Στο Μαρκόνι, σε μια από τις πιο υποβαθμισμένες γειτονιές της Αθήνας, περπατά ο «Ρ» και καταγράφει εικόνες και κουβέντες που αποδεικνύουν την παντελή απουσία κράτους και δήμου απ' την περιοχή
Τα πράγματα για τους κατοίκους του Βοτανικού έγιναν ακόμη χειρότερα τα τελευταία χρόνια, με την «κάθοδο» δεκάδων νυχτερινών κέντρων στην περιοχή. Οι κάτοικοι θεωρούν δεδομένο το γεγονός πως σε λίγα χρόνια ο Βοτανικός και το Γκάζι θα γίνουν ακριβώς όπως είναι σήμερα η κατάσταση στου Ψυρρή. «Εκμεταλλεύτηκαν τη χρόνια υποβάθμιση της περιοχής. Πήραν για ένα κομμάτι ψωμί τεράστιους χώρους κι έστησαν μαγαζιά πολυτελείας. Πολλά δε απ' αυτά δεν τηρούν καν τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις. Να φανταστείτε πως υπάρχουν νυχτερινά κέντρα χωρίς ηχομόνωση, χωρίς χώρους στάθμευσης. Κάθε βράδυ γίνεται εδώ το αδιαχώρητο», είναι οι χαρακτηριστικές τους κουβέντες.
Στην καρδιά αυτής της γειτονιάς τα ονόματα των δρόμων σα να θέλουν να γεμίσουν τις άδειες καρδιές, τα αδειανά μάτια. Οδός Ανοίξεως, οδός Χαράς... Κι ας λείπει η άνοιξη και η χαρά χρόνια τώρα απ' τη ζωή τους. Στη διασταύρωση αυτών των δύο οδών, το καφενείο της γειτονιάς. Εκεί όπου οι άνδρες μαζεύονται καθημερινά για να πουν όσα κανείς απ' τους υπευθύνους δεν έφτασε εκεί για να ακούσει. Ο Κώστας Μικρόπουλος, 36 χρόνια κάτοικος της περιοχής, προσπαθεί να ιεραρχήσει τα προβλήματα κι άκρη δε βγάζει. «Ουσιαστικά είμαστε μια βιομηχανική ζώνη με πάρα πολλά προβλήματα. Ζούμε μες στη βρωμιά και τα ποντίκια. Τόσα χρόνια φωνάζουμε για αποχέτευση κι αποχέτευση δε βλέπουμε. Να φανταστείτε πως πρώτη φορά νερό στα σπίτια μας είδαμε το 1982! Τότε που ο Μπέης μας έβαλε ένα ρολόι κι αυτό για όλα τα σπίτια της γειτονιάς»...
Ο ιδιοκτήτης του καφενείου Βαγγέλης Δαλιδάς, ένα νέο παιδί, γέννημα - θρέμμα στο Μαρκόνι, θα αναφερθεί στο τρομερό πρόβλημα της ανεργίας που υπάρχει και σ' αυτή τη συγκεκριμένη γειτονιά. «Ερχεται Πάσχα και πολλές οικογένειες δεν ξέρουν πώς θα περάσουν. Οι περισσότεροι εδώ είναι υποαπασχολούμενοι, πολλές οικογένειες φτάνουν στο σημείο να μην έχουν ούτε να φάνε. Κι είναι πραγματικά τραγική ειρωνεία το γεγονός, αν σκεφτεί κανείς πως η γειτονιά είναι γεμάτη από εργοστάσια, βιοτεχνίες, σιδηρουργεία και μηχανουργεία», λέει. Γιατί συμβαίνει ωστόσο αυτό; «Προτιμούν τους Πακιστανούς απ' ό,τι τους Ελληνες. Γιατί δουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί και ανασφάλιστοι», θα πει.
Στις ίδιες ακριβώς κατευθύνσεις κινούνται και οι κουβέντες του Μπάμπη Κοτοπούλη, γραμματέα του Συλλόγου «Μαρκόνι - Αγιος Σάββας». «Μια οικιστική περιοχή την έχουν μετατρέψει σε περιοχή βαριάς όχλησης. Τα πάντα εδώ πέρα επιτρέπονται. Υπάρχουν δεκάδες βιοτεχνίες, δεκάδες εργοστάσια που λειτουργούν παράνομα, χωρίς να έχουν καμία απολύτως άδεια, χωρίς να έχουν καμία προδιαγραφή και χωρίς να τηρούν κανέναν κανόνα ασφαλείας», είπε στο «Ρ». Κατήγγειλε μάλιστα το υπουργείο Ανάπτυξης ότι είτε δίνει ανεξέλεγκτα άδειες, είτε δίνει παράταση έως και 15 χρόνια σε ήδη υπάρχουσες. «Σε θέματα πολεοδομικής υποδομής, που έχει άμεση σχέση ο δήμος, δεν έχει κάνει καμία απολύτως παρέμβαση. Αλλά αυτό δε συμβαίνει μόνο στο Μαρκόνι. Διότι δεν υπάρχει καθόλου κρατική και δημοτική μέριμνα για τις φτωχογειτονιές της Αθήνας, οι οποίες συνεχίζουν να ζουν χωρίς κανένα έργο κοινωνικής υποδομής», ανέφερε ο Μπ. Κοτοπούλης.
Προχωρώντας στους δρόμους αυτής της γειτονιάς, καταλαβαίνει κανείς τη βαρύτητα των παραπάνω λόγων. Μια πλατεία όλη κι όλη, είναι ο μόνος χώρος που μπορεί κανείς να κάτσει σ' ένα παγκάκι και να καπνίσει ένα τσιγάρο. Τη συγκεκριμένη πλατεία, μάλιστα, διαμόρφωσαν τα παιδιά της θεραπευτικής κοινότητας «Παρέμβαση» μαζί με τους κατοίκους της γειτονιάς. Πάλι δηλαδή απόντες οι αρμόδιοι. Ενα στενό πιο κάτω η μοναδική παιδική χαρά. `Η μάλλον για να ακριβολογούμε ένα οικόπεδο, κακόγουστα περιφραγμένο, που έχει μέσα του δύο μπασκέτες, λίγες κούνιες και δύο τραμπάλες. Πνιγμένος μες στα χόρτα ο μοναδικός χώρος για τα παιδιά και ο φόβος των ενηλίκων δικαιολογημένος: «Θα τα φάνε τα φίδια το καλοκαίρι»! Ακόμα και η μοναδική τους εκκλησία, ο Αγιος Σάββας, περιμένει απ' το Σεπτέμβρη του 1999 - όταν ο σεισμός άφησε σοβαρότατα σημάδια πάνω της - την επισκευή της. Δύο χρόνια σχεδόν μετά και η λειτουργία σ' αυτή τη γειτονιά γίνεται... υπαίθρια. «Αν βρέχει το Πάσχα, θα κάνουμε Ανάσταση με τις ομπρέλες», λένε στο καφενείο και ήδη μιλούν για το νάιλον και την τέντα που θα στήσουν στην αυλή της...
Κι όμως παρ' όλα αυτά κανείς απ' τους κατοίκους στο Μαρκόνι δε θα άλλαζε τη γειτονιά του. «Είμαστε σαν ένα χωριό, ένα χωριό στην καρδιά της Αθήνας. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι πιο σφιχτές, γνωρίζουμε ο ένας τα προβλήματα του άλλου, βοηθιόμαστε, έχουμε ανθρώπους να μας ακούσουν. Είμαστε δεμένοι μεταξύ μας και πονάμε τη γειτονιά και τους ανθρώπους της. Δύσκολα για έναν Μαρκονιώτη να ζήσει σε πολυκατοικία της Αθήνας», είναι οι τελευταίες κουβέντες - γεμάτες ευαισθησία - του Κ. Μικρόπουλου.
Μιλά στο «Ρ» ο 58χρονος Δ. Καρανάσιος, ένας από τους κατοίκους του Βοτανικού, που έχει βιώσει στη ζωή του χρόνιες ανεργίες, αλλά που έχει κατορθώσει να κρατήσει ως κόρη οφθαλμού την αξιοπρέπειά του...
Ο 58χρονος Δημήτρης Καρανάσιος είναι ο άνθρωπος που δεν άνοιξε στο «Ρ» μόνο την πόρτα του σπιτιού του, άνοιξε κυρίως την ψυχή του, γύρισε χρόνια πίσω τη μνήμη του και τα όσα κατέθεσε αποτελούν απλώς μία απ' τις πολλές «θλιμμένες» ιστορίες, που μπορεί ν' ακούσει κανείς στο Μαρκόνι.
Πριν 35 χρόνια περίπου, έφτασε στην περιοχή, τότε που «οι λάσπες μας έπνιγαν, τότε που δρόμοι δεν υπήρχαν, τότε που το νερό έφτανε στη γειτονιά με το βυτιοφόρο και οι όποιες ανάγκες του σπιτιού καλύπτονταν απ' το βαρέλι που ήταν στην αυλή». Με 25.000 δραχμές τότε και με πολλή προσωπική εργασία, πήρε τη μεγάλη απόφαση να φτιάξει ένα σπίτι να στεγάσει την οικογένειά του. Αυτό το σπίτι, που δεν έχει θεμέλια και είναι φτιαγμένο με τσιμεντόλιθους, συνεχίζει να σκεπάζει τα όνειρα και τις ανησυχίες της οικογένειας αυτής.
Θυμάται ο Δ. Καρανάσιος: «Εχω τραβήξει πολλά για να φτιάξω αυτό το σπίτι. Απ' τα χέρια μου έτρεχε αίμα τότε, κυριολεκτικά. Οι δύο κόρες μου ήταν μωρά κι, όμως, όταν το ξεκαλουπώσαμε, μπήκαμε αμέσως μέσα. Εσταζαν ακόμη οι τοίχοι του, το ένα παιδί μου μάλιστα είχε πάθει πνευμονία απ' την υγρασία που είχε ακόμη το τσιμέντο».
Τον ρωτούμε για τις γιορτές του Πάσχα. Πού θα τις περάσει, πώς θα τις περάσει. «Φτωχικά και στο σπίτι μου. Θα θέλαμε με τη γυναίκα μου να πάμε στην Κέρκυρα - είναι εκεί η πεθερά μου - αλλά πώς να πάμε; Θέλουμε 100.000 δραχμές μόνο για τα εισιτήρια. Μπορώ να δώσω τόσα λεφτά, όταν 100.000 δεν είναι ούτε το 15ήμερό μου;», λέει χωρίς περιστροφές. Στην Κέρκυρα βρίσκεται εδώ και λίγες μέρες και η 29χρονη κόρη του, επίσης θύμα της ανεργίας, που μαστίζει κι αυτή την περιοχή. «Αναζήτησε παντού δουλιά, δεν μπόρεσε να βρει τίποτα. Αναγκάστηκε έτσι με τα πολλά να πάει στο νησί, όπου βρέθηκε μια δουλιά σε σούπερ - μάρκετ. Τι να κάνει; Ηταν δύσκολο γι' αυτή σ' αυτή την ηλικία να ζει με το ελάχιστο χαρτζιλίκι που μπορούσα να της δίνω».
Του ζητάμε να θυμηθεί τις πιο δύσκολες γιορτές που έχει περάσει στη ζωή του. «Ούτε μια φορά, ούτε δυο, ούτε τρεις. Οι περισσότερες γιορτές για μας, δύσκολες είναι. Θυμάμαι, όμως, κάτι Χριστούγεννα, πριν αρκετά χρόνια, που δεν υπήρχε τίποτα στο ψυγείο για να περάσουμε. Πήγε, λοιπόν, ο γαμπρός μου που έμενε στην Ελευσίνα και ψάρεψε. Μας έδωσε δύο κέφαλους. Μ' αυτά τα ψάρια, κάναμε γιορτές και είπαμε και ...δόξα τω Θεώ», είναι η απάντηση που δίνει. Και οι επόμενες κουβέντες του, επίσης συγκλονιστικές: «Σινεμά έχω να πάω από τότε που ήμουν ελεύθερος. Σχεδόν 40 χρόνια, δηλαδή. Τη λέξη ταβέρνα δεν την ξέρουμε ούτε εγώ, ούτε η γυναίκα μου. Τόσα χρόνια αγώνας και δεν μπορέσαμε να προσφέρουμε τίποτα παραπάνω στους εαυτούς μας, εκτός απ' αυτό το σπίτι κι αυτήν την αυλή που βλέπετε».
Στην τελευταία ερώτησή μας, αν δηλαδή θα έφευγε απ' το Μαρκόνι σε περίπτωση που δημιουργούνταν οι ανάλογες συνθήκες, η απάντησή του απόλυτη και αβίαστη: «Εδώ είναι όλη η ζωή μου. Καλή, κακή δεν έχει σημασία. Δεν μπορώ, όμως, να ζήσω σε μια πολυκατοικία της Αθήνας. Εδώ έχω την αυλή μου, τα λουλούδια μου, ανθρώπους να μοιραστώ τη χαρά και τη λύπη μου. Πονάω αυτό το μέρος, πονάω αυτό το σπίτι. Οχι δε θα 'φευγα με τίποτα, κι ας έχουμε πνιγεί στη βρωμιά, στο κουνούπι και τους αρουραίους. Κι ας είμαστε τόσα χρόνια ξεχασμένοι απ' όλους»...