Οπως, ασφαλώς, θα καταλάβατε, κουραστήκαμε από τη λογοτεχνία και έχουμε την ανάγκη να διαβάσουμε ιστορία. Ανεπιφύλακτα προτείνουμε το βιβλίο της Αυγής Παπάκου - Λάγου «Ανδρόνικος Α` Κομνηνός, ο Φιλόλαος», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
Η Λιψία, κτισμένη στην καρδιά της Σαξονίας, εκτός από τις εκθέσεις της είναι γνωστή για τον τεράστιο σιδηροδρομικό της σταθμό που ολοκληρώθηκε το 1915, αποτελείται από 26 πλατφόρμες και είναι ο μεγαλύτερος της Ευρώπης, πέρασμα προς τις ανατολικές περιοχές της ηπείρου. Ο σταθμός είναι ένα από τα αξιοθέατα της πόλης, με τρία επίπεδα, γεμάτα καταστήματα, βιβλιοπωλεία, φαγάδικα. Βρίσκεται στο ιστορικό κέντρο της Λιψίας, μπροστά στην πλατεία «Βίλι Μπραντ» (πρώην πλατεία Δημοκρατίας), κοντά στο ζωολογικό κήπο (με λιοντάρια και τίγρεις) και τις δύο περίφημες εκκλησίες, τον Αγιο Νικόλαο και τον Αγιο Θωμά. Στο ιστορικό κέντρο που διασχίζεται από πεζόδρομους και τελεί υπό κατάσταση ανοικοδόμησης και αναπαλαίωσης των κτιρίων, υπάρχουν πολυκαταστήματα, καφετέριες, ρεστοράν, κινηματογράφοι, καμπαρέ και άλλα στέκια.
Μολονότι τα πάντα έχουν αλλάξει από την εποχή του παλιού καθεστώτος, μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, και τίποτα πλέον δεν το θυμίζει (η μεγάλη πλατεία Καρλ Μαρξ έχει μετονομαστεί σε πλατεία Augustusplatz), εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη οι οδοί προς τιμήν των Ρόζας Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπνεχτ, προσώπων ιστορικών που σημάδεψαν την ιστορία της Γερμανίας. Επίσης, εξακολουθεί να υπάρχει το πάρκο Κλάρας Τσέτκιν, επίσης σημαντικό ιστορικό πρόσωπο, στο άγαλμα της οποίας κάποιοι περαστικοί τοποθετούν στην ανοιγμένη χούφτα του δεξιού χεριού ένα γαρίφαλο.
Αυτό όμως που χαρακτηρίζει τη Λιψία είναι η πανταχού παρουσία του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ο οποίος εργάστηκε στην πόλη από το 1723 μέχρι το θάνατό του το 1750. Μέσα στην εκκλησία του Αγίου Θωμά (του 1212) βρίσκεται ο τάφος του συνθέτη, ενώ έξω από αυτήν υπάρχει το άγαλμά του και απέναντι το Μουσείο Μπαχ, καθώς κι ένα κατάστημα πωλήσεων αναμνηστικών που συνδέονται με αυτόν. Σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο εντός της εκκλησίας βρίσκονται τα όργανα με τα οποία έπαιζε ο Μπαχ (βιολιά, βιολοντσέλα, μπάσα).
Επίσης, ο Μπαχ ήταν πρωτοψάλτης στην άλλη εκκλησία, του Αγίου Νικολάου (του 1165) που κτίστηκε στη διασταύρωση δύο σημαντικών εμπορικών δρόμων, οι οποίοι συνέδεαν την ανατολική με τη δυτική, τη νότια με τη βόρεια Ευρώπη, ο άγιος Νικόλαος ήταν ο προστάτης των εμπόρων κατά το Μεσαίωνα. Η εκκλησία αρχικά ήταν ρομανικού ρυθμού, στη συνέχεια επεκτάθηκε και οι τρεις πύργοι της πήραν την τελική τους μορφή σε ρυθμό μπαρόκ. Εντυπωσιακό είναι το εσωτερικό της εκκλησίας με τους κίονες κορινθιακού ρυθμού που η κορυφή της καταλήγει σε φύλλα φοίνικα, ενώ η οροφή, τα υπερώα και τα καθίσματα είναι πλούσια διακοσμημένα. Η εκκλησία διαθέτει ένα όργανο που κατασκευάστηκε το 1858-1862, σημαντικό έργο ρομαντικής τεχνοτροπίας που εκμοντερνίστηκε τον 20ό αιώνα και σήμερα λειτουργεί με ηλεκτροπνευματικό τρόπο.
Αλλο περίφημο αξιοθέατο είναι το πολυτελές ρεστοράν Auerbachs Keller (λειτουργούσε και στη διάρκεια του προηγούμενου καθεστώτος και ήταν πιο λιτό ως προς τη διακόσμηση), έξω από την είσοδο του οποίου υπάρχουν γλυπτά που αναπαριστούν σκηνές από τον «Φάουστ» του Γκαίτε. Σε αυτό σύχναζε και συχνάζει η αφρόκρεμα της κοινωνίας της πόλης.
Μια μεγάλη συγγραφέας και πολύτιμη φίλη, μου έλεγε τις προάλλες ότι σε μια ομιλία της σε ένα σχολείο της επαρχίας, σε σχετική της ερώτηση για το δημοτικό τραγούδι τα παιδιά δεν απαντούσαν εκτός από ένα μαθητή, ο οποίος χαρακτηριστικά είπε: «Και να τους αρέσει κυρία, δε θα σας το πουν, φοβούνται...».
