίθουσα του Δικαστηρίου μικροφωνικές εγκαταστάσεις, μεγάφωνα στην πλατεία και μερίμνησαν για το κατάλληλο - στημένο ακροατήριο, μεταφέροντας δημοσίους υπαλλήλους, όπως και μαθητές των Γυμνασίων, ώστε να παρακολουθήσει το φοβερό κατηγορητήριο και να ωφεληθεί «εθνικοψυχικά».
Ομως, ο Μουλόπουλος στην απολογία του, αντί για μετάνοια, αποκήρυξη των αγώνων του και αποκαλύψεις σε βάρος των συντρόφων του, άρχισε να μιλά για το ρόλο του ΚΚΕ στην Εθνική Αντίσταση, για το ποιος δημιούργησε, ποια είναι τα οράματα και τα ιδεώδη, για τα οποία πολέμησε ο ΔΣΕ. Τότε κάτωχρος ο πρόεδρος του Στρατοδικείου για την πανηγυρική διάψευσή του διέταξε να ξηλωθούν αμέσως οι μικροφωνικές και οι άλλες εγκαταστάσεις, «φυσώντας το και να μην κρυώνει».
Η δίκη των φαντάρων - έτσι επικράτησε να ονομάζεται - μετά από δύο αναβολές έγινε τελικά στις 27 Γενάρη 1948. Ηταν η περίοδος που σχηματίστηκε η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση. Στις 29 Γενάρη 1948 το Στρατοδικείο εξέδωσε την απόφασή του με την οποία καταδίκασε σε θάνατο τους Ιωάννη και Ηλία Μονέδα, ξαδέλφια, από τον Πειραιά, τον Δημ. Καραμούζη και τον Μιχ. Γιδάκο από τον Κότρωνα της Μάνης και τον Ιωάννη Αναστασάκο, δάσκαλο από την Κυπάρισσο της Κοινότητας Αλικων της Μάνης.
Οι καταδικασμένοι σε θάνατο στρατιώτες στις 5 Φλεβάρη 1948 οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Λεπτομέρεια: Πριν ακόμα συνεδριάσει το δικαστήριο για να εκδώσει την απόφασή του, έξω από την αίθουσα δύο «άγνωστοι» δολοφόνησαν τον συνήγορο των κατηγορουμένων, Γ. Πουλίδη. Το δικαστήριο εξέφρασε τη θλίψη του και συνήλθε για να αποφασίσει την καταδίκη των φαντάρων σε θάνατο.
Το σύνθημα του φετινού Διημέρου είναι εμπνευσμένο από τον Ναζίμ Χικμέτ:
«Την ορμή μας την έχουμε από τους αιώνες... Θα βγούμε νικητές κι ας είναι οι θυσίες μας βαριές».
Το Σάββατο 4 Ιούλη, οι Οργανώσεις της ΚΝΕ θα επισκεφτούν την Ακροναυπλία, όπου λειτούργησαν οι φυλακές πολιτικών κρατουμένων την περίοδο 1937 - 1943. Την Κυριακή 5 Ιούλη, οι κατασκηνωτές θα συμμετάσχουν στην εκδήλωση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, στον Αϊ - Θανάση στην Τρίπολη.
Τη σχετική ανακοίνωσή της για το Διήμερο η ΚΝΕ τη συνοδεύει με το επίγραμμα του Γ. Ρίτσου: «Αγιος αυτός ο τόπος που μαρτύρησαν τόσοι Ελληνες σύντροφοι, αυτοί που πάτησαν γυμνόποδοι της τυραννίας τον όφι, αυτοί που ανένδοτοι αγωνίστηκαν για τη λευτεριά, αυτοί που γράψανε με το αίμα τους την Ιστορία».
Στις αρχές του Σεπτέμβρη του 1948, ένα τμήμα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας με έδρα τον Πάρνωνα, επιστρέφοντας από μια αποστολή, στάθμευσε για λίγο στο Αστρος. Αμέσως παρουσιάστηκαν και ζήτησαν από τους αντάρτες να τις πάρουν μαζί τους δύο νεαρές μαθήτριες του Γυμνασίου. Η μία από τις δύο ήταν η Καίτη Κόλλια, 16 χρόνων. Την απόφαση να βγει στο βουνό την είχε πάρει από καιρό.
Η Καίτη, επειδή ήταν γεροδεμένη, πήρε όπλο και έγινε ακροβολιστής. Ηταν μια άξια αγωνίστρια, πολύ αγαπητή στους συναγωνιστές της. Πιάστηκε στα μέσα Μάρτη 1949 και κλείστηκε σε στρατόπεδο της Τρίπολης.
Στη δίκη, η Καίτη στάθηκε παλικάρι. Δεν κλάφτηκε, υπερασπίστηκε το Δημοκρατικό Στρατό και ανέτρεψε το κατηγορητήριο. Ομως, η απόφαση για τη θανατική της καταδίκη είχε παρθεί από πριν. Η Καίτη το γνώριζε, γι' αυτό, πριν την πάρουν για το Στρατοδικείο και από εκεί για την εκτέλεση, ζήτησε από μια συνομήλική της συγκρατούμενη ένα ολοκαίνουργιο φόρεμα που είχε. Το φόρεσε και έσυρε πρώτη το χορό, μέσα σε μια μεγάλη σκηνή. Σαν τελείωσε, είπε: «Τώρα ας με σκοτώσουν»!
Αυτή η στάση δεν ήταν η εξαίρεση στον κανόνα, αλλά είναι ο κανόνας των κομμουνιστών.