«Οικονομία πολέμου» επιτάσσει η έκθεση Ντράγκι, καθώς η ΕΕ «έχει μείνει πίσω» από τους παγκόσμιους ανταγωνιστές της
Valentina Petrova |
Καθώς κλιμακώνεται στρατιωτικά και πολιτικά η ιμπεριαλιστική σύγκρουση ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ και Ρωσίας στην Ουκρανία, απειλώντας να επεκταθεί σε όλη την Ευρώπη, οι ευρωπαϊκές πολεμικές βιομηχανίες έχουν μπει για τα καλά σε μια «κούρσα» εξοπλισμών και ανταγωνισμού με άλλα μονοπώλια και επομένως, τονίζει η έκθεση Ντράγκι, θα πρέπει να έχουν πλήρη πρόσβαση στα χρηματοδοτικά εργαλεία της ΕΕ, να μην ανησυχούν για τη γραφειοκρατία καθώς αυξάνουν την παραγωγή όπλων και να μην μπλοκάρονται οι συγχωνεύσεις, παρά τις «ανησυχίες» για τον ανταγωνισμό.
Προωθεί την ιδέα να τροποποιηθούν οι δανειοδοτικές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και να μην αποκλείονται οι αμυντικές επενδύσεις. Επίσης, «πάνε περίπατο» τα πλαίσια βιώσιμων χρηματοδοτήσεων της ΕΕ και τα κριτήρια περιβαλλοντικών - κοινωνικών επιπτώσεων και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG).
Η έκθεση, που θα κατατεθεί στην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, εξετάζει πώς η ευρωπαϊκή βιομηχανία μπορεί να ανακτήσει πλεονεκτήματα στην παγκόσμια σκηνή.
«Με την επιστροφή του πολέμου στην άμεση γειτονιά της ΕΕ, την εμφάνιση νέων τύπων υβριδικών απειλών και μια πιθανή μετατόπιση της γεωγραφικής εστίασης και των αμυντικών αναγκών των ΗΠΑ, η ΕΕ θα πρέπει να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για τη δική της Αμυνα και Ασφάλεια», σημειώνεται στο προσχέδιο.
Κάνει αναφορά σε πολλές «προκλήσεις» που αντιμετωπίζει ο αμυντικός τομέας της ΕΕ, όπως οι ανεπαρκείς αμυντικές δαπάνες - που έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία δυο χρόνια - με την επισήμανση ότι η ΕΕ στο σύνολό της δαπανά περίπου το 1/3 από όσα οι ΗΠΑ για την «άμυνα».
Οι ευρωπαϊκές πολεμικές βιομηχανίες δραστηριοποιούνται επίσης σε μικρές εγχώριες αγορές, ενώ οι χώρες της ΕΕ δεν συντονίζονται στις προμήθειες και εξαρτώνται κατά 80% από διεθνείς προμηθευτές, κυρίως από τις ΗΠΑ.
Οι συστάσεις περιλαμβάνουν την εισαγωγή της αρχής της «ευρωπαϊκής προτίμησης» για την αγορά αμυντικού εξοπλισμού, για την παροχή κινήτρων για ευρωπαϊκές αμυντικές λύσεις έναντι των ανταγωνιστών.
Επιπλέον, προτείνεται πιο «σφιχτή» εξουσία στην ΕΕ για θέματα εξωτερικής πολιτικής και «άμυνας», και συγκεκριμένα ο καθορισμός ενός μοντέλου διακυβέρνησης σε όλη την Επιτροπή, μέσω της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Αμυνας, και τέλος τη δημιουργία μιας κεντρικής «Αρχής Αμυντικής Βιομηχανίας», που θα προμηθεύεται κεντρικά για λογαριασμό των χωρών της ΕΕ.
«Η αρχή θα διοικείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπό την κοινή προεδρία του ύπατου εκπροσώπου - αντιπροέδρου της Επιτροπής - επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Αρχής Αμυνας», σημειώνεται στο έγγραφο. «Συμβουλευτικό ρόλο θα έχουν ειδικές ομάδες του κλάδου, που θα αποτελούνται από εκπροσώπους της βιομηχανίας και των κρατών - μελών της ΕΕ».
Η έκθεση θα συζητηθεί σήμερα κεκλεισμένων των θυρών, ενώ αναμένεται να δημοσιευτεί τη δεύτερη βδομάδα του Σεπτέμβρη.
Οι εθνικιστές αξιοποιούν την αντιλαϊκή και φιλοπόλεμη πολιτική των άλλων αστικών δυνάμεων για τη χειραγώγηση λαϊκών δυνάμεων
Μεγάλη νίκη με πολιτικές προεκτάσεις στην κεντρική πολιτική σκηνή της Γερμανίας κατέγραψε το εθνικιστικό - φασιστικό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) στα δυο ανατολικά κρατίδια Θουριγγία και Σαξονία στις εκλογές της Κυριακής για τοπική κυβέρνηση.
Σε κάθε περίπτωση, οι κρατιδιακές εκλογές της Κυριακής αποτυπώνουν και πανεθνικές τάσεις. Στις ευρωεκλογές του Ιούνη η AfD αναδείχθηκε δεύτερο κόμμα, αφήνοντας πίσω τους σοσιαλδημοκράτες του SPD. Αποτυπώνονται η δυσφορία που προκαλεί η αντιλαϊκή κυβέρνηση Σοσιαλιστών - Φιλελεύθερων - Πρασίνων, που εκφράζεται με αύξηση του πληθωρισμού, ακρίβεια, εντεινόμενη ενεργειακή φτώχεια, δυσαρέσκεια ή οι διαφωνίες για την ιμπεριαλιστική σύγκρουση ΝΑΤΟ - ΕΕ και Ρωσίας στην Ουκρανία και τη μεγαλύτερη εμπλοκή της Γερμανίας σε αυτή με αύξηση των πολεμικών δαπανών.
Η αυξητική τάση της AfD πιθανότατα θα επιβεβαιωθεί και στις εκλογές του Βρανδεμβούργου στις 22 Σεπτέμβρη.
Στο κρατίδιο της Θουριγγίας θα πρέπει να βρεθεί κάποιος συμβιβασμός για τον σχηματισμό κυβέρνησης μεταξύ των υπόλοιπων κομμάτων, καθώς η AfD βγήκε μεν πρώτο κόμμα, αλλά δεν συγκέντρωσε απόλυτη πλειοψηφία.
Ειδικότερα, στη Θουριγγία, όπου κυβερνούσε επί χρόνια η σοσιαλδημοκρατία με την Αριστερά (Linke), με πρωθυπουργό τον Μπόντο Ράμελο και τη στήριξη των υπόλοιπων κομμάτων, η AfD απέσπασε το 32,8% των ψήφων, οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) το 23,6%, η Συμμαχία «Ζάρα Βάγκενκνεχτ» (BSW) το 15,8% (προέρχεται από τη Linke με θέσεις υπέρ της Ρωσίας και έντονη αντιμεταναστευτική ρητορική), η Αριστερά (Linke) το 13,1%, το SPD 6,1%, ενώ οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι βρίσκονται κάτω από το όριο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης του 5%.
Στη Σαξονία η CDU, που κυβερνά το κρατίδιο από το 1990, διατηρεί την πρωτιά με 31,9%, ενώ σε απόσταση αναπνοής με 30,6% ακολουθεί η AfD. Η BSW αποσπά το 11,8%, το SPD το 7,3%, οι Πράσινοι το 5,1% και η Αριστερά το 4,5% μένοντας εκτός. Εδώ ο κυβερνητικός συνασπισμός υπό τον Μίχαελ Κρέτσμερ θα είναι σε θέση να παραμείνει στην εξουσία. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Κρέτσμερ διατυπώνει αποκλίνουσα θέση για τον πόλεμο στην Ουκρανία, σε σχέση με την επίσημη γραμμή των Χριστιανοδημοκρατών, κάτι που πιθανόν έπαιξε ρόλο στη διαμόρφωση του αποτελέσματος.
Σύμφωνα με μετεκλογικές έρευνες, κυριάρχησαν τα θέματα της μετανάστευσης και της εσωτερικής ασφάλειας, με την πρόσφατη τρομοκρατική επίθεση στο Ζόλινγκεν να αξιοποιείται από όλους για να καλλιεργηθεί ρατσιστικό κλίμα. Σε αυτό συνέβαλαν τόσο ο κυβερνητικός συνασπισμός υπό τους Σοσιαλδημοκράτες, που βρήκε ευκαιρία να εξαγγείλει σκληρότερα κατασταλτικά μέτρα, όσο και οι Χριστιανοδημοκράτες, που ζητούν ακόμη αυστηρότερη αντιμεταναστευτική πολιτική.
Ο καγκελάριος της Γερμανίας, Ολαφ Σολτς, προέτρεψε τα «δημοκρατικά κόμματα της χώρας» να «στήσουν τείχος ενάντια στους δεξιούς εξτρεμιστές». «Η AfD βλάπτει τη Γερμανία. Αποδυναμώνει την οικονομία, διαιρεί την κοινωνία και καταστρέφει τη φήμη της χώρας μας», τόνισε.
Ζητούμενο ένα κυβερνητικό σχήμα ικανό να συγκεντρώσει ηγέτες «από διάφορες πλευρές»
Με ζητούμενο τη διαμόρφωση κυβερνητικού σχήματος που θα μπορέσει να παρουσιάσει σχέδιο προϋπολογισμού για τη νέα χρονιά (όπως πρέπει να γίνει ως 1 Οκτώβρη), με φόντο τις πολύπλευρες προκλήσεις που αντιμετωπίζει (και) το γαλλικό μεγάλο κεφάλαιο, συνεχίστηκαν και χτες επαφές του Προέδρου της χώρας, Εμανουέλ Μακρόν, προς αναζήτηση προθύμων για πολύπλευρες συνεργασίες.
Ο Γάλλος Πρόεδρος χτες αναμενόταν να συναντήσει μεταξύ άλλων τους πρώην ομολόγους του, Νικολά Σαρκοζί και Φρανσουά Ολάντ, όπως και τον - προερχόμενο από το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) - Μπερνάρ Καζνέβ, που φέρεται πιθανό να προταθεί ως νέος πρωθυπουργός.
Μιλώντας στο BFMTV, ο επικεφαλής του PS, Ολιβιέ Φορ, δήλωσε ότι «δεν έχω κανένα προσωπικό πρόβλημα με τον Μπερνάρ Καζνέβ και οι ικανότητές του είναι εξαιρετικές», προσθέτοντας ότι «το ερώτημα είναι τι θα κάνουμε, με ποια υποστήριξη, υπό ποιες συνθήκες, με ποιες εγγυήσεις».
Από τη μεριά της, η - προερχόμενη από το PS - δήμαρχος Παρισιού, Αν Ινταλγκό, υποστήριξε ότι μια πρωθυπουργοποίηση Καζνέβ θα ήταν «αξιόπιστη και σοβαρή» εξέλιξη, προσθέτοντας ότι θα μπορούσε να «συγκεντρώνει μάλλον πολιτικούς ηγέτες από άλλες πλευρές εκτός από τη δική του, κυρίως από τη Ρεπουμπλικανική δεξιά, από το κέντρο ή από την οικολογία, γύρω από θέματα προτεραιότητας που είναι χρήσιμα για τους Γάλλους», όπως τα «ζητήματα αγοραστικής δύναμης», οι «αυξήσεις μισθών», «συντάξεις», «φορολογία», «στέγαση».
Από τη μεριά του, ο ηγέτης του κεντρώου κόμματος Modem (που συνεργάστηκε όλα τα τελευταία χρόνια με το κόμμα του Μακρόν «Αναγέννηση»), Φρανσουά Μπαϊρού, δήλωσε ότι «η κατάσταση απαιτεί μια αρκετά γρήγορη επίλυση», ενώ η επανεκλεγείσα πρόεδρος της Βουλής (προερχόμενη από την «Αναγέννηση») Γιαέλ Μπράουν - Πιβέτ, τάχθηκε υπέρ του άμεσου σχηματισμού κυβέρνησης καθώς «δεν πρέπει να συμβάλουμε στη θεσμική αστάθεια».
Συνεργάτες του Καζνέβ δήλωσαν στο «Politico» ότι «αν του ζητηθεί» να είναι υποψήφιος για την πρωθυπουργία, «θα το κάνει, από καθήκον, αλλά δεν θα το κάνει με οποιοδήποτε τίμημα».
Στο μεταξύ, η «Ανυπότακτη Γαλλία» (LFI) παρουσίασε το Σάββατο νομοθετική πρόταση για την απομάκρυνση Μακρόν, επειδή αρνείται να διορίσει στην πρωθυπουργία την 37χρονη Λουσί Καστέ (επικεφαλής της Διεύθυνσης Οικονομικών στον δήμο του Παρισιού που έχει διακριθεί πολύπλευρα στην αξιοποίηση της Τοπικής Διοίκησης ως μοχλού προώθησης των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων), όπως πρότεινε τον Ιούλη το «Νέο Λαϊκό Μέτωπο» (NFP), το κοινό εκλογικό σχήμα με το οποίο «κατέβηκαν» LFI, PS, το μεταλλαγμένο ΚΚ Γαλλίας, Οικολόγοι κ.λπ. και ήρθαν πρώτοι σε έδρες (σε ποσοστό και ψήφους ήρθε ο «Συναγερμός» της Λεπέν). Η LFI επικαλείται το άρθρο 68 του Συντάγματος, που αναφέρεται στο ενδεχόμενο περίπτωσης «παράβασης καθήκοντος προδήλως ασυμβίβαστης με την άσκηση της εντολής του» Προέδρου της Δημοκρατίας, ωστόσο θεωρείται δύσκολο να συγκεντρώσει τις απαραίτητες ψήφους.
Ο Μακρόν αρνήθηκε να διορίσει μια κυβέρνηση υπό την Καστέ, μετά από προειδοποιήσεις κομμάτων όπως οι «Ρεπουμπλικάνοι» για άμεση κατάθεση πρότασης μομφής.
Μια πληροφορία που μεταδόθηκε από αμερικανικά κυρίως δίκτυα, και αναπαράχθηκε από λατινοαμερικάνικα ΜΜΕ και στη χώρα μας, αναφέρει ότι οι ΗΠΑ κατάσχεσαν το πρωί της Δευτέρας στη Δομινικανή Δημοκρατία το βενεζουελάνικο προεδρικό αεροσκάφος. Η πράξη αυτή συσχετίζεται με την παραβίαση των αμερικανικών κυρώσεων που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ στη Βενεζουέλα και εμφανίζεται ότι η αγορά του δεν επιτρεπόταν.
Επίσημη αντίδραση από τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Βενεζουέλας, του Προέδρου Νικολάς Μαδούρο, που η επανεκλογή του στις πρόσφατες εκλογές αμφισβητείται, δεν υπήρξε μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές. Επίσης, δεν διευκρινιζόταν πώς το αεροσκάφος - που φέρεται να έχει μεταφερθεί στη Φλόριντα των ΗΠΑ - βρέθηκε στον Αγιο Δομίνικο, όπου φέρεται να έγινε η κατάσχεσή του, μετά από συνεργασία των αμερικανικών δυνάμεων και της Δομινικανής Δημοκρατίας.
Χθες, τέλος, η κυβέρνηση της Βενεζουέλας ανακοίνωσε ότι αντιμετώπισε μια κυβερνοεπίθεση στο σύστημα μετάδοσης του ηλεκτρικού ρεύματος στη χώρα, επίθεση που με βάση κάποια πρώτα στοιχεία προέρχεται από τις ΗΠΑ.