Ηταν αυτά που πλημμύρισαν την Κεντρική Σκηνή και από τα μεγάφωνα μεγάλο μέρος όλου του Φεστιβάλ, το βράδυ της Παρασκευής, όταν λίγο μετά τις 11 άρχισε το αφιέρωμα στον Δημήτρη Μητροπάνο.
Με ερμηνευτές την Μελίνα Ασλανίδου, τον Βασίλη Κορακάκη και τον Κώστα Τριανταφυλλίδη, τον Δημήτρη Μπάση, τον Μίλτο Πασχαλίδη, πλήθος κόσμου ταξίδεψε και πάλι, με συνθέσεις σημαντικών δημιουργών που έχουν ταυτιστεί με την κρυστάλλινη φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου, του λαϊκού ερμηνευτή που καθόλου τυχαία έπαιρνε για χρόνια μέρος στα Φεστιβάλ της ΚΝΕ. Αλλωστε, όπως ανέδειξε και σύντομο βίντεο για τη ζωή του, που παρουσιάστηκε αμέσως πριν το αφιέρωμα, ο Δ. Μητροπάνος στάθηκε στο πλευρό του ΚΚΕ.
Είτε στις καρέκλες και τα τραπέζια που συγκρότησαν μια μεγάλη παρέα στο χώρο, είτε όρθιοι, κάθισαν στο αφιέρωμα μέχρι να τελειώσει, αρκετά μετά τη 1 τα μεσάνυχτα, χιλιάδες εργατόκοσμου, παρά την κούραση της δουλειάς από τη μέρα που πέρασε, άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας, οικογένειες με μικρά παιδιά.
Σιγοτραγουδώντας για «καλοκαίρια και χειμώνες», για την «εθνική μας μοναξιά». Τονίζοντας πως «όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι /με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη /στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι». Αλλά και πως «μου 'χες πει πως όλα αλλάζουν /φτάνει μόνο μια αφορμή /μα τα δυο σου μάτια μοιάζουν /φάροι σ' άγονη γραμμή».
Τους ερμηνευτές στη σκηνή πλαισίωνε το συγκρότημα του Δ. Μητροπάνου, οι: Γιάννης Παπαζαχαριάκης (μαέστρος - κιθάρα), Γιάννης Σινάνης (22 χρόνια το μπουζούκι του Μητροπάνου), Μίμης Τζούτζουλης (μπάσο), Κάτσικας Γιώργος (τύμπανα), Τράπαλης Ανδρέας (βιολί), Χατζηιορδάνου Ντίνος (ακορντεόν), Παπαχρηστούδης Γιώργος (πιάνο), Κατσουπάκης Ακης (πλήκτρα), Πελέκας Μάκης (μπουζούκι) και ο Δημήτρης Ευαγγελάτος (στον ήχο).
Η βραδιά έκλεισε με βίντεο με τον Δ. Μητροπάνο να τραγουδάει το «Αλίμονο» και τον κόσμο να σιγοτραγουδάει από κάτω...
Την 9μελή ορχήστρα των νέων μουσικών αποτέλεσαν οι: Ορέστης Σαρέλας (βιολί), Παύλος Χαμπαλής (βιολί), Παναγιώτης Καπογιάνης (κοντραμπάσο), Μάρθα Γκόλια (φλάουτο), Δημήτρης Ανδρονιάδης (ακορντεόν), Τάσος Φωτόπουλος (φαγκότο), Αλέξανδρος Μπιάγης (τρομπέτα), Δημήτρης Ζήσης (κρουστά), Παντελής Λαλεδάκης (κρουστά).
Στη συναυλία παρουσιάστηκαν 3 κομμάτια από τη σουίτα «Χιονοθύελλα» του Γ. Σβεντίροφ («Βαλς», «Ποιμενικό», «Χειμωνιάτικος δρόμος»), 1 κομμάτι («Μοντέγοι και Καπουλέτοι») από το μπαλέτο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σ. Προκόφιεφ, 2 κομμάτια («Εισαγωγή», «Ρομάντσα») απ' το μπαλέτο «Αλογόμυγα» («Gadfly») του Ν. Σοστακόβιτς και το «Μασκαράτα Βαλς» απ τον Α. Χατζατουριάν.
Η εκδήλωση κέντρισε το ενδιαφέρον των παρευρισκόμενων στο Φεστιβάλ. Ανθρωποι όλων των ηλικιών, αρκετή ώρα πριν από την έναρξη της συναυλίας, γέμισαν ασφυκτικά τις τσιμεντένιες εξέδρες στο θεατράκι του Πάρκου Τρίτση. Παράλληλα, αρκετοί ήταν αυτοί που κάνοντας την βόλτα τους στους χώρους του Φεστιβάλ σταματούσαν για να ακούσουν τις εκτελέσεις των μουσικών.
Ο Δ. Κουτσούμπας στον ίδιο χώρο συνάντησε και τους ερμηνευτές που συμμετείχαν στο αφιέρωμα, Μελίνα Ασλανίδου, Δημήτρη Μπάση και Μίλτο Πασχαλίδη.
Τα εκθέματα ήταν ψηφιακά αντίγραφα έργων της Συλλογής Γ. Κωστάκη που φυλάσσονται στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, τα οποία δεν είχαν εκτεθεί και παρουσιαστεί στο κοινό για πολλά χρόνια.
Δίπλα σε αυτά υπήρχαν τέσσερις κατασκευές - έργο ομάδας μηχανικών. Εκτός από την κατασκευή του πύργου του Τάτλιν, που συγκέντρωσε τα βλέμματα ως ένα σημαντικό επίτευγμα, υπήρχαν αναπαραστάσεις κατασκευών του Κλούτσις, ενώ από την Παρασκευή προστέθηκε και η αναπαράσταση κατασκευής της Πόποβα που είχε δημιουργηθεί ως σκηνικό θεατρικής παράστασης. Το σκηνικό αποτελείται από ξύλινα πλαίσια και περιστρεφόμενους τροχούς που υποδεικνύουν τις μηχανές, με την πρόθεση να δημιουργήσει ένα σκηνικό χώρο απλό, στην πιο βασική του μορφή. Για το σχεδιασμό του έπαιξε ρόλο η διευκόλυνση των ηθοποιών και να μπορεί το σκηνικό να παρουσιαστεί και σε εξωτερικούς χώρους.
Η περιήγηση στους πίνακες ξεκινούσε με έργα του κυβοφουτουρισμού, ενός ρεύματος που αναπτύχθηκε ως άρνηση του κυρίαρχου μέχρι τότε ρεύματος του συμβολισμού. Στη Ρωσία το ρεύμα αυτό προσέλαβε αντιπολεμικά χαρακτηριστικά σε αντίθεση με το φασιστικό προσανατολισμό των φουτουριστών της Ιταλίας. Ακολουθούν τα εγχειρήματα των σουπρεματιστών να υπερβούν τα «δεσμά του θέματος» και να προτείνουν μια ζωγραφική μη παραστατική.
Τέλος, η έκθεση παρουσίαζε τη γέννηση του σοσιαλιστικού ρεαλισμού μέσα από τη Ρώσικη Πρωτοπορία, ως υπέρβαση του τέλματος στο οποίο αυτή περιέπεσε κάτω από το βάρος των αδυναμιών και των αντιφάσεών της. Οπως εξηγούνταν από τα ταμπλό της έκθεσης και τους ξεναγούς της, ο Σοσιαλιστικός Ρεαλισμός είναι το ρεύμα που επιχειρεί να δώσει ολοκληρωμένη υπόσταση στο αίτημα για σύνδεση της Τέχνης με τη ζωή, που εξοπλίζει την Τέχνη με το πιο δυνατό όπλο, το διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό.