ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 27 Μάη 2001
Σελ. /32
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Η ΑΛΛΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
«Αξιον εστί»

Αξιος είναι ο σεβασμός - παντού και πάντα - στην αλήθεια. Η συνέπεια των λόγων και των έργων του καθένα μας στη διάρκεια του χρόνου.

Αξιον είναι να αναγνωρίζεις τις πηγές της έμπνευσής σου και να αποδίδεις τιμές, με όλες τις εποχές και με όλους τους καιρούς, σε αυτούς που δημιουργούν την έμπνευση.

Αξιον είναι να τραγουδάς τα τραγούδια σου - παντού και πάντα - μόνο με ορθόφωνες χορωδίες και μόνο με σολίστ που έχουν δεχτεί επιθέσεις.

Αξιον είναι να σε χαιρετάνε - και να σε χαίρονται - αυτοί που αγωνίζονται και δίνουν το αίμα τους για τη χαρά και την προκοπή.

Αξιον είναι κάθε τι που έχει συνέπεια και συνέχεια.

Γιατί, Περιώνυμε, θεωρείς υποχρέωσή σου, κάθε φορά που ανεβαίνεις στο βήμα, να ρίχνεις τις τουφεκιές σου προς την κατεύθυνση που δείχνει τη μήτρα σου; Προς τον ιερό χώρο της προέλευσής σου; Προς τα εκεί που οι γειτονιές εξακολουθούν να έχουν σκόνη και οι χωροφύλακες συνεχίζουν να συλλαμβάνουν απροειδοποίητα; Γιατί νιώθεις την ανάγκη να σου χτυπάνε παλαμάκια άνθρωποι που δεν ξέρουν να χειροκροτούν; Γιατί αδικείς τον εαυτό σου;

Αγιος είναι ο ιδρώτας που βγαίνει από την κούραση και όχι από την ακολασία!

Αξια είναι τα άδολα χαμόγελα και όχι τα σατανικά μειδιάματα.

Αξιοι είναι οι κυνηγημένοι των πεζοδρομίων και όχι οι κυνηγοί των κυνηγημένων.

Αξιος είναι ο διάβολος και όχι ο παπάς.

Αξιον είναι ό,τι πραγματικά είναι άξιον να είναι.

Γιατί, Περιώνυμε, κάθε φορά που συμβαίνουν γεγονότα, πρέπει εσύ να βγάζεις συγχυστικούς λόγους στις αγορές και στα αναγνωστήρια; Γιατί πετάς στον αέρα συνθήματα, που γίνονται λάβαρα για τους στρατούς του εχθρού; Γιατί με τις άδικες κρίσεις σου προσβάλλεις τους χιλιάδες εθελοντές της ισότητας και της δικαιοσύνης, αυτούς που περπάτησες μαζί τους και πάνω στο δέρμα τους - και με το αίμα τους - έγραψες τις ωδές σου; Τότε που σε χτυπούσαν εκείνοι που δεν αγαπούν τους ποιητές και τα ποιήματα και σήμερα καμώνονται τους θαυμαστές των έργων σου;

Τα έργα σου, όμως, Περιώνυμε, δε μιλάνε για πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις. Μιλάνε για ανθρώπινα μιλιούνια, που σκάβουν, που οργώνουν, που σπέρνουν, που οικοδομούν. Και μιλάνε, επίσης, για Μινώταυρους και Δεινόσαυρους. Μιλάνε για τα τάγματα ασφαλείας και τους ταγματασφαλίτες. Και μιλάνε, φυσικά, και γι' αυτούς που οπλίζουν τα τάγματα και τους ταγματασφαλίτες. Και είναι γνωστοί αυτοί στον καθένα.

Αξιος είναι, λοιπόν, Περιώνυμε, ο ανειρήνευτος αγώνας μέχρι τη δικαίωση.

Αξια είναι, Περιώνυμε, η τιμωρία των βαμπίρ που πίνουν το αίμα των πληγωμένων.

Αξιοι είναι, Περιώνυμε, αυτοί που επιμένουν και θα επιμένουν, πέρα από τις αναποδιές, από τις τρικλοποδιές και τις συκοφαντίες.

Αξιο είναι, Περιώνυμε, και το ξέρεις, κάθε τι - και ο καθένας - που δεν προβάλλει διάφορες δικαιολογίες για να κρύψει τις δικές του αναστολές, τις δικές του αδυναμίες, τη δική του κούραση.

Αξια είναι, τέλος πάντων, όλα αυτά - και όλοι αυτοί - που σου έδωσαν τα παράσημα που φοράς στις πληγές σου και όχι αυτά - και αυτοί - που σου έδωσαν τα παράσημα που έχεις καρφιτσώσει στα πέτα σου.

Γιατί, Περιώνυμε, γνωρίζεις άριστα πως τα μεγάλα ποιήματα δε γράφονται με σπασμένα μολύβια. Η έμπνευση θέλει αγώνες στα πεζοδρόμια, θέλει πορείες ειρήνης, θέλει νέους και νέες, αποφασισμένους να συγκρουστούν, θέλει όλα εκείνα τα κύματα που παίρνουν και φέρνουν τις νότες. Θέλει όλες αυτές τις φωνές διαμαρτυρίας, που με τους ήχους τους δημιουργούν τις χορωδίες του μέλλοντος. Θέλει όλα αυτά τα όμορφα αγόρια και κορίτσια, που γνωρίζεις και σε γνωρίζουν, όλα αυτά τα παιδιά που ερωτεύονται μέσα στα κυνηγητά με την αστυνομία. Θέλει λαούς αποφασισμένους να γράφουν ποιήματα και ποιητές αποφασισμένους να τα κάνουν τραγούδια και εικόνες. Θέλει όλες τις μυρωδιές και τις ελπίδες της άνοιξης. Τίποτα να μην σπαταλιέται...

Θέλει, όμως, Περιώνυμε, και οι ποιητές να προσέχουν τις καλημέρες τους. Να διαλέγουν προσεχτικά τις συναθροίσεις και αυτούς με τους οποίους συναθροίζονται. Να αποφεύγουν να μιλούν, όταν νιώθουν κουρασμένοι. Θέλει τους ανθρώπους που γνωρίζουν το μέτρο να κρατάνε το μέτρο. Θέλει, τέλος, πάντων, όλους όσους ξέρουν νότες να τραγουδούν σωστά και όχι φάλτσα. Γιατί τα φάλτσα τραγούδια, Περιώνυμε, κάνουν κακό και στις μουσικές και στους ανθρώπους. Προπαντός στους νέους ανθρώπους, που θέλουν - και πρέπει- να ακούν ελπιδοφόρα μηνύματα.


Του
Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ


ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ
Μια πρόταση νόμου για την καταστροφή των συνειδήσεων

«

Το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι». Και η καπιταλιστική κοινωνία της Ελλάδας παρασάπισε τόσο που την μπόχα της την πλασάρουν οι ίδιοι οι αντιπρόσωποι του έθνους των κυρίαρχων. Το κέρδος δεν έχει θεό, μα αυτοί το έχουν θεό τους. Και στο βωμό αυτού του θεού κάνουν θυσία «τους κολασμένους της Γης». Με αργό ή γρήγορο θάνατο, δεν έχει σημασία. Ο γρήγορος θάνατος προκαλεί το φόβο. Ο αργός θάνατος την «επίγεια κόλαση». Πάνω απ' όλα, και ο ένας και ο άλλος χτυπούν ίσια το νου και τη συνείδηση των απλών ανθρώπων του μόχθου. Αυτήν θέλουν να «καταργήσουν» για να 'χουν σίγουρη την ελευθερία τους να σκλαβώνουν.

Σ' αυτή την κοινωνία, πραγματικά ελεύθερος είναι αυτός που πολεμά να την ανατρέψει. Αυτή η ελευθερία είναι επικίνδυνη.

Ετσι, η θεωρία ότι καθένας είναι ελεύθερος να διαθέτει «σώμα και ψυχή» όπως αυτός θέλει, ως ύψιστο ατομικό δικαίωμα, ανεξάρτητα από ζωή και θάνατο (αυτό κάνει αυτή η σάπια εκμεταλλευτική κοινωνία με όλα τα μέσα), πάει να γίνει πράξη με την πρόταση νόμου των βουλευτών Φ. Κουβέλη και Μ. Δαμανάκη (ΣΥΝ), Στ. Μπένου και Σπ. Βούγια (ΠΑΣΟΚ) και Π. Τατούλη (ΝΔ), που υπογράφει σύσσωμη η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΝ, για ελεγχόμενη χορήγηση ναρκωτικών, στο όνομα της απεμπλοκής των χρηστών από τους εμπόρους. Ετσι θα 'ναι τουλάχιστον ανόθευτα και δε θα πεθαίνουν! Από το διαχωρισμό «σκληρών»-«μαλακών» και την ελεύθερη χρήση των «μαλακών», από τα υποκατάστατα τύπου μεθαδόνης, που θα παρατείνουν τον αργό θάνατο, περνούν τώρα στο «κοινωνικό έργο» της σωτηρίας των χρηστών από το γρήγορο θάνατο, με τη διακίνηση με ευθύνη του κράτους επίσημα των καθαρών ναρκωτικών. Λες και δεν είναι οι ουσίες που στέλνουν στο θάνατο, αλλά η νόθευσή τους. Λες και δεν υπάρχει η «πείρα» της Ολλανδίας με την ελεγχόμενη διακίνηση και το διαχωρισμό «σκληρών»-«μαλακών» που και τους θανάτους δε μείωσε και τους χρήστες αύξησε.

