ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 14 Απρίλη 2001 - Κυριακή 15 Απρίλη 2001
Σελ. /32
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
ΒΟΤΑΝΙΚΟΣ
Δεν υπάρχει ζωή στη γειτονιά των... ξεχασμένων

Στο Μαρκόνι, σε μια από τις πιο υποβαθμισμένες γειτονιές της Αθήνας, περπατά ο «Ρ» και καταγράφει εικόνες και κουβέντες που αποδεικνύουν την παντελή απουσία κράτους και δήμου απ' την περιοχή

Στο καφενείο της γειτονιάς. Εκεί όπου όλοι ξέρουν, όλοι μιλούν, αλλά ουδέποτε δεν έφτασε κανείς απ' τους υπεύθυνους για ν' ακούσει
Στο καφενείο της γειτονιάς. Εκεί όπου όλοι ξέρουν, όλοι μιλούν, αλλά ουδέποτε δεν έφτασε κανείς απ' τους υπεύθυνους για ν' ακούσει
Ζουν μέσα στη «μήτρα» της παραγωγής - δεκάδες εργοστάσια, μηχανουργεία, σιδηρουργεία και βιοτεχνίες παντός είδους κατακλύζουν την περιοχή - κι όμως οι περισσότεροι απ' αυτούς είναι άνεργοι. Τα σπίτια τους χαμηλά, κυριολεκτικά χτισμένα «με αίμα και ιδρώτα», κατόρθωσαν όλα αυτά τα χρόνια της βιοπάλης να κρατήσουν και να διαφυλάξουν τα όνειρα της οικογένειας, μπόρεσαν να προσφέρουν - παρά τις τρομακτικές ελλείψεις τους - μια διαφορετική ποιότητα ζωής απ' ό,τι αυτή της πολυκατοικίας. Τώρα κι αυτά τα σπίτια τούς διώχνουν. Γεμάτες οι αυλές και οι δρόμοι τους ποντίκια, γεμάτα τα κενά οικόπεδα σκουπίδια, γεμάτες και οι ψυχές τους παράπονο για την αδιαφορία - δήμου και κράτους - που δε λέει να τελειώσει. Κι όσο κι αν η περιοχή τους χιλιοτραγουδήθηκε, οι κάτοικοί της επιμένουν πεισματικά να παραφράζουν... άλλο τραγούδι, τη «Δραπετσώνα», γιατί γι' αυτούς - όσο κι αν πονούν, όσο κι αν αγαπούν τη γειτονιά τους - είναι βέβαιο πως «στον Βοτανικό πια δεν έχουμε ζωή»...

Οταν η... πολυτέλεια μεγαλώνει την υποβάθμιση

Τα πράγματα για τους κατοίκους του Βοτανικού έγιναν ακόμη χειρότερα τα τελευταία χρόνια, με την «κάθοδο» δεκάδων νυχτερινών κέντρων στην περιοχή. Οι κάτοικοι θεωρούν δεδομένο το γεγονός πως σε λίγα χρόνια ο Βοτανικός και το Γκάζι θα γίνουν ακριβώς όπως είναι σήμερα η κατάσταση στου Ψυρρή. «Εκμεταλλεύτηκαν τη χρόνια υποβάθμιση της περιοχής. Πήραν για ένα κομμάτι ψωμί τεράστιους χώρους κι έστησαν μαγαζιά πολυτελείας. Πολλά δε απ' αυτά δεν τηρούν καν τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις. Να φανταστείτε πως υπάρχουν νυχτερινά κέντρα χωρίς ηχομόνωση, χωρίς χώρους στάθμευσης. Κάθε βράδυ γίνεται εδώ το αδιαχώρητο», είναι οι χαρακτηριστικές τους κουβέντες.

Χώρος που ονομάζεται«παιδική χαρά», αν και θα 'πρεπε να ονομάζεται«παιδική θλίψη»
Χώρος που ονομάζεται«παιδική χαρά», αν και θα 'πρεπε να ονομάζεται«παιδική θλίψη»
Ωστόσο, παρότι η... πολυτέλεια κατέβηκε μέχρι τον Βοτανικό, δεν μπόρεσε να συμπληρώσει σε καμία περίπτωση την έλλειψή της απ' τους κατοίκους του, οι οποίοι βλέπουν χρόνο με το χρόνο τη ζωή τους να δυσκολεύει ακόμη περισσότερο. Ενδεικτική η κατάσταση που επικρατεί σε μία απ' τις γειτονιές του, στο Μαρκόνι. Στο Μαρκόνι, που όπως λένε οι λίγοι κάτοικοί του, «αν ρωτήσεις κάποιον απ' τους αρμόδιους προς τα πού πέφτει, δε θα ξέρει να σου απαντήσει».

Στην καρδιά αυτής της γειτονιάς τα ονόματα των δρόμων σα να θέλουν να γεμίσουν τις άδειες καρδιές, τα αδειανά μάτια. Οδός Ανοίξεως, οδός Χαράς... Κι ας λείπει η άνοιξη και η χαρά χρόνια τώρα απ' τη ζωή τους. Στη διασταύρωση αυτών των δύο οδών, το καφενείο της γειτονιάς. Εκεί όπου οι άνδρες μαζεύονται καθημερινά για να πουν όσα κανείς απ' τους υπευθύνους δεν έφτασε εκεί για να ακούσει. Ο Κώστας Μικρόπουλος, 36 χρόνια κάτοικος της περιοχής, προσπαθεί να ιεραρχήσει τα προβλήματα κι άκρη δε βγάζει. «Ουσιαστικά είμαστε μια βιομηχανική ζώνη με πάρα πολλά προβλήματα. Ζούμε μες στη βρωμιά και τα ποντίκια. Τόσα χρόνια φωνάζουμε για αποχέτευση κι αποχέτευση δε βλέπουμε. Να φανταστείτε πως πρώτη φορά νερό στα σπίτια μας είδαμε το 1982! Τότε που ο Μπέης μας έβαλε ένα ρολόι κι αυτό για όλα τα σπίτια της γειτονιάς»...

Οδός Ανοίξεως. Σα να θέλουν από πείσμα οι κάτοικοι να φέρουν την άνοιξη στη γειτονιά τους, που η αδιαφορία των αρμοδίων την έχει γεμίσει... φθινόπωρα και χειμώνες!
Οδός Ανοίξεως. Σα να θέλουν από πείσμα οι κάτοικοι να φέρουν την άνοιξη στη γειτονιά τους, που η αδιαφορία των αρμοδίων την έχει γεμίσει... φθινόπωρα και χειμώνες!
Οσο συζητάς μαζί τους, τόσο ανακαλύπτεις «τη μιζέρια και την υποβάθμιση» για την οποία μιλούν. Ενα σχολείο είχε όλο κι όλο η περιοχή, το 68ο Δημοτικό, το οποίο μάλιστα στεγαζόταν σε μια... αποθήκη, το διώξανε κι αυτό. Φαρμακείο για μια έκτακτη ανάγκη δεν υπάρχει. Η συγκοινωνία δε φτάνει έως εκεί. Στην Ιερά Οδό είναι η πιο κοντινή στάση. «Αμα βρέχει, κάνεις δύο... μπάνια μέχρι να φτάσεις στο σπίτι σου», λέει χαρακτηριστικά ο Κ. Μικρόπουλος.

Πώς να περάσουν το Πάσχα;

Ο ιδιοκτήτης του καφενείου Βαγγέλης Δαλιδάς, ένα νέο παιδί, γέννημα - θρέμμα στο Μαρκόνι, θα αναφερθεί στο τρομερό πρόβλημα της ανεργίας που υπάρχει και σ' αυτή τη συγκεκριμένη γειτονιά. «Ερχεται Πάσχα και πολλές οικογένειες δεν ξέρουν πώς θα περάσουν. Οι περισσότεροι εδώ είναι υποαπασχολούμενοι, πολλές οικογένειες φτάνουν στο σημείο να μην έχουν ούτε να φάνε. Κι είναι πραγματικά τραγική ειρωνεία το γεγονός, αν σκεφτεί κανείς πως η γειτονιά είναι γεμάτη από εργοστάσια, βιοτεχνίες, σιδηρουργεία και μηχανουργεία», λέει. Γιατί συμβαίνει ωστόσο αυτό; «Προτιμούν τους Πακιστανούς απ' ό,τι τους Ελληνες. Γιατί δουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί και ανασφάλιστοι», θα πει.