Τι να φοβούνται άραγε και τι είναι το δημοτικό τραγούδι, αναρωτήθηκα. Ευτυχώς έπεσε στα χέρια μου το λογοτεχνικό ιστορικό και λαογραφικό Ημερολόγιο «Ζάκυνθος», επιμέλεια Διονύση Μουσμούτη, όπου στη σελίδα 282 διάβασα ένα κείμενο του Διονύση Μπουκουβάλα. Διαβάζω:
«Τι είναι δημοτική μουσική; Θα δανειστώ την απάντηση από ένα σπουδαίο μελετητή της, τον Μπέλα Μπάρτοκ! Δεν είναι πολύ εύκολη, θα την εξηγήσω όμως αμέσως μετά.
"Ο καλύτερος γενικός ορισμός της αγροτικής λαϊκής μουσικής, δηλαδή της μουσικής των χωρικών, θα ήταν ο ακόλουθος: Ο όρος αγροτική λαϊκή μουσική, γενικά μιλώντας, υποδηλώνει όλες τις μελωδίες που επιβιώνουν μέσα στην τάξη των χωρικών ενός έθνους, σε μια σχετικά μεγάλη περιοχή και για μια σχετικά μακριά χρονική περίοδο, και που αποτελούν μιαν αυθόρμητη έκφραση του μουσικού αισθήματος της τάξης αυτής. (...) Οι μελωδίες (αυτές) αποτελούν (...) την ενσάρκωση μιας καλλιτεχνικής τελειότητας του ύψιστου βαθμού, πράγματι, αποτελούν πρότυπα του τρόπου με τον οποίο μια μουσική ιδέα μπορεί να εκφραστεί με άφταστη τελειότητα από άποψη πληρότητας της μορφής και απλότητας των (εκφραστικών) μέσων. (...)
Σχετικά λίγοι άνθρωποι εκτιμούν τέτοιες μελωδίες, πράγματι, η πλειοψηφία των συντηρητικών, εκπαιδευμένων μουσικών, τις περιφρονούν. Αυτό είναι κατανοητό, αφού όποιος είναι σκλάβος των καθιερωμένων προτύπων θα χαρακτηρίσει, φυσικά, ακατανόητο και ανούσιο ό,τι αποκλίνει έστω και ελάχιστα από αυτά. Αυτός ο τύπος του μουσικού δε θα καταλάβει καμιά απλή, καθαρή αλλά μη συμβατική μελωδία αν δε χωράει στη φαντασία του".
Το παράθεμα αυτό του Μπάρτοκ περιέχει πολλές χρήσιμες πληροφορίες: Αυτό που περιγράφει σαν "αγροτική λαϊκή μουσική" δεν είναι άλλο από τη δημοτική μουσική (κάθε τόπου και λαού). Ο όρος "αγροτική" δεν αναφέρεται στους αγρότες, αλλά στους αγρούς, δηλαδή στην ύπαιθρο. Εκεί οι κοινωνικές συνθήκες είναι ιδανικές για την ανάπτυξη της δημοτικής μουσικής».
Ο Μπάρτοκ λέει ότι η δημοτική μουσική αποτελεί «μιαν αυθόρμητη έκφραση του μουσικού αισθήματος της τάξης (των χωρικών)». Αυτό σημαίνει ότι η δημοτική μουσική αναπτύσσεται από μια τάξη, ή, με άλλα λόγια, από μια ομάδα ανθρώπων, και όχι από μεμονωμένα άτομα.
Αυτό το αίσθημα της ομαδικότητας υπήρχε πάντα στα χωριά.
Στη Ζάκυνθο, πάντως, υπήρχε και στην πόλη μια κοινωνική τάξη με ισχυρούς δεσμούς, οι «ποπολάροι». Αυτοί αποτελούσαν την κατώτερη αστική τάξη (π.χ. ψαράδες)... Ετσι, αναπτύχθηκε στην πόλη ένα είδος αστικής λαϊκής μουσικής, οι αρέκιες. Οι αρέκιες είναι τετράφωνα τραγούδια που τα τραγουδούσαν στις ταβέρνες, χωρίς οργανική συνοδεία. Κι επειδή στις ταβέρνες σύχναζαν μόνο άντρες, αυτοί τις τραγουδούσαν. Οι συνθέτες τους είναι άγνωστοι (όπως σε όλα τα δημοτικά τραγούδια).
Αν στον παραπάνω ορισμό του Μπάρτοκ υποκαταστήσουμε την «αγροτική λαϊκή μουσική» με τη «δημοτική μουσική» και τους «χωρικούς» με τους «ποπολάρους» θα δούμε ότι οι αρέκιες είναι και αυτές δημοτική μουσική.
Εάν πρέπει να επιλέξουμε φυτά για τη βεράντα να προτιμήσουμε φυτά που έχουν πετάξει νέους βλαστούς, που έχουν δυνατούς κορμούς και έχουν έντονο πράσινο φύλλωμα. Ομως εάν αγαπάμε πραγματικά τα φυτά ας προμηθευτούμε το εξαιρετικό βιβλίο «Μεταμορφώσεις» του Γιάννη Παπαματθαίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κοχλίας».
«Οι Μεταμορφώσεις» είναι ένα βιβλίο αποκαλυπτικό. Αντικείμενό του έχει το μοναδικό σε κάλλος δημιούργημα της φύσης: το λουλούδι. «Οι Μεταμορφώσεις» αποκαλύπτουν τους άγνωστους μηχανισμούς των φυτών, την ιδιάζουσα «τεχνολογία» που έχει αναπτύξει το κάθε είδος, προκειμένου να εξασφαλίσει την ταυτότητά του στον αέναο ρυθμό της αναγέννησης. Πίσω από τα γεωμετρικά αρχέτυπα, τις πολύπλοκες σχηματικές ή χρωματικές συνθέσεις, δοκιμάζεται η επιβίωση της ζωής, σημειώνει στον πρόλογό της η Νίκη Γουλανδρή.