Μιλά στο «Ρ» ο 58χρονος Δ. Καρανάσιος, ένας από τους κατοίκους του Βοτανικού, που έχει βιώσει στη ζωή του χρόνιες ανεργίες, αλλά που έχει κατορθώσει να κρατήσει ως κόρη οφθαλμού την αξιοπρέπειά του...
«Σκέφτομαι ότι μπορεί να ξαναμείνω άνεργος και λέω θ' ανοίξω το φρεάτιο να μπω μέσα να πνιγώ», λέει ο Δ. Καρανάσιος |
Ο 58χρονος Δημήτρης Καρανάσιος είναι ο άνθρωπος που δεν άνοιξε στο «Ρ» μόνο την πόρτα του σπιτιού του, άνοιξε κυρίως την ψυχή του, γύρισε χρόνια πίσω τη μνήμη του και τα όσα κατέθεσε αποτελούν απλώς μία απ' τις πολλές «θλιμμένες» ιστορίες, που μπορεί ν' ακούσει κανείς στο Μαρκόνι.
Πριν 35 χρόνια περίπου, έφτασε στην περιοχή, τότε που «οι λάσπες μας έπνιγαν, τότε που δρόμοι δεν υπήρχαν, τότε που το νερό έφτανε στη γειτονιά με το βυτιοφόρο και οι όποιες ανάγκες του σπιτιού καλύπτονταν απ' το βαρέλι που ήταν στην αυλή». Με 25.000 δραχμές τότε και με πολλή προσωπική εργασία, πήρε τη μεγάλη απόφαση να φτιάξει ένα σπίτι να στεγάσει την οικογένειά του. Αυτό το σπίτι, που δεν έχει θεμέλια και είναι φτιαγμένο με τσιμεντόλιθους, συνεχίζει να σκεπάζει τα όνειρα και τις ανησυχίες της οικογένειας αυτής.
Θυμάται ο Δ. Καρανάσιος: «Εχω τραβήξει πολλά για να φτιάξω αυτό το σπίτι. Απ' τα χέρια μου έτρεχε αίμα τότε, κυριολεκτικά. Οι δύο κόρες μου ήταν μωρά κι, όμως, όταν το ξεκαλουπώσαμε, μπήκαμε αμέσως μέσα. Εσταζαν ακόμη οι τοίχοι του, το ένα παιδί μου μάλιστα είχε πάθει πνευμονία απ' την υγρασία που είχε ακόμη το τσιμέντο».
Γεμάτους λάσπες θυμάται τους δρόμους στο Μαρκόνι, πριν από 35 χρόνια, ο Δ. Καρανάσιος. Γεμάτοι λάσπες και βρωμιά εξακολουθούν να είναι μέχρι σήμερα... |
Τον ρωτούμε για τις γιορτές του Πάσχα. Πού θα τις περάσει, πώς θα τις περάσει. «Φτωχικά και στο σπίτι μου. Θα θέλαμε με τη γυναίκα μου να πάμε στην Κέρκυρα - είναι εκεί η πεθερά μου - αλλά πώς να πάμε; Θέλουμε 100.000 δραχμές μόνο για τα εισιτήρια. Μπορώ να δώσω τόσα λεφτά, όταν 100.000 δεν είναι ούτε το 15ήμερό μου;», λέει χωρίς περιστροφές. Στην Κέρκυρα βρίσκεται εδώ και λίγες μέρες και η 29χρονη κόρη του, επίσης θύμα της ανεργίας, που μαστίζει κι αυτή την περιοχή. «Αναζήτησε παντού δουλιά, δεν μπόρεσε να βρει τίποτα. Αναγκάστηκε έτσι με τα πολλά να πάει στο νησί, όπου βρέθηκε μια δουλιά σε σούπερ - μάρκετ. Τι να κάνει; Ηταν δύσκολο γι' αυτή σ' αυτή την ηλικία να ζει με το ελάχιστο χαρτζιλίκι που μπορούσα να της δίνω».
Του ζητάμε να θυμηθεί τις πιο δύσκολες γιορτές που έχει περάσει στη ζωή του. «Ούτε μια φορά, ούτε δυο, ούτε τρεις. Οι περισσότερες γιορτές για μας, δύσκολες είναι. Θυμάμαι, όμως, κάτι Χριστούγεννα, πριν αρκετά χρόνια, που δεν υπήρχε τίποτα στο ψυγείο για να περάσουμε. Πήγε, λοιπόν, ο γαμπρός μου που έμενε στην Ελευσίνα και ψάρεψε. Μας έδωσε δύο κέφαλους. Μ' αυτά τα ψάρια, κάναμε γιορτές και είπαμε και ...δόξα τω Θεώ», είναι η απάντηση που δίνει. Και οι επόμενες κουβέντες του, επίσης συγκλονιστικές: «Σινεμά έχω να πάω από τότε που ήμουν ελεύθερος. Σχεδόν 40 χρόνια, δηλαδή. Τη λέξη ταβέρνα δεν την ξέρουμε ούτε εγώ, ούτε η γυναίκα μου. Τόσα χρόνια αγώνας και δεν μπορέσαμε να προσφέρουμε τίποτα παραπάνω στους εαυτούς μας, εκτός απ' αυτό το σπίτι κι αυτήν την αυλή που βλέπετε».
Στην τελευταία ερώτησή μας, αν δηλαδή θα έφευγε απ' το Μαρκόνι σε περίπτωση που δημιουργούνταν οι ανάλογες συνθήκες, η απάντησή του απόλυτη και αβίαστη: «Εδώ είναι όλη η ζωή μου. Καλή, κακή δεν έχει σημασία. Δεν μπορώ, όμως, να ζήσω σε μια πολυκατοικία της Αθήνας. Εδώ έχω την αυλή μου, τα λουλούδια μου, ανθρώπους να μοιραστώ τη χαρά και τη λύπη μου. Πονάω αυτό το μέρος, πονάω αυτό το σπίτι. Οχι δε θα 'φευγα με τίποτα, κι ας έχουμε πνιγεί στη βρωμιά, στο κουνούπι και τους αρουραίους. Κι ας είμαστε τόσα χρόνια ξεχασμένοι απ' όλους»...