Μα εδώ βρίσκεται και η πραγματική επιδίωξη των εμπνευστών του συγκεκριμένου νόμου: Στην εξάρτηση μέσω των ουσιών των ανθρώπων, για τον έλεγχο της συνείδησής τους, μέσω της ψευδαίσθησης της απόλυτης ατομικής ελευθερίας. Ελευθερίας των καπιταλιστών να εκμεταλλεύονται και των εκμεταλλευομένων να ξεφεύγουν από την πραγματικότητα με τις ουσίες, ώσπου τελειώνοντας το υποκατάστατο θα ξαναπροσγειωθούν στην επίγεια κόλαση των εκμεταλλευτών.

Η «συντήρηση της εξάρτησης» και η «καθαρή χρήση για να μην πεθαίνουν τα παιδιά στους δρόμους» σπρώχνουν «στο λούκι» μιας επιθανάτιας ζωής, σκοτώνουν την ελπίδα στην αυταπάτη της ελευθερίας των «φευγάτων», κοινωνικοποιώντας την αυτοκαταστροφή. Μετατρέπουν τους νέους σε ανθρώπους ανήμπορους να αλλάξουν τη ζωή τους, αλλάζοντας την κοινωνία, γιατί αυτό επιδιώκουν.

Η εξαγορά της συνείδησης δεν είναι πάντα σίγουρος δρόμος για να την υποτάξει, όσο θα υπάρχει «νους υγιής» και οι παράγοντες που ωριμάζουν συνειδήσεις. Η εξαγορά έχει και κόστος και σίγουρη δεν είναι πάντα. Τα ναρκωτικά δεν έχουν κόστος και αφήνουν κέρδη. Και το κυριότερο, κάνουν σίγουρη δουλιά.

Χρόνια τώρα, πασχίζουν να επιβάλουν τον εύκολο δρόμο. Αυτόν που κάνει τους νέους να «τη βρίσκουν» στον παράδεισο των ψευδαισθήσεων. Οι συνταγές πλασαρισμένες στα κάθε είδους περιοδικά, που απειλούν κατακλυσμιαία τις συνειδήσεις της νεολαίας με παντός είδους εξάρτηση, συνειδησιακή, ψυχολογική, σωματική, αντιστρέφοντας το νόημα των όρων ζωής και θανάτου, ρήξης και ενσωμάτωσης με το σύστημα, πλασάροντας ψεύτικα όνειρα μιας ζωής, που η σύγχρονη κοινωνία την έχει βιτρίνα της. Το κυνήγι του απραγματοποίητου, μέσω της αβέβαιης ατομικής «επανάστασης», που με μαεστρία καθοδηγεί το ίδιο το σύστημα, προσπαθεί να ρίξει τους νέους έξω και από τα σύνορα του περιθωρίου. Και όταν το αποτέλεσμα μοιάζει να γίνεται ενοχλητικό για τους κρατούντες, παρουσιάζονται ξαφνικά οι δημιουργοί της κατάστασης ως επίδοξοι «σωτήρες».

Το πρόβλημα ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ έχει ήδη πάρει τεράστιες διαστάσεις από τους μηχανισμούς της σάπιας αστικής εξουσίας, που ενοχλημένη από τη διατάραξη της μακαριότητάς της και από το γεγονός ότι πέφτουν οι μάσκες του καθωσπρεπισμού της κοινωνίας της, δείχνει σαν να ανακαλύπτει ξαφνικά το φαινόμενο που η ίδια δημιουργεί, αλλά επειδή φοβάται την όψη του, αυτή που μπορεί να ξεσηκώνει τη συνειδητή πάλη ενάντιά της, πουλάει η ίδια τα μέσα διαιώνισής του στο όνομα της απαλλαγής από τις συνέπειές του.

Η «υποκρισία» ξεπερνά τα όρια, όταν γίνεται προσπάθεια να πουν πως κάνουν ήσυχοι το καθήκον τους, επιβάλλοντας την ανεκτικότητα στο δημιούργημά τους, ως μέσο κοινωνικοποίησης, γιατί αυτό κάνουν με τη συγκεκριμένη πρόταση νόμου. Και ο χορός καλά κρατεί, ελέω ΣΥΝ, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Με τη ναρκω-λαγνεία τους προσφέρουν τις «καλές» τους υπηρεσίες στην κοινωνία, εθίζοντας στην υποχρέωση αποδοχής ενός αναγκαίου κακού, που επειδή δε θέλουν να το προλάβουν, ούτε να το θεραπεύσουν, γιατί δεν τους βολεύει, ψάχνουν τρόπους να το αφομοιώσουν, διαιωνίζοντάς το. Αυτό κάνει η πρόταση νόμου. Γι' αυτό και μόνο τους πρέπει πολιτική καταδίκη, από λαό και νεολαία.

