ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 11 Αυγούστου 2002
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Μοιρολόγησε την Ηπειρο, γλέντησε τη Ρωμιοσύνη

Δέκα χρόνια συμπληρώνονται αύριο από το θάνατο του Τάσου Χαλκιά

Από τη βραδιά στο Λυκαβηττό για τα 125 χρόνια των Χαλκιάδων: Μ. Κατράκης, Τ. Χαλκιάς, Στ. Καψάλης, Χρ. Ζούμπας, Κ. Χαλκιάς, Λ. Χαλκιάς
Από τη βραδιά στο Λυκαβηττό για τα 125 χρόνια των Χαλκιάδων: Μ. Κατράκης, Τ. Χαλκιάς, Στ. Καψάλης, Χρ. Ζούμπας, Κ. Χαλκιάς, Λ. Χαλκιάς
Στο κλαρίνο του έκλεισε όλη την ψυχή της Ρωμιοσύνης. Των ανθρώπων, που προσδοκούν, αγωνίζονται, ονειρεύονται, χαίρονται, μοχθούν. Πηγαίος, αυθεντικός, μοναδικός, ο Τάσος Χαλκιάς, από το θάνατο του οποίου αύριο συμπληρώνεται μια δεκαετία, υπήρξε το «καλύτερο κλαρίνο της Ελλάδας». Μουσικός με ξεχωριστό ταλέντο και ευαισθησία, ο μπάρμπα Τάσος αφουγκράστηκε τους παλμούς του λαού μας και «τραγούδησε» τις χαρές, τις πίκρες, τους καημούς, τα βάσανά του. Τα λόγια του Γιάννη Ρίτσου σκιαγραφούν ίσως με τον καλύτερο τρόπο το μεγαλείο της προσφοράς του: «Στο κλαρίνο του Χαλκιά βογκάει, τινάζεται, χαμογελάει, χορεύει η Ελλάδα - θάλασσες και βουνά της, δεκαπεντασύλλαβα ποτάμια της, αρματολοί και κλέφτες, παλικαράκια στριφτομούστακα στη μάχη και στο τσάμικο, μαυροφορούσες ανταρτομανάδες και κοράσια πλεξουδοστεφάνωτα, πέντε κοτσύφια στον ελαιώνα και, στο βάθος βάθος, πάντα το άγρυπνο, μερακλωμένο αηδόνι». Οπως και τα όσα είχε πει ο Σουηδός φιλόσοφος και ιστορικός της Λογοτεχνίας Μπενγκτ Χόλμκβιστ: «Ενιωσα με τη ζεστασιά της δύναμής του πως μονάχα έτσι δε θα πεθάνουμε, γιατί η μουσική η ερμηνευμένη από τον ασύγκριτο μαέστρο Τάσο Χαλκιά ποτέ δεν πεθαίνει». Ο λαϊκός καλλιτέχνης, για τον οποίο ο Μίκης Θεοδωράκης είχε πει πως είναι «από εκείνους που μια πραγματικά λαοπρόβλητη πολιτεία θα έπρεπε να τους έχει στο Εθνικό Μουσείο των ζωντανών», παρόλη τη μεγάλη προσφορά του και την καταξίωση στην ψυχή του ελληνικού λαού, «έφυγε» με ένα μεγάλο παράπονο. Η σύνταξη που είχε ζητήσει από την πολιτεία δεν του δόθηκε ποτέ και αυτό ήταν κάτι που τον γέμιζε πίκρα. Οι αιτήσεις του γι' αυτήν απορρίφθηκαν, επειδή δε συγκέντρωνε τα τυπικά προσόντα (!).


Παιδί της ξακουστής ηπειρώτικης μουσικής οικογένειας των Χαλκιάδων (γεννήθηκε το 1914 στη Γρανιτσοπούλα της Ηπείρου), ο Τάσος Χαλκιάς από πολύ νωρίς έδεσε τη ζωή του, την ίδια του την ύπαρξη, με το κλαρίνο. Εχοντας χάσει πολύ μικρός την αδελφή και τον πατέρα του, έμαθε τα ηπειρώτικα μοιρολόγια από τη μητέρα του. Εφηβος ακολουθεί στα πανηγύρια άλλους οργανοπαίχτες, ενώ το 1930 δημιουργεί μαζί με τα αδέλφια του το συγκρότημα «Τα μαύρα πουλιά». Την επόμενη χρονιά, γράφει το πρώτο του τραγούδι, ενώ το 1935 αρχίζει να διδάσκει κλαρίνο. Ενα μεγάλο χτύπημα της μοίρας θα δεχτεί το 1941, όταν βομβαρδίζεται το χωριό του και σκοτώνονται η γυναίκα και τα δυο παιδιά τους. Ο ίδιος τραυματισμένος μεταφέρεται για νοσηλεία στην Αθήνα, στο 401. Την επόμενη χρονιά με την επιστροφή του στα Γιάννενα, κατατάσσεται στον ΕΛΑΣ και τοποθετείται στο εφεδρικό. Το '43 ξαναπαντρεύεται και γίνεται και πάλι πατέρας: Του Λάκη και αργότερα της Νίκης και του Χρήστου. Το 1951 επισκέπτεται για πρώτη φορά την «Κολούμπια» και αρχίζει τις ηχογραφήσεις. Στη συνέχεια ηχογραφεί 80 τραγούδια για το Λαογραφικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ ακολουθούν ταξίδια του σε Αίγυπτο και Αμερική και ηχογραφήσεις. Στην Αμερική, όπου παραμένει για μεγάλα διαστήματα, το κλαρίνο του συγκινεί όχι μόνον το ελληνικό και ξένο κοινό, αλλά και τον μεγάλο τζαζίστα Μπένι Γκούντμαν, που όχι μόνο εντυπωσιάστηκε από το παίξιμο του Ελληνα μουσικού, αλλά και δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι μπορούσε να παίζει άψογα χωρίς να ξέρει να διαβάζει νότες. Εκεί ηχογραφεί 100 περίπου τραγούδια, ενώ ένα μοιρολόι του χρησιμοποιείται στην ταινία «Αντι» του Σεραφιάν.

Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1966, στήνει τη δική του δισκογραφική εταιρία «Σπέσιαλ Μιούζικ», η οποία θα λειτουργήσει μόνο για μια δεκαετία. Συνεχιστής, αλλά και εμπνευστής μιας μεγάλης λαϊκής παράδοσης, ο Τ. Χαλκιάς υπήρξε όχι μόνον ένας κορυφαίος οργανοπαίχτης, αλλά και συνθέτης. Ανάμεσα στα πολλά τραγούδια που έγραψε περιλαμβάνονται ο «Ηπειρώτικος γάμος», το «Δεν μπορώ μανούλα δεν μπορώ», το «Βορειοηπειρώτικο μοιρολόι», το «Μη με κοιτάς που γέρασα» κ.ά. Συνεργάστηκε με τους συνθέτες Δ. Σαββόπουλο, Γ. Μαρκόπουλο, Χρ. Λεοντή, το Θέατρο Τέχνης, το ΚΘΒΕ κ.ά. Η εξαίρετη μουσική του για την παράσταση του ΚΘΒΕ με τον «Αίαντα» του Σοφοκλή, το 1972, οδηγεί τον σκηνοθέτη Γ. Μιχαηλίδη να πει: «Αν το θέατρο δεν ήταν κρατικό, θα άφηνα μόνο τη μουσική του Τάσου Χαλκιά. Κλαρίνο μόνο, χωρίς κανένα όργανο». Την ίδια χρονιά εκπροσωπεί την Ελλάδα στο Α` Διεθνές Φεστιβάλ Τεχνών στη Γαλλία, ενώ το 1979 παίρνει μέρος στο διεθνές συνέδριο του Ζάγκρεμπ. Μετέφερε τη μαγεία της τέχνης του σε διάφορα φεστιβάλ, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ δεκάδες σύλλογοι - ανάμεσά τους η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία - τον τίμησαν για την προσφορά του. Αξέχαστη παραμένει στο κοινό που τον λάτρεψε η συναυλία - γιορτή για τα 125 χρόνια της μουσικής οικογένειας των Χαλκιάδων, το 1982, στο θέατρο του Λυκαβηττού.


Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ


Με ευθύνη απέναντι στην παράδοση

Μνημόσυνο του Τάσου Χαλκιά στη μνήμη όλων των μουσικάντηδων στον Αγιο Σπυρίδωνα του Αιγάλεω (11.10.1989)
Μνημόσυνο του Τάσου Χαλκιά στη μνήμη όλων των μουσικάντηδων στον Αγιο Σπυρίδωνα του Αιγάλεω (11.10.1989)
Απόγευμα ενός αυγουστιάτικου Σαββάτου, το 1982. Με το φίλο μου το Νίκο ανεβαίνουμε στο θέατρο του Λυκαβηττού. Ηταν η δεύτερη μέρα των συναυλιών για τα 125 χρόνια των Χαλκιάδων.

Πήρε να νυχτώνει κι άρχισε να υποχωρεί η αυγουστιάτικη κάψα, όταν ακούστηκε το νταούλι με το κλαρίνο. Ερχονταν οι Χαλκιάδες. Σαν ψίκι. Με πρώτο τον Τάσο Χαλκιά.

Ηταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα από κοντά. Χωρίς να το θέλω σφύριξα σαν σε πανηγύρι και φώναξα: «Γεια σου ορέ μπάρμπα-Τάσο με το κλαρίνο σ'»!

Αυτό το επιφώνημα έγινε τίτλος στην εφημερίδα «Πανηπειρωτική» (Μάης 1984) στη συνέντευξη που πήραμε απ' τον μπάρμπα - Τάσο Χαλκιά με τον Αντρέα Ρίζο, που μόλις είχε αναλάβει, τότε, την εφημερίδα.

Ο μπάρμπα-Τάσος -έτσι τον λέγαμε όλοι όσοι τον γνωρίσαμε στην «Πανηπειρωτική» - μας καλοδέχτηκε με τη γυναίκα του την κυρά-Μαρίκα στο σπίτι του στο Αιγάλεω. Ξεδίπλωσε τις μνήμες και απελευθέρωσε τα αισθήματά του. Είχε κι ένα τσίπουρο με δυόσμο απ' την Αλβανία που τέλειωσε εκεί στα μεσάνυχτα.

-Και τι νιώθεις, τι σκέφτεσαι σαν φυσάς μέσα απ' το κλαρίνο σου; τον ρωτήσαμε τότε.

Εκλεισε ελαφρά τα μάτια του και μετρώντας μία-μία τις κουβέντες του μου είπε: «Οταν, μας είπε, άρχιζα να παίζω μ' ενδιέφερε να ρωτήσω τον εαυτό μου αν μπορώ ν' αποδώσω ό,τι μου παράγγελνε ο κόσμος. Τα αισθήματά του... Οταν παίζεις... παίζεις κι ονειρεύεσαι... Είναι μερικές φορές που απ' την ομορφιά, επειδή παίζω τόσο καλά, συγκινούμαι κι εγώ κι ο ίδιος και κλαίω».

***

Ο Τ. Χαλκιάς είχε απόλυτη αίσθηση της βαριάς ευθύνης απέναντι στην παράδοση. Μιλούσε εξ ονόματος όλων των μουσικάντηδων «π' αφήκανε τα κόκαλά τους στ' όργανο» και ιδιαίτερα των Χαλκιάδων. «Εμείς, έλεγε σεμνά, πήραμε τα τραγούδια του λαού, γιατί αυτουνού είναι, γράψαμε τη μουσική κι έμειναν. Αλλιώς θα ξεχνιούνταν και θα 'φευγαν».

Ολη η συζήτηση εκείνο το βράδυ ήταν ένα σόλο κλαρίνο με μοιρολόγια και γυρίσματα.

«Ο,τι κι αν γίνει στην Ηπειρο το μοιρολόι ταιριάζει. Ακόμα και στο γάμο», έλεγε πάντα ο μπάρμπα - Τάσος και εξηγούσε: «Παλιά στην Ηπειρο, και πριν περάσουν δέκα μέρες μετά την παντρειά ο άντρας έφευγε στην ξενιτιά για να μείνει χρόνια δίσεκτα. Τι ήθελε αυτός ο κόσμος; Να γλεντήσει; Και γω σου λέω πως ήθελε να κλάψει».

Εφυγε με το μεγάλο παράπονο που δεν πήρε τη σύνταξη απ' το υπουργείο Πολιτισμού, επειδή δεν ήταν... σπουδαγμένος.

Ενα σχόλιο του «Οδηγητή» (24.5.1984, τεύχος 502) -όπου ήμουν συντάκτης- προκάλεσε την απάντηση της τότε υπουργού πολιτισμού Μ. Μερκούρη. Με επιστολή της προς την εφημερίδα υποσχέθηκε ότι θα εξαντλήσει όλες τις δυνάμεις της, για να πάρει ο μπάρμπα - Τάσος τιμητική σύνταξη.

Και θυμάμαι τον μπάρμπα - Τάσο στον Αγιο Σπυρίδωνα του Αιγάλεω, όπου τέλεσε (11.10.1989) μνημόσυνο στη μνήμη όλων των μουσικάντηδων να κουνάει την απάντηση της Μελίνας και να λέει στους δημοσιογράφους ότι η πολιτεία δεν τιμάει εκείνους που πρέπει να τιμήσει και γι' αυτό οι νέοι δε θα βρουν τίποτε απ' την παράδοση.

***

Ενα μοιρολόι τον συνόδευσε στην τελευταία του κατοικία στο Γ' Νεκροταφείο, στις 13 Αυγούστου 1992.

Ηταν το ίδιο μοιρολόι που έπαιξε ο ίδιος όταν αντίκρισε νεκρό στην αγκαλιά της γυναίκας του το μικρό παιδί του απ' τις γερμανικές βόμβες στα Γιάννινα.

Κάποιος μας το αφηγήθηκε τότε στην κηδεία, αλλά μας το επιβεβαίωσε και τούτες τις μέρες ο κοινός φίλος Ιπποκράτης Κατσένης, στον οποίο το εκμυστηρεύτηκε ο ίδιος ο μπάρμπα - Τάσος: «Δεν άντεξα. Γύρισα πίσω έβγαλα το κλαρίνο και του 'φκιαξα αυτό το μοιρολόι».

