ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 24 Φλεβάρη 2002
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Η τηλεοπτική «τρομοκρατία»

Δε θυμούμαι ακριβώς ποιος έκανε αυτή τη δήλωση, πώς την έκανε και γιατί. Θυμούμαι όμως ότι την έκανε και γι' αυτό δε με απασχολεί το ιστορικό της δήλωσης, αλλά το περιεχόμενό της. Κι όχι μόνο με απασχολεί, αλλά και με ανησυχεί, γιατί είναι πια μόνιμη συνήθεια της ελληνικής κοινωνίας στο σύνολό της να αντιμετωπίζει όλα τα θέματα με τη μέθοδο του ρεπορτάζ και όχι μιας βαθιάς και αξιόπιστης ανάλυσης. Κι αυτό σημαίνει πως ό,τι κι αν συμβεί στη ζωή μας μετατρέπεται σε αντικείμενο μιας συζήτησης, που ποτέ δεν οδηγεί στο τελικό συμπέρασμα, αλλά στη διατύπωση μιας σειράς σχολιασμών, που τις πιο πολλές φορές δεν αναφέρονται στην πραγματικότητα. Απλώς επιδιώκουν την ακροαματικότητα ή τη θεαματικότητα ή, τέλος πάντων, προσπαθούν να προκαλέσουν το ενδιαφέρον μιας κοινωνικής ομάδας που σχετίζεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με το γεγονός.

Ετσι, αν αυτό που έχει συμβεί είναι μια πολιτική απόφαση ή, έστω, η συμπεριφορά ενός πολιτικού προσώπου, η συζήτηση παγιδεύεται στην παραπολιτική λογική ή ακόμα σε μια επιφανειακή πολιτική συμπάθεια, που χαρακτηρίζει το ενημερωτικό «όργανο», που παίρνει αφορμή από το «συμβάν» και ανοίγει τη συζήτηση. Αν τώρα η «αφορμή» είναι οικονομική, αφορά, με άλλα λόγια, συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα, τότε η όλη συζήτηση και οι σχολιασμοί που την ακολουθούν θα στραφούν προς αυτή την κατεύθυνση, προκαλώντας το ενδιαφέρον και τη «συσπείρωση» στον κόσμο της οικονομικής σπέκουλας. Και τα παραδείγματα αυτά θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν, δυστυχώς, με ρυθμούς ανησυχητικούς. Δε χρειάζεται όμως. Δε χρειαζόμαστε, δηλαδή, άλλα παραδείγματα. Το ότι η ενημέρωση σήμερα διανέμεται με βάση την επιδίωξη «συσπειρωτικών» αντιδράσεων στο χώρο της «ακροαματικότητας» ή της «θεαματικότητας» είναι πια κοινή γνώμη. Και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο ένα πολύ σοβαρό γεγονός που κάποια στιγμή αναδεικνύεται σε υπέρτατο «εθνικό» πρόβλημα, είναι δυνατό να αποσυρθεί βίαια από τη δημοσιότητα και να δώσει τη θέση του σε ένα άλλο, που κι αυτό, ανάλογα με κάποια μυστικά ενδιαφέροντα, θα πρέπει να αποσυρθεί.

Πριν από λίγες μέρες η υπόθεση του παράνομου τζόγου ήτανε ο καθημερινός λόγος των ΜΜΕ. Κανένα ενδιαφέρον για το ΙΚΑ που δε λειτουργεί και οι ασθενείς βρίσκονται απέναντι στην ηθική αδιαφορία των υπευθύνων. Η οργανωμένη δημόσια εκπαίδευση που βρίσκεται ή μέσα ή λίγο έξω από τα «χαρακώματα» έγινε ένα θέμα ρουτίνας και περιορίστηκε πια στο επίπεδο των δηλώσεων. Το ασφαλιστικό, που πριν από λίγο καιρό απασχολούσε κυβέρνηση και εργαζόμενους, με τον πιο οξύ τρόπο για το χατίρι των προεκλογικών ζυμώσεων, μπήκε στην άκρη και απασχολεί μόνον τους «καλώς πληροφορημένους» οικονομικούς ρεπόρτερ και κάποιους μη «καλώς πληροφορημένους» ακροατές. Και για όλους αυτούς τους λόγους τους μυστικούς και τους αδιευκρίνιστους ο όρος «τηλεοπτική τρομοκρατία» δεν αποτέλεσε «αφορμή». Ειπώθηκε και αμέσως ξεχάστηκε. Και δεν ξεχάστηκε, επειδή δεν ενδιαφέρει κανένα, ούτε γιατί δεν αφορά κανένα, αλλά γιατί η ανάλυση της καταγγελίας θα μας οδηγούσε στο συμπέρασμα πως είναι εύκολο μια σειρά στημένων εικόνων που θα τις συνοδεύει και ένας σοφά οργανωμένος, δημαγωγικός λόγος να απομακρύνει την «κοινή γνώμη» από την ουσία των γεγονότων που την απειλούν και τρομοκρατημένη να την οδηγήσει μπροστά σε έναν επερχόμενο «όλεθρο». Κι αυτό σημαίνει πως τρομοκρατημένος δεν είναι μόνον αυτός που «φοβάται» και ζητάει προστασία. Οχι, η «τηλεοπτική τρομοκρατία» αναφέρεται ως όρος στον αποπροσανατολισμό της ενημέρωσης, στην κατασκευή ενός στρεβλωμένου περιβάλλοντος επικαιρότητας. Τρομοκρατώ «τηλεοπτικά», επομένως, σημαίνει ότι κατορθώνω να αναστρέψω τη συλλογική συνείδηση και να της δημιουργήσω «τύψεις» για καταστάσεις που δεν την αφορούν. Να κατασκευάσω ενοχές αποκρύπτοντας τα πραγματικά εγκλήματα!