Στις ίδιες ακριβώς κατευθύνσεις κινούνται και οι κουβέντες του Μπάμπη Κοτοπούλη, γραμματέα του Συλλόγου «Μαρκόνι - Αγιος Σάββας». «Μια οικιστική περιοχή την έχουν μετατρέψει σε περιοχή βαριάς όχλησης. Τα πάντα εδώ πέρα επιτρέπονται. Υπάρχουν δεκάδες βιοτεχνίες, δεκάδες εργοστάσια που λειτουργούν παράνομα, χωρίς να έχουν καμία απολύτως άδεια, χωρίς να έχουν καμία προδιαγραφή και χωρίς να τηρούν κανέναν κανόνα ασφαλείας», είπε στο «Ρ». Κατήγγειλε μάλιστα το υπουργείο Ανάπτυξης ότι είτε δίνει ανεξέλεγκτα άδειες, είτε δίνει παράταση έως και 15 χρόνια σε ήδη υπάρχουσες. «Σε θέματα πολεοδομικής υποδομής, που έχει άμεση σχέση ο δήμος, δεν έχει κάνει καμία απολύτως παρέμβαση. Αλλά αυτό δε συμβαίνει μόνο στο Μαρκόνι. Διότι δεν υπάρχει καθόλου κρατική και δημοτική μέριμνα για τις φτωχογειτονιές της Αθήνας, οι οποίες συνεχίζουν να ζουν χωρίς κανένα έργο κοινωνικής υποδομής», ανέφερε ο Μπ. Κοτοπούλης.

Προχωρώντας στους δρόμους αυτής της γειτονιάς, καταλαβαίνει κανείς τη βαρύτητα των παραπάνω λόγων. Μια πλατεία όλη κι όλη, είναι ο μόνος χώρος που μπορεί κανείς να κάτσει σ' ένα παγκάκι και να καπνίσει ένα τσιγάρο. Τη συγκεκριμένη πλατεία, μάλιστα, διαμόρφωσαν τα παιδιά της θεραπευτικής κοινότητας «Παρέμβαση» μαζί με τους κατοίκους της γειτονιάς. Πάλι δηλαδή απόντες οι αρμόδιοι. Ενα στενό πιο κάτω η μοναδική παιδική χαρά. `Η μάλλον για να ακριβολογούμε ένα οικόπεδο, κακόγουστα περιφραγμένο, που έχει μέσα του δύο μπασκέτες, λίγες κούνιες και δύο τραμπάλες. Πνιγμένος μες στα χόρτα ο μοναδικός χώρος για τα παιδιά και ο φόβος των ενηλίκων δικαιολογημένος: «Θα τα φάνε τα φίδια το καλοκαίρι»! Ακόμα και η μοναδική τους εκκλησία, ο Αγιος Σάββας, περιμένει απ' το Σεπτέμβρη του 1999 - όταν ο σεισμός άφησε σοβαρότατα σημάδια πάνω της - την επισκευή της. Δύο χρόνια σχεδόν μετά και η λειτουργία σ' αυτή τη γειτονιά γίνεται... υπαίθρια. «Αν βρέχει το Πάσχα, θα κάνουμε Ανάσταση με τις ομπρέλες», λένε στο καφενείο και ήδη μιλούν για το νάιλον και την τέντα που θα στήσουν στην αυλή της...

Κι όμως παρ' όλα αυτά κανείς απ' τους κατοίκους στο Μαρκόνι δε θα άλλαζε τη γειτονιά του. «Είμαστε σαν ένα χωριό, ένα χωριό στην καρδιά της Αθήνας. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι πιο σφιχτές, γνωρίζουμε ο ένας τα προβλήματα του άλλου, βοηθιόμαστε, έχουμε ανθρώπους να μας ακούσουν. Είμαστε δεμένοι μεταξύ μας και πονάμε τη γειτονιά και τους ανθρώπους της. Δύσκολα για έναν Μαρκονιώτη να ζήσει σε πολυκατοικία της Αθήνας», είναι οι τελευταίες κουβέντες - γεμάτες ευαισθησία - του Κ. Μικρόπουλου.

«Υπήρξαν γιορτές που δεν είχαμε να φάμε»...

Μιλά στο «Ρ» ο 58χρονος Δ. Καρανάσιος, ένας από τους κατοίκους του Βοτανικού, που έχει βιώσει στη ζωή του χρόνιες ανεργίες, αλλά που έχει κατορθώσει να κρατήσει ως κόρη οφθαλμού την αξιοπρέπειά του...