Μετά ήρθε ο χαλασμός. Μια άλλη μπόμπα ξεκλήρισε όλη την οικογένεια.

Ισως γι' αυτό το κλαρίνο του Τάσου Χαλκιά μοιάζει σα να σκούζει και σε χαρούμενους και σε θλιβερούς σκοπούς...


Γιώργος ΜΟΥΣΓΑΣ


Λαλητής των ανταρτών και των συγκεντρώσεων

«Ημουνα και καλός τσαγκάρης», έλεγε ο μπαρμπα - Τάσος

Ο Τ. Χαλκιάς παίζει κλαρίνο στους αντάρτες του ΕΛΑΣ
Ο Τ. Χαλκιάς παίζει κλαρίνο στους αντάρτες του ΕΛΑΣ
«Δεν έμεινα με σταυρωμένα χέρια μπρος στον κατακτητή» έλεγε ο Τάσος Χαλκιάς στην «Πανηπειρωτική» (Μάης 1984).

Οταν κατατάχτηκε στον ΕΛΑΣ, γλένταγε τους αντάρτες, αλλά τους έραβε και τα άρβυλα. «Ημουνα και καλός τσαγκάρης. Πόδεσα λόχους ολόκληρους», μας είπε τότε ο Τ. Χαλκιάς.

Ο μπαρμπα - Τάσος λάλησε το κλαρίνο του σε συγκεντρώσεις του ΚΚΕ και Φεστιβάλ της ΚΝΕ. Αλησμόνητη ήταν η συμμετοχή του μαζί με το γιο του Λάκη στην προεκλογική συγκέντρωση του ΚΚΕ στα Γιάννενα στις 2 Οκτώβρη 1981 με κεντρικό ομιλητή το Χ. Φλωράκη. «Πήγαμαν στα Γιάννινα» μου 'λεγε αργότερα. «Λαός πολύς. Μίλησε ο Χαρίλαος. Ωραία τα 'πε. Μετά τραγούδησε ο Λάκης. Επαιξα κι εγώ το κλαρίνο».

Την άλλη μέρα, 3 Οκτώβρη 1981, ο «Ριζοσπάστης» στην πρώτη σελίδα έγραψε για το καλλιτεχνικό πρόγραμμα με δημοτικά και ηπειρώτικα τραγούδια: «Το πλήθος παραληρεί. Κανείς δε φεύγει. Εικόνες, ατμόσφαιρα μιας μεγάλης αγωνιστικής γιορτής. Τραγουδούν μαζί με το Λ. Χαλκιά. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ασυγκράτητος χείμαρρος, παίρνει το μικρόφωνο. Η συγκέντρωση του ΚΚΕ στα Γιάννενα θα κρατήσει πολλή ώρα».

Και η συνέχεια απ' τον ίδιο το μπαρμπα - Τάσο. «Το βράδυ πήγαμε όξω, στον Αϊ - Γιώργη, να φάμε. Πλάκωσ' ο κόσμος. Πίτες, ψητά. Κάτσαμε στο τραπέζι. Απέναντί μου ήταν ο Χαρίλαος με την κυρά του. Από 'δω ο Μίκης. Από 'κει ο Λάκης».

Υπό καταρρακτώδη βροχή έπαιξε κλαρίνο στο στάδιο Καραϊσκάκη σε μια συναυλία για την Ειρήνη το 1980. Ο Αντρέας Χρονόπουλος στο βιβλίο του «Θύμησες και Σημειώσεις Τάσου Χαλκιά», γράφει: «Εβρεχε πολύ όταν ήρθε ο γιος του Τάσου Χαλκιά, ο Χρήστος, στο υπόστεγο που καθόμουν με τον αδερφό του και άλλους μουσικούς του συγκροτήματος. "Ο μπαμπάς δεν κρατιέται. Θέλει να ανέβει να παίξει", είπε προβληματισμένος στο Λάκη, ο Χρήστος... Ο τραγουδιστής Γ. Μεράτζας πήρε μια ομπρέλα και καθ' όλη τη διάρκεια που έπαιζε ο κυρ - Τάσος τον προστάτευε με αυτήν απ' τη βροχή. Εβρεχε πάρα πολύ. Κανείς δεν κουνιόταν στο στάδιο. Ολοι άκουσαν ένα μοιρολόι σε σόλο κλαρίνο. Ενα μοιρολόι συμβολικά ώριμο μέσα στις ψυχές των ανθρώπων που κυνηγούν εκδηλώσεις του είδους».


Γ. Μ.


Ο Πολιτισμός του Θέρους

...Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι σε κάθε σταυροδρόμι της ελληνικής υπαίθρου κρέμεται και ένα πανