Αναφέρθηκε επίσης στη μετατροπή των νοσοκομείων σε αυτοχρηματοδοτούμενες επιχειρήσεις, στις προσλήψεις των συμβασιούχων σε όλους τους κλάδους, που πλέον πλησιάζουν το 1/3 του συνολικού προσωπικού και την ελλιπή χρηματοδότηση.
«Ολη η προπαγάνδα στηρίζεται σε ότι δεν μπορεί να υπάρξει άλλο σύστημα εκτός του καπιταλισμού, αλλά η Ιστορία και τα στοιχεία, παρόλο που προσπαθούν να τα αλλάξουν, είναι διαφορετικά. Η εμπειρία μου από το σοσιαλισμό στη Σοβιετική Ενωση στα χρόνια των σπουδών μου είναι πλούσια και μοναδικά. Ολο το σύστημα Υγείας ήταν βασισμένο στην αρχή της βελτίωσης της υγείας του λαού. Ηταν το μοναδικό δημοκρατικό σύστημα Υγείας και η βελτίωση της υγείας των εργαζομένων επιτυγχάνεται με πολλούς παράγοντες: Συνθήκες εργασίας (οκτάωρο, ασφάλεια κ.λπ.), συνθήκες διαβίωσης (κατοικία κ.ά.), περιβάλλον, προστασία μητρότητας, υγιεινή ζωή, καταπολέμηση αλκοολισμού και άλλων εξαρτήσεων. Ανάπτυξη της Πρωτοβάθμιας Υγείας, γιατρός και νοσηλευτής σε κάποιο χώρο εργασίας, σχολείο, παιδικό σταθμό και βρεφονηπιακό σταθμό και άλλα πολλά. Αρα, λοιπόν, σε εκείνες τις πάρα πολύ δύσκολες συνθήκες (πόλεμοι, πείνα, αναλφαβητισμός κ.ά.) μπόρεσαν και κατάφεραν αυτά τα αξιοθαύμαστα επιτεύγματα, κι αυτό δείχνει την ανωτερότητα του σοσιαλισμού και τι θα μπορούσαμε να πετύχουμε στο σήμερα με την αλματώδη ανάπτυξη των επιστημών και της τεχνολογίας».
Μιλώντας για τον «Ερυθρό Σταυρό», σημείωσε ότι οι ελλείψεις σε σχέση με τις οργανικές θέσεις είναι συχνά κι αυτές ανεπαρκείς και αναχρονιστικές. Φτάνουν το 41% για τον νοσηλευτικό κλάδο, 41% για το ιατρικό, 45% για το διοικητικό, 48% για το τεχνικό, 40% για το παραϊατρικό και λοιπό επιστημονικό προσωπικό. «Οι ελλείψεις δύσκολα κρύβονται με προσωπικό που εργάζεται με ελαστικές σχέσεις. Εμείς αναβαθμίσαμε την παρέμβαση του Σωματείου μας στο νοσοκομείο με μεγαλύτερη διεκδικητικότητα μέσα στην πανδημία, προωθώντας τις ανάγκες μας για μαζικές προσλήψεις μόνιμου προσωπικού με επείγουσες διαδικασίες, μονιμοποίηση όλων των εργαζομένων, επέκταση του ανθυγιεινού επιδόματος και ένταξη στα ΒΑΕ», κατέληξε, μεταξύ άλλων.
Πρόσθεσε ότι οι κλίνες στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας της χώρας είναι εξαιρετικά λίγες για να καλύψουν τις ανάγκες, με αποτέλεσμα πολλές φορές ο γιατρός να μπαίνει στο ηθικό δίλημμα να πρέπει να επιλέξει ποιον ασθενή θα υποστηρίξει και ποιον όχι. «Δεν είναι αυτή η δουλειά μας!» είπε και αποκάλυψε:
«Σαν να μη φτάνει αυτό, οι ΜΕΘ είναι υποστελεχωμένες, με πολλές ελλείψεις σε ιατροφαρμακευτικό εξοπλισμό. Υπάρχουν, για παράδειγμα, μονάδες που δεν έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν ασθενείς με συγκεκριμένα νοσήματα, π.χ. νεφροπαθείς, λόγω έλλειψης υποδομών. `Η υπάρχουν κλίνες που ενώ επισήμως θεωρούνται κλίνες ΜΕΘ, στην πράξη λειτουργούν ως ΜΑΦ λόγω έλλειψης αναπνευστήρων! Συνυπολογίζοντας αυτήν την παράμετρο οι πραγματικά "αξιόμαχες" λειτουργικές κλίνες είναι πολύ λιγότερες απ' αυτές που φαίνονται στα χαρτιά.
Το ιατρικό προσωπικό των ΜΕΘ είναι συχνά στα όρια της εξάντλησης από τα εξουθενωτικά ωράρια και τον αριθμό των εφημεριών που αναγκάζεται να κάνει», κατήγγειλε η ομιλήτρια και περιέγραψε την τραγική έλλειψη κυρίως του νοσηλευτικού προσωπικού, που αναγκάζεται να δουλεύει για μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς άδεια και με πολλά οφειλόμενα ρεπό.
Ειδικά για τη ΜΕΘ είπε ότι η δουλειά είναι εξειδικευμένη κι απαιτεί χρόνο για εκπαίδευση και προσαρμογή, αλλά παρατηρείται το φαινόμενο «ήλθον, είδον και απήλθον!». Δηλαδή, «έρχονται για λίγο και μόλις μάθουν φεύγουν γιατί ή λήγει η σύμβασή τους ή ξαναμετακινούνται στα τμήματά τους. Για την εύρυθμη λειτουργία της ΜΕΘ το προσωπικό της πρέπει να είναι μόνιμο και σωστά εκπαιδευμένο».
Για τις επιπλέον κλίνες που υποτίθεται ότι άνοιξαν αποκλειστικά για ασθενείς με Covid-19 είπε ότι πολλές απ' αυτές ήταν πλασματικές, δεν θα ήταν σε θέση να λειτουργήσουν αν χρειαζόταν, ή θα λειτουργούσαν σε βάρος των γενικών ΜΕΘ και των ασθενών με άλλα νοσήματα. Για παράδειγμα, στο «Αττικόν» δηλώθηκαν 24 κλίνες για ασθενείς με Covid-19, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν ούτε οι μισές, εφόσον συνέχιζε τη λειτουργία της η γενική ΜΕΘ.
Ολα τα παραπάνω τώρα εντάθηκαν και αποκαλύφθηκαν ακόμη περισσότερο. Κυριολεκτικά δεν υπήρχε μέρα που να μη φανεί πως οι ιδιωτικές κλινικές έχουν ως μόνο στόχο το κέρδος και ουδεμία σχέση έχουν με την προάσπιση της υγείας του λαού αλλά και των εργαζομένων σε αυτές».
Κατήγγειλε επίσης ότι «το πρώτο διάστημα σε πολλές κλινικές δεν επιτρεπόταν στο προσωπικό να φοράει μάσκες, γιατί έτσι θα τρόμαζαν οι ασθενείς. Στη συνέχεια, διέθεταν μια απλή χειρουργική μάσκα σε κάθε εργαζόμενο για μια ολόκληρη βάρδια, γεγονός που ισχύει μέχρι και σήμερα. Σε συναδέλφους με ύποπτα συμπτώματα δίνονταν ολιγόωρες άδειες και συνέχιζαν να δουλεύουν κανονικά την επομένη.
Ακόμη και σε περιπτώσεις που υπήρχαν θετικά κρούσματα στο προσωπικό, δεν έμπαιναν όλοι οι συνεργαζόμενοι με αυτούς σε καραντίνα, δεν έκλειναν τμήματα και γενικώς η πρώτη έγνοια ήταν το πώς θα συνεχίσουν να δουλεύουν οι κλινικές σα να μη συνέβη τίποτα, κρύβοντας την πραγματικότητα κάτω από το χαλί. Εμπόδιζαν τη χορήγηση ειδικών αδειών σε προσωπικό που ανήκε σε ευπαθείς ομάδες, προσπαθώντας να την χρεώνουν σαν κανονική άδεια, με τη λογική πως "δεν θα πληρώνουμε τους εργαζόμενους για να κάθονται"».
Παράλληλα, έφερε τρανταχτά παραδείγματα από την άγρια κερδοσκοπία σε βάρος του λαού, όπως η διάθεση τεστ σε εξωπραγματικές τιμές, κι όταν υπήρχαν ελλείψεις και δεν έκαναν τεστ ούτε στους εργαζομένους τους «κρατούσαν τεστ για εκλεκτούς πελάτες», συνέχιζαν κανονικότατα όλες τις προγραμματισμένες αισθητικές χειρουργικές επεμβάσεις ως επείγοντα περιστατικά.
«Ειδικά αυτήν την περίοδο έγινε φανερό πως η ιδιωτική Υγεία, γενικότερα η αντιμετώπιση της Υγείας ως εμπορεύματος, είναι ασύμβατη με τις λαϊκές ανάγκες και παρασιτεί εις βάρος της δημόσιας Υγείας, για τα κέρδη των μετόχων των ομίλων», κατέληξε η ομιλήτρια.