Του
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


Η ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΛΕΝΙΝ
Ενα αφήγημα του Μπάμπη Γκολέμα και η ιστορία του

«

Κουφέτα στις φυλακές Αβέρωφ», ήταν ο τίτλος ενός δίστηλου ρεπορτάζ, που δημοσιεύτηκε χαμηλά στις σελίδες της «Απογευματινής» πριν από 32 χρόνια. «Μη νομίζετε, αγαπητοί αναγνώστες, ότι σας παρουσιάζουμε κάποια ταινία του Φελίνι...», έγραφε τότε ο ρεπόρτερ. Κι όμως. Ο γάμος αυτός, η ζωή, ο έρωτας και οι αγώνες των δύο νεαρών τότε πολιτικών κρατουμένων, του Μπάμπη Γκολέμα και της Ελένης Βούλγαρη, έμελλε να γίνουν ταινία απ' τον Παντελή Βούλγαρη και, μάλιστα, μ' έναν τίτλο αντιπροσωπευτικό των όσων βίωσαν, λόγω των συνθηκών της εποχής: «Πέτρινα Χρόνια».

Μια συζήτηση με τον «πρωταγωνιστή», αναπόφευκτα, σταματά και σ' αυτό. Ο ίδιος θα πει με τη σεμνότητα που τον διακρίνει: «Θα προτιμούσα κι εγώ και η Ελένη, να έχουμε κρατηθεί στην ανωνυμία. Επρεπε, ωστόσο, να μάθουν οι νεότερες γενιές. Και να διδαχθούν...». Η πορεία της αφήγησης ξεκινά απ' τα καλύτερά του χρόνια, που τα μάντρωσαν οι διώκτες του στις φυλακές (Κρήτη, Αίγινα, Κορυδαλλός, Αβέρωφ) και καταλήγει - με πολλές ενδιάμεσες «στάσεις» - στα ιδανικά και τις αξίες που υπηρέτησε και συνεχίζει να υπηρετεί, με πίστη και αφοσίωση.

Σήμερα ο «Ρ» παρουσιάζει ένα αφήγημα του Μπ. Γκολέμα, γραμμένο για το μηνιαίο περιοδικό «Νέα Φρουρά», σε ανάτυπο από το πρωτότυπο του περιοδικού, που έβγαζαν και διακινούσαν παράνομα οι πολιτικοί κρατούμενοι στον Κορυδαλλό τα χρόνια της χούντας. Πρόκειται για το αφήγημα που κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διεθνή διαγωνισμό, που διοργάνωσαν όλοι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί των σοσιαλιστικών χωρών, με την ευκαιρία του γιορτασμού της επετείου συμπλήρωσης 100 χρόνων απ' τη γέννηση του Λένιν. «Ολοι οι άνθρωποι, σαν μεγαλώνουν, θυμούνται πιο έντονα ορισμένα συμβάντα της παιδικής τους ηλικίας, τα οποία τα ζυμώνουν και τα αναπλάθουν, με φόντο την καθημερινή ζωή που βιώνουν και το περιβάλλον τους», λέει ο Μπ. Γκολέμας για το συγκεκριμένο αφήγημα. Η μυγδαλιά που φύτεψε στην αυλή του σπιτιού ο παππούς του, οι πικροδάφνες που έβαλε τριγύρω, η μορφή του Λένιν, που απ' τις αφηγήσεις του πατέρα ήταν ήδη θρύλος, όλα αυτά, βιώματα στην ψυχή ενός παιδιού, ξυπνούν στα σκοτεινά μπουντρούμια και γίνονται κείμενο ψυχής και φαντασίας ενός φυλακισμένου ενήλικα. Οσο για το περιοδικό, ο Μπ. Γκολέμας αγνοεί εάν έχουν σωθεί κομμάτια του, κρατά, όμως, με τρομερή ευλάβεια τη σελίδα με τη ζωγραφισμένη απ' τον ίδιο αμυγδαλιά και τις πικροδάφνες, με το αφήγημά του για τον Λένιν. Θυμάται, ωστόσο, τον τρόπο που μπορούσαν οι πολιτικοί κρατούμενοι να διαβάσουν τη «Νέα Φρουρά»: «Περνούσε μυστικά από παρέα σε παρέα μέσα στις φυλακές. Ενας διάβαζε κι ένας κρατούσε τσίλιες...».


Ο Μπ. Γκολέμας, σήμερα, δε βουρκώνει μόνο απ' τις αναμνήσεις του. Νιώθει την ίδια συγκίνηση, όταν αντικρίζει πολιτικούς πρόσφυγες απ' την Τουρκία, όταν έρχεται σε επαφή με Κούρδους. «Ξέρεις τι θα πει να τρως σταυροπόδι από κοινή γαβάθα;», ρωτά και δεν περιμένει, φυσικά, απάντηση. Και το γράψιμο, όμως, δεν το άφησε ποτέ. «Φλέβα» ο Μπ. Γκολέμας, σε ποίημα αφιερωμένο στον Π. Νερούντα, δηλώνει: «Πρέπει να πω, κι εσύ θα νιώσεις, πόση αξία έχουνε οι χαραμάδες του κελιού». Σ' αυτόν το στίχο, η ζωή του όλη...


Μ. Τ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