ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 31 Δεκέμβρη 2021 - Κυριακή 2 Γενάρη 2022
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΑ ΑΝΑΠΛΑΣΗΣ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Κριτήριο η αναβάθμιση του «τουριστικού προϊόντος» για τα κέρδη, όχι οι ανάγκες του λαού

Οδύσσεια η ανεύρεση στέγης για τα λαϊκά νοικοκυριά από την έλλειψη σπιτιών και τα ακριβά ενοίκια, την ώρα που εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ επενδύονται σε ξενοδοχειακές μονάδες και στη μετατροπή ακινήτων σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης

Μικρές επιχειρήσεις υποφέρουν από την εκτόξευση των ενοικίων και την αλλαγή χρήσης των ακινήτων

Icon

Μικρές επιχειρήσεις υποφέρουν από την εκτόξευση των ενοικίων και την αλλαγή χρήσης των ακινήτων
Στο επίκεντρο του αστικού σχεδιασμού για την Αθήνα, που υπηρετούν όλες διαχρονικά οι κυβερνήσεις, οι περιφερειακές και δημοτικές πλειοψηφίες, είναι η αναβάθμιση του πολεοδομικού συγκροτήματος, με έμφαση στο ιστορικό κέντρο, ως τουριστικού και εμπορικού προορισμού, αλλά και ως κέντρου προσέλκυσης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, όπως η στέγαση εταιρικών γραφείων.

Ο σχεδιασμός αυτός συγκρούεται στο σύνολό του με τις ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων που κατοικούν ή δουλεύουν στο κέντρο της πόλης. Οπως προκύπτει μάλιστα από τα στοιχεία, μια από τις σημαντικότερες «παρενέργειες» έχει να κάνει με τη λαϊκή στέγη, καθώς την τελευταία διετία καταγράφεται θεαματική άνοδος των τιμών ακινήτων και των ενοικίων για μόνιμη κατοικία.

Η άνοδος αυτή σε συγκεκριμένες περιοχές του κέντρου φτάνει έως και 40%, ενώ για μια μέση κατοικία οι δαπάνες για το νοίκι ανέρχονται στο 60% - 70% του μέσου μισθού! Στο «τρίγωνο» Γκάζι - Μεταξουργείο - Βοτανικός, το μέσο ενοίκιο έχει εκτοξευθεί στα 9,4 ευρώ το τετραγωνικό, από 7,5 που ήταν πριν από έναν χρόνο.

Ως κύρια αιτία προβάλλεται η μειωμένη προσφορά σπιτιών για μόνιμη ενοικίαση, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού καταλυμάτων που διατίθενται για βραχυχρόνια μίσθωση, προσφέροντας στους ιδιοκτήτες τους - και κυρίως στις πλατφόρμες που τα εκμεταλλεύονται - μεγαλύτερο και πιο σίγουρο κέρδος.

Τεράστια κεφάλαια επενδύονται σε ξενοδοχειακές μονάδες στο κέντρο της Αθήνας
Τεράστια κεφάλαια επενδύονται σε ξενοδοχειακές μονάδες στο κέντρο της Αθήνας
Επίσης, πολλά ακίνητα έχουν περάσει στην ιδιοκτησία των τραπεζών, από κατασχέσεις λόγω των μη εξυπηρετούμενων δανείων, παραμένοντας προς το παρόν αναξιοποίητα. Τα σπίτια αυτά αποτελούν λεία για επιχειρηματικούς ομίλους που μόνο τα τελευταία δυο χρόνια έχουν τοποθετήσει στην αγορά ακινήτων σημαντικά κεφάλαια. Πρόκειται για ομίλους real estate που διαχειρίζονται διεθνή κεφάλαια.

Η κυρίαρχη τάση είναι η ανακατασκευή των ακινήτων και η επανατοποθέτησή τους στην αγορά, είτε ως χώρων φιλοξενίας και βραχυχρόνιας μίσθωσης, είτε ως διαμερισμάτων προς πώληση ή και μακροχρόνια μίσθωση.

Καθοριστικός ως προς αυτό είναι και ο ρόλος της αλλαγής των χρήσεων γης στο κέντρο, καθώς μεγάλα και αυτοτελή κτίρια με προηγούμενες χρήσεις γραφείων, εμπορικών καταστημάτων, διοικητικών υπηρεσιών, μετατρέπονται σε τουριστικές εγκαταστάσεις διαφόρων μορφών.

Ουσιαστικό ρόλο στην επιτάχυνση των εξελίξεων στην αγορά ακινήτων έπαιξε και το πρόγραμμα της παροχής «χρυσής βίζας» σε υποψήφιους επενδυτές στα ακίνητα. Δηλαδή, εάν ένας ξένος επενδυτής αγοράσει ακίνητα αξίας 250.000 ευρώ, αποκτά αυτομάτως μόνιμη άδεια διαμονής στην Ελλάδα και κατ' επέκταση στην ΕΕ.

Μεγάλες επενδύσεις σε ξενοδοχειακές μονάδες

Στην άλλη άκρη του νήματος, εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ επενδύθηκαν τα προηγούμενα χρόνια σε ανακαινίσεις ξενοδοχειακών μονάδων, με την προσδοκία μεγάλων αποδόσεων από την αύξηση του τουρισμού και την προσέλκυση επισκεπτών που θα παρατείνουν τον χρόνο διαμονής τους στην Αθήνα. Δεν θα είναι δηλαδή περαστικοί, αλλά θα επιλέγουν την Αθήνα - και ιδιαίτερα το κέντρο της - ως έναν πιο σταθερό τουριστικό προορισμό.

Ο σχεδιασμός αυτός συνδυάζεται με ένα εκτεταμένο δίκτυο αναπλάσεων στον δήμο Αθηναίων, με επίκεντρο την ευρύτερη περιοχή της πλατείας Συντάγματος, την πλατεία Ομονοίας, την οδό Ερμού, την πλατεία Θεάτρου και άλλα σημεία εντός του εμπορικού τριγώνου.

Τα έργα αυτά προβάλλονται από τη δημοτική αρχή και απ' όλα τα αστικά κόμματα ως «αναβάθμιση» τάχα της ποιότητας ζωής των κατοίκων της πόλης. Στην πραγματικότητα, όμως, η ζωή τους πάει από το κακό στο χειρότερο, αφού προτεραιότητα των αναπλάσεων δεν είναι οι δικές τους ανάγκες, είναι η αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος, για χάρη των μεγαλοεπιχειρήσεων του τουρισμού, του λιανεμπορίου και της εστίασης, με το κόστος να φορτώνεται ξανά στις πλάτες των λαϊκών στρωμάτων.

Σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις στον Τουρισμό, τη διετία 2018 - 2019 προστέθηκαν στο ξενοδοχειακό δυναμικό της Αθήνας περίπου 4.000 νέες κλίνες και περισσότερες από 50 νέες ξενοδοχειακές μονάδες.

Το τελευταίο διάστημα έχουν ανακοινωθεί περίπου άλλες 40 νέες μονάδες εντός και περιμετρικά του ιστορικού κέντρου, με το ύψος των επενδύσεων να ανέρχεται σε 1,5 δισ. ευρώ. Εννιά νέα ξενοδοχεία θα λειτουργήσουν στην Αθήνα τους πρώτους μήνες του 2022, ενόψει της τουριστικής σεζόν, στο κέντρο ή σε μια μικρή ακτίνα γύρω απ' αυτό.

Με αυτά τα δεδομένα και βλέποντας ότι ο διεθνής και εσωτερικός ανταγωνισμός στον κλάδο προδιαγράφεται σκληρός, η Ενωση Ξενοδόχων Αθηνών - Αττικής και Αργοσαρωνικού, με παρέμβασή της και απευθυνόμενη σε κυβέρνηση, Περιφέρεια Αττικής και δήμο Αθηναίων, αναφέρθηκε στην ανάγκη «να χαράξουμε από κοινού μια ευέλικτη στρατηγική διαχείρισης της κατάστασης, να εντατικοποιήσουμε τις προσπάθειες προβολής και ανάδειξης των ιδιαιτεροτήτων του προορισμού στις διεθνείς αγορές και να ενισχύσουμε επί του πρακτέου τις ξενοδοχειακές μονάδες 12μηνης λειτουργίας».

Σε συμπληγάδες οι λαϊκές ανάγκες και στη στέγη

Κι ενώ η κοσμογονία των επενδύσεων στο κέντρο της Αθήνας βρίσκεται σε εξέλιξη, με τη στήριξη δημοτικής - περιφερειακής αρχής και της κυβέρνησης, το ζήτημα της στέγης οξύνεται, ιδιαίτερα για τους νέους εργαζόμενους, τους φοιτητές και τα ζευγάρια, που βρίσκονται εγκλωβισμένοι στις συμπληγάδες των χαμηλών εισοδημάτων από τη μια και των υψηλών ενοικίων από την άλλη, κυρίως στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, αλλά και στις παραπλήσιες περιοχές.