Η ιδεολογικοποίηση του προβλήματος απαιτεί πολιτική επιβολής των ουσιών. Με επιστημονική επίφαση, εν είδει βαθυστόχαστων αναλύσεων και συμβουλών, επιβάλλουν ως χρήσιμη την αναγκαιότητα της ελεύθερης διακίνησης ναρκωτικών. Τουλάχιστον, βγαίνοντας από το τούνελ του παράνομου εμπορίου, νομιμοποιείται ο αργός θάνατος, στον οποίο σπρώχνουν συνειδητά ιδιαίτερα τους νέους. Αυτή είναι η διέξοδός τους. Αλλωστε, γιατί να τους αφήσουν να οργανώνονται και να διεκδικούν τη δημιουργία της δικής τους ζωής και το μέλλον χωρίς εκμετάλλευση; Τους παρέχουν νόμιμα την εξάρτηση από τις ουσίες, τσακίζοντας τη συνείδησή τους.

Παρουσιάζουν τις συγκεκριμένες λύσεις ως ρεαλιστικές και εφικτές, πουλώντας «προστασία» στα θύματα γιατί θέλουν θύματα.

Η επιχείρηση είναι καλά στημένη. Η σάπια αστική κοινωνία θέλει να εμπορεύεται «νόμιμα» πλέον το έως τώρα «παράνομο» αντίδοτο στα αδιέξοδά της, τον επονομαζόμενο λευκό θάνατο. Κυκλώματα πολυεθνικών πλασάρουν έναν αποκρουστικό τρόπο ζωής, θεωρητικοποιώντας τις «ευτυχισμένες στιγμές» και τα «όνειρα» μιας βραδιάς στα ρέιβ-πάρτι και τα «ορθάδικα» με την «έκσταση», και την κάθε «έκσταση» που δημιουργούν, αφού δε θέλουν και δεν μπορούν να προσφέρουν μια πραγματική, δημιουργική ζωή. Τα κέρδη απλησίαστα από τη βιομηχανία θεάματος- ακροάματος, που εθίζει στους ανώδυνους, για το σύστημα, τρόπους μιας φανταστικής «αντίστασης» ενάντιά τους. Τα ναρκωτικά προσφέρονται ως η καλύτερη λύση σε αυτή την υπόθεση. Και τεράστια «παράνομα» κέρδη. Γιατί να μη «νομιμοποιηθούν»; Αλλωστε, στον καπιταλισμό τα όρια της «νομιμότητας» από την παρανομία καθορίζονται από το θεό του κέρδους.

Και επειδή η κυρίαρχη ιδεολογία αναπαράγεται με διάφορες μορφές και μέσα, με στόχο τη φθορά των συνειδήσεων, αλλά δεν εξασφαλίζει τη σίγουρη υποταγή, υπάρχουν και τα μέσα της εξάρτησης. Αυτός είναι ο στόχος. Το εμπόριο ναρκωτικών, με τη συνοδεία μιας σειράς επιχειρήσεων πλασαρίσματος στην αγορά, ελεύθερα των «μαλακών», ελεγχόμενα των «σκληρών», ή όπως αλλιώς το σχεδιάζουν, είναι και επικερδές και δημιουργεί εξαρτημένους ανθρώπους και ασφάλεια ζωής για το σύστημα.

Οσο για την ανεργία, τη φτώχεια και την εξαθλίωση που ως κοινωνικές αιτίες συμβάλλουν στην περιθωριοποίηση, αυτά είναι σύμφυτα αυτής της σάπιας κοινωνίας. Την πρόληψη ως μοναδική διέξοδο την απεχθάνονται μετά βδελυγμίας. Οταν, δε, οι πρωτοβουλίες των θεραπευτικών κοινοτήτων για απεξάρτηση ζητούν ενίσχυση, τότε τα δημοσιονομικά ελλείμματα γίνονται απαγορευτικά για κάθε τέτοια προσπάθεια. Οσο για τους απεξαρτημένους, η «καθωσπρέπει» κοινωνία αρνείται να τους εντάξει, παραχωρώντας τους ξανά το άθλιο περιθώριό της.

Ο αγώνας ενάντια στα ναρκωτικά είναι αναπόσπαστο μέρος της πάλης κατά της πολιτικής και της εξουσίας των μονοπωλίων. Αυτό το μέτωπο είναι μονόδρομος για το λαό και τη νεολαία. Και σ' αυτό το μέτωπο η παλλαϊκή καταδίκη της πρότασης νόμου για τη νομιμοποίηση των ναρκωτικών και της πολιτικής που την προωθεί είναι μονόδρομος.


Του
Στέφανου ΛΟΥΚΑ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