«Σκέφτομαι ότι μπορεί να ξαναμείνω άνεργος και λέω θ' ανοίξω το φρεάτιο να μπω μέσα να πνιγώ», λέει ο Δ. Καρανάσιος
«Σκέφτομαι ότι μπορεί να ξαναμείνω άνεργος και λέω θ' ανοίξω το φρεάτιο να μπω μέσα να πνιγώ», λέει ο Δ. Καρανάσιος
Βλέπεις τα σπίτια χαμηλά, με αυλές ασβεστωμένες, γεμάτες λουλούδια, πάστρα κι αρχοντιά και δεν μπορείς να φανταστείς με κανέναν τρόπο πόσα προβλήματα μπορούν να κρύβονται πίσω απ' τις πόρτες τους. Συναντάς τους ανθρώπους αυτής της γειτονιάς, πάντα με ένα χαμόγελο στα χείλη, ευγενικούς και φιλόξενους και δεν μπορείς να διανοηθείς πόση σκοτούρα και πόσες έγνοιες κρύβουν μέσα τους. Ξεχασμένοι απ' όλους και για όλα δηλώνουν, αλλά με τόση αξιοπρέπεια, που δε σου αφήνουν κανένα περιθώριο για λύπηση. Γιατί πολλά μπορεί να είναι αυτά που τους λείπουν, πολλά είναι, όμως, κι αυτά που έχουν...

Ο 58χρονος Δημήτρης Καρανάσιος είναι ο άνθρωπος που δεν άνοιξε στο «Ρ» μόνο την πόρτα του σπιτιού του, άνοιξε κυρίως την ψυχή του, γύρισε χρόνια πίσω τη μνήμη του και τα όσα κατέθεσε αποτελούν απλώς μία απ' τις πολλές «θλιμμένες» ιστορίες, που μπορεί ν' ακούσει κανείς στο Μαρκόνι.

Πριν 35 χρόνια περίπου, έφτασε στην περιοχή, τότε που «οι λάσπες μας έπνιγαν, τότε που δρόμοι δεν υπήρχαν, τότε που το νερό έφτανε στη γειτονιά με το βυτιοφόρο και οι όποιες ανάγκες του σπιτιού καλύπτονταν απ' το βαρέλι που ήταν στην αυλή». Με 25.000 δραχμές τότε και με πολλή προσωπική εργασία, πήρε τη μεγάλη απόφαση να φτιάξει ένα σπίτι να στεγάσει την οικογένειά του. Αυτό το σπίτι, που δεν έχει θεμέλια και είναι φτιαγμένο με τσιμεντόλιθους, συνεχίζει να σκεπάζει τα όνειρα και τις ανησυχίες της οικογένειας αυτής.

Θυμάται ο Δ. Καρανάσιος: «Εχω τραβήξει πολλά για να φτιάξω αυτό το σπίτι. Απ' τα χέρια μου έτρεχε αίμα τότε, κυριολεκτικά. Οι δύο κόρες μου ήταν μωρά κι, όμως, όταν το ξεκαλουπώσαμε, μπήκαμε αμέσως μέσα. Εσταζαν ακόμη οι τοίχοι του, το ένα παιδί μου μάλιστα είχε πάθει πνευμονία απ' την υγρασία που είχε ακόμη το τσιμέντο».

Γιορτές «φτωχικά και στο σπίτι»

Γεμάτους λάσπες θυμάται τους δρόμους στο Μαρκόνι, πριν από 35 χρόνια, ο Δ. Καρανάσιος. Γεμάτοι λάσπες και βρωμιά εξακολουθούν να είναι μέχρι σήμερα...
Γεμάτους λάσπες θυμάται τους δρόμους στο Μαρκόνι, πριν από 35 χρόνια, ο Δ. Καρανάσιος. Γεμάτοι λάσπες και βρωμιά εξακολουθούν να είναι μέχρι σήμερα...
Τη ζωή του ο 58χρονος τη χαρακτηρίζει «πολύ δύσκολη ζωή». Και πώς να μην είναι, όταν τα λεφτά που έμπαιναν όλα αυτά τα χρόνια στο σπίτι αυτό ήταν ο δικός του μισθός κι όταν κάμποσες φορές η ανεργία χτύπησε την πόρτα του;.. Μέχρι πρόσφατα, έπαιρνε Ταμείο Ανεργίας, όλο το εισόδημα για την 4μελή οικογένεια ήταν οι 90.000 δραχμές του Ταμείου. Υπήρχαν μέρες πριν ένα χρόνο στο σπίτι αυτό, που δεν είχαν τι να φάνε. Απευθύνθηκε σε όλα τα εργοστάσια και τις βιοτεχνίες της περιοχής για δουλιά. «Κανείς δε μου 'δινε. Μου έλεγαν: "Γιατί να πάρουμε εσένα στη δουλιά, που θα δουλεύεις 8ωρο και θα θέλεις και ένσημα; Αφού μπορούμε να πάρουμε έναν Πακιστανό να δουλεύει για 17 ώρες την ημέρα με 5.000 δραχμές και χωρίς καθόλου ένσημα". Εγώ, όμως, είχα ανάγκη και τα ένσημα. Για να μπορέσω να βγω στη σύνταξη». Βρήκε, τελικά, με τα πολλά, δουλιά νυχτερινή σ' ένα εργοστάσιο στη Μάντρα Ασπροπύργου. «Παίρνω τρία λεωφορεία για να φτάσω ως εκεί. Τι να κάνω, όμως; Θέλω δύο χρόνια ακόμη για τη σύνταξη. Κι όταν σκέφτομαι ότι αύριο μπορεί να είμαι ξανά άνεργος, τρελαίνομαι. Λέω, αν μου ξανασυμβεί αυτό, θ' ανοίξω το φρεάτιο που είναι έξω απ' το σπίτι και θα μπω μέσα να πνιγώ»...