Οι σχεδιαζόμενες παρεμβάσεις αστικών αναπλάσεων σε επιλεγμένα σημεία θα οδηγήσουν σε περαιτέρω ράλι στις τιμές των ακινήτων, ενώ οδηγούν και στην εκδίωξη κατοίκων από το κέντρο, όπως και στο κλείσιμο μικρών επιχειρήσεων που αδυνατούν να καλύψουν το κόστος.

Οι όποιες μεγάλες επενδύσεις προσελκύσει η ανάπλαση του κέντρου δεν στοχεύουν, αλλά και δεν μπορούν να ικανοποιήσουν συνολικά τις ανάγκες των εργαζομένων και των μικρών επαγγελματιών, των λαϊκών στρωμάτων. Αντίθετα, θα επιδεινώσουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση, ιδιαίτερα σε σχέση με τις δυνατότητες που δίνει το σημερινό επίπεδο ανάπτυξης της παραγωγικότητας της εργασίας.

Σήμερα, στη βάση της εμπορευματοποιημένης γης και της παραγωγής με στόχο το κέρδος, ο σχεδιασμός τους υποτάσσεται στους νόμους της αγοράς και της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Επομένως, ο αστικός σχεδιασμός δεν στοχεύει και δεν μπορεί ποτέ να στοχεύσει στην ικανοποίηση συνολικά των αναγκών των εργαζομένων και των λαϊκών οικογενειών. Ούτε πρόκειται για παρεμβάσεις που αποτελούν κοινωνικά ουδέτερες «τεχνοκρατικές» διαδικασίες, που σε συνδυασμό με μια καλύτερη διαχείριση και «κοινωνική διαβούλευση» θα λύσουν τα οξυμένα προβλήματα σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.

Στον αντίποδα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ο επιστημονικός κεντρικός σχεδιασμός της σοσιαλιστικής οικονομίας είναι ο μοναδικός που μπορεί να δώσει φιλολαϊκή λύση στον χωροταξικό σχεδιασμό της Αθήνας. Βάση του κεντρικού σχεδιασμού είναι η κοινωνικοποίηση της γης και του συνόλου των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, ενώ είναι αναπόσπαστα δεμένος με τον εργατικό έλεγχο.

Μόνο στο πλαίσιο αυτό είναι δυνατές η ουσιαστική καταγραφή των λαϊκών αναγκών σήμερα και η πρόβλεψη των μελλοντικών. Σε αυτήν τη βάση μπορεί να γίνει ένας αναλυτικός υπολογισμός των αναγκαίων τεχνικών έργων, των χώρων πρασίνου, της λαϊκής κατοικίας, των μεταφορικών μέσων. Μόνο η κοινωνικοποίηση της γης επιτρέπει την κατανομή των αναγκαίων δραστηριοτήτων σε ολόκληρη τη χώρα, την υλοποίηση των βέλτιστων συνδυασμένων παρεμβάσεων ώστε να ικανοποιούνται οι λαϊκές ανάγκες.


«Νομάδες» της πόλης, με το μισό τους εισόδημα υποθηκευμένο

Μιλάνε στον «Ριζοσπάστη» νέοι που ζουν στο νοίκι

Ο «Ριζοσπάστης» απευθύνθηκε σε νέους εργαζόμενους, ζευγάρια και φοιτητές που ζουν στο νοίκι και συζήτησε μαζί τους την εμπειρία από το ...«σαφάρι» σπιτιών στο κέντρο της Αθήνας και όχι μόνο. Η Χαρά, νέα εργαζόμενη που ζει και δουλεύει στο κέντρο της Αθήνας, μας είπε χαρακτηριστικά:

«Η περιπέτεια των μετακομίσεων ξεκίνησε στα τέλη του 2018, όταν μετακόμισα στα Εξάρχεια. Λίγες μέρες αφότου είχα μπει στο σπίτι, η ιδιοκτήτρια, κατόπιν πίεσης από δικηγόρο που διαχειριζόταν πολλά ακίνητα στην περιοχή, μου ανακοίνωσε αύξηση ενοικίου κατά 100 ευρώ με το επιχείρημα ότι "εδώ είναι Εξάρχεια, η περιοχή έχει αξία, δεν μπορεί ένα σπίτι να ρίχνει τις τιμές".