Τον ρωτούμε για τις γιορτές του Πάσχα. Πού θα τις περάσει, πώς θα τις περάσει. «Φτωχικά και στο σπίτι μου. Θα θέλαμε με τη γυναίκα μου να πάμε στην Κέρκυρα - είναι εκεί η πεθερά μου - αλλά πώς να πάμε; Θέλουμε 100.000 δραχμές μόνο για τα εισιτήρια. Μπορώ να δώσω τόσα λεφτά, όταν 100.000 δεν είναι ούτε το 15ήμερό μου;», λέει χωρίς περιστροφές. Στην Κέρκυρα βρίσκεται εδώ και λίγες μέρες και η 29χρονη κόρη του, επίσης θύμα της ανεργίας, που μαστίζει κι αυτή την περιοχή. «Αναζήτησε παντού δουλιά, δεν μπόρεσε να βρει τίποτα. Αναγκάστηκε έτσι με τα πολλά να πάει στο νησί, όπου βρέθηκε μια δουλιά σε σούπερ - μάρκετ. Τι να κάνει; Ηταν δύσκολο γι' αυτή σ' αυτή την ηλικία να ζει με το ελάχιστο χαρτζιλίκι που μπορούσα να της δίνω».

Του ζητάμε να θυμηθεί τις πιο δύσκολες γιορτές που έχει περάσει στη ζωή του. «Ούτε μια φορά, ούτε δυο, ούτε τρεις. Οι περισσότερες γιορτές για μας, δύσκολες είναι. Θυμάμαι, όμως, κάτι Χριστούγεννα, πριν αρκετά χρόνια, που δεν υπήρχε τίποτα στο ψυγείο για να περάσουμε. Πήγε, λοιπόν, ο γαμπρός μου που έμενε στην Ελευσίνα και ψάρεψε. Μας έδωσε δύο κέφαλους. Μ' αυτά τα ψάρια, κάναμε γιορτές και είπαμε και ...δόξα τω Θεώ», είναι η απάντηση που δίνει. Και οι επόμενες κουβέντες του, επίσης συγκλονιστικές: «Σινεμά έχω να πάω από τότε που ήμουν ελεύθερος. Σχεδόν 40 χρόνια, δηλαδή. Τη λέξη ταβέρνα δεν την ξέρουμε ούτε εγώ, ούτε η γυναίκα μου. Τόσα χρόνια αγώνας και δεν μπορέσαμε να προσφέρουμε τίποτα παραπάνω στους εαυτούς μας, εκτός απ' αυτό το σπίτι κι αυτήν την αυλή που βλέπετε».

Στην τελευταία ερώτησή μας, αν δηλαδή θα έφευγε απ' το Μαρκόνι σε περίπτωση που δημιουργούνταν οι ανάλογες συνθήκες, η απάντησή του απόλυτη και αβίαστη: «Εδώ είναι όλη η ζωή μου. Καλή, κακή δεν έχει σημασία. Δεν μπορώ, όμως, να ζήσω σε μια πολυκατοικία της Αθήνας. Εδώ έχω την αυλή μου, τα λουλούδια μου, ανθρώπους να μοιραστώ τη χαρά και τη λύπη μου. Πονάω αυτό το μέρος, πονάω αυτό το σπίτι. Οχι δε θα 'φευγα με τίποτα, κι ας έχουμε πνιγεί στη βρωμιά, στο κουνούπι και τους αρουραίους. Κι ας είμαστε τόσα χρόνια ξεχασμένοι απ' όλους»...

ΚΕΙΜΕΝΑ:
Μπέρρυ ΤΣΟΥΓΚΡΑΝΗ


Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