Αναγκάστηκα άρον άρον να αναζητήσω σπίτι ξανά μέσω μεσίτη λόγω πίεσης χρόνου, ενώ ταυτόχρονα με τα έξοδα της ίδιας της μετακόμισης και του μεσίτη, είχα και δικαστικά εξαιτίας της αθέτησης των όρων της ενοικίασης από την ιδιοκτήτρια.

Ο επόμενος σταθμός ήταν η περιοχή του Γκύζη, όπου λιγότερο από έναν χρόνο μετά, η ιδιοκτήτρια μου ανακοίνωσε ότι θα το πουλήσει λόγω οικονομικών δυσχερειών της οικογένειάς της. Η τρίτη αναζήτηση με έβγαλε στους Αμπελόκηπους, σε σπίτι που βρέθηκε μέσω γνωστών και στο οποίο έκατσα σχεδόν δύο χρόνια. Μετά χρειάστηκε να ξαναφύγω, λόγω ιδιοκατοίκησης από τον ιδιοκτήτη, μπαίνοντας και πάλι στην ψυχοφθόρα και κοστοβόρα διαδικασία της αναζήτησης κατοικίας και μετακόμισης».

Η Βάσω, νέα μητέρα, μας περιγράφει τις δυσκολίες αναζήτησης σπιτιού με ένα παιδί λίγων μηνών. «Αυτήν τη στιγμή μένω με τον σύντροφό μου σε ένα μικρό σπίτι 52 τ.μ. Μετά τη γέννηση του παιδιού χρειάζεται να ψάξουμε για μεγαλύτερο σπίτι, που να έχει περισσότερο χώρο. Εξαρχής η αναζήτηση είναι δύσκολη καθώς τα νοίκια είναι πολύ υψηλά, ενώ με την έλευση του μετρό σε δήμους του Πειραιά, όπου αναζητούμε κατοικία, έχουν αυξηθεί ακόμη περισσότερο.

Συνυπολογίζοντας ότι το κοινό εισόδημά μας κυμαίνεται περίπου στα 1.200 ευρώ και ότι ένα σπίτι 75 - 85 τ.μ. στοιχίζει περίπου 450 - 550 ευρώ τον μήνα, τα εμπόδια είναι πολύ μεγάλα. Επιπρόσθετα, δεν μπορεί να μην πάρεις υπόψη σου τα πάγια έξοδα του κάθε σπιτιού, με το τιμολόγιο ρεύματος να αποτελεί βραχνά, όταν επίσης υπάρχουν αυξημένες ανάγκες για θέρμανση, ζεστό νερό κ.λπ. λόγω του παιδιού.

Επίσης, σημαντικός παράγοντας είναι το πού υπάρχει βρεφονηπιακός σταθμός. Χρειάζεται δηλαδή να ξεπεραστεί ένα πλέγμα παραγόντων και δυσκολιών για να βρούμε ένα σπίτι που θα καλύπτει έστω και στοιχειωδώς τις ανάγκες μας».

Τη δική του εμπειρία μεταφέρει και ο Ιάσονας, που πριν από μερικούς μήνες τέλειωσε τον στρατό: «Μπαίνω στη διαδικασία αναζήτησης κατοικίας. Ενας νέος που υπηρετεί αυτήν τη στιγμή στις Ενοπλες Δυνάμεις έχει την ''τιμή'' να απολαμβάνει κάθε μήνα το ποσό των 8,62 ευρώ. Δηλαδή, η πλειοψηφία των νέων που ολοκληρώνουν τη θητεία τους έχουν άδεια την τσέπη και δεν μπορούν να διαθέσουν τα αρχικά έξοδα που απαιτούνται για την ενοικίαση μιας κατοικίας.

Με την πρώτη ματιά που θα ρίξει κάποιος στις αγγελίες, θα δει πως πρέπει να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη και μάλιστα χωρίς το σπίτι να πληροί βασικές προϋποθέσεις για μια αξιοπρεπή διαβίωση εν έτει 2021. Τα διαμερίσματα που θα βρει κάποιος αυτήν τη στιγμή στο κέντρο και τα νότια προάστια της Αττικής, είναι χτισμένα τη δεκαετία του '70, με παλιές σωληνώσεις και ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις, με παλαιά κουφώματα και τα περισσότερα χωρίς θέρμανση. Ολες αυτές οι "ανέσεις" προσφέρονται με ...μόλις 10 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο.

Αν δεν θες να μείνεις σε ισόγειο ή ημιυπόγειο ο τιμοκατάλογος ανεβαίνει. Και όλα αυτά σε μια περίοδο που οι ανατιμήσεις σε βασικά είδη κατανάλωσης, στο ρεύμα, στο πετρέλαιο όλο και "τρέχουν". Με τον βασικό μισθό που θα παίρνω αν βρω δουλειά, παραπάνω από τον μισό θα πάει στο νοίκι. Ετσι, μοναδική λύση φαίνεται να είναι είτε η επιστροφή στο πατρικό, είτε η συγκατοίκηση».


Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
Τεράστια οικονομικά συμφέροντα πίσω από την αγορά και ενοικίαση στέγης

Διαμαρτυρία κατοίκων της Βαρκελώνης για τα πανάκριβα ενοίκια
Διαμαρτυρία κατοίκων της Βαρκελώνης για τα πανάκριβα ενοίκια
Τα τελευταία χρόνια αυξάνονται οι διαδηλώσεις στις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης ενάντια στα πολύ υψηλά ενοίκια και την έλλειψη σπιτιών. Το πρόβλημα είναι παντού οξυμένο, ενώ επανέρχονται ακόμα και καταστάσεις που θεωρούνταν ότι ανήκουν σε άλλες εποχές, ή ότι αφορούν μόνο τα πιο εξαθλιωμένα τμήματα της εργατικής τάξης.

Για παράδειγμα, το φαινόμενο εργαζόμενοι να μοιράζονται τους κοινόχρηστους χώρους με άλλους, για να μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα. Σε κτίριο στη Στοκχόλμη, 50 άνθρωποι μοιράζονται 1.100 τετραγωνικά μέτρα, δηλαδή ζουν το πολύ σε 22 τετραγωνικά μέτρα. Το μέγεθος των «σπιτιών» ποικίλλει, από μια γκαρσονιέρα μέχρι μικροσκοπικούς κοιτώνες, όπου ίσα ίσα χωράει ένας άνθρωπος να περπατήσει δίπλα από το κρεβάτι χωρίς να αγγίξει τον τοίχο...

Στην τουριστική Βαρκελώνη, το ενοίκιο για ένα διαμέρισμα μεταξύ 40-60 τ.μ. στο κέντρο της πόλης δεν πέφτει κάτω από 1.500 ευρώ, ενώ ολοένα και περισσότερα διαμερίσματα χρησιμοποιούνται για βραχυχρόνιες μισθώσεις σε τουρίστες. Στην πόλη υπάρχουν περίπου 10.000 νόμιμα τουριστικά καταλύματα για τα εκατομμύρια των τουριστών που συρρέουν κάθε χρόνο, με τους κατοίκους να διαμαρτύρονται για τα τσουχτερά νοίκια και την έλλειψη κατοικιών για μόνιμη ενοικίαση.

Χιλιάδες νοικοκυριά κάθε χρόνο εξαναγκάζονται να μεταναστεύσουν στα προάστια, όπου τα ενοίκια είναι φθηνότερα, αλλά αυτό προκαλεί άλλα προβλήματα στη συνολικότερη λειτουργία της πόλης. Για παράδειγμα, επειδή δεν υπάρχουν Μέσα Μαζικής Μεταφοράς που να εξυπηρετούν με επάρκεια αυτές τις περιοχές, δημιουργείται μποτιλιάρισμα προς το κέντρο, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, που η κίνηση είναι ακόμα μεγαλύτερη.

Στο Βερολίνο, τα ενοίκια σχεδόν διπλασιάστηκαν το διάστημα 2007 - 2019, ενώ το πρόβλημα για τα λαϊκά στρώματα δεν λύνεται ούτε με τα περίπου 330.000 διαμερίσματα που ανήκουν σε δημοτικές επιχειρήσεις και όπου τα ενοίκια ακολουθούν την ξέφρενη ανοδική πορεία της αγοράς.

Αποκαλυπτικά για τη συγκέντρωση της στέγης στη Γερμανία είναι τα στοιχεία για τους δύο μεγαλύτερους ιδιοκτήτες ακινήτων: Η «Deutsche Wohnen» διαθέτει 114.000 διαμερίσματα στο Βερολίνο, όταν όλες οι ιδιωτικές εταιρείες μαζί έχουν 243.000, από τα συνολικά 1,5 εκατομμύρια διαμερίσματα της πόλης. Ενώ η «Vonovia» διαθέτει περίπου 355.000 διαμερίσματα στη Γερμανία - περίπου 43.000 στο Βερολίνο. Συνολικά οι δύο κολοσσοί, που βρίσκονται σε διαδικασία συγχώνευσης, κατέχουν πάνω από 550.000 κατοικίες αξίας 80 δισ. ευρώ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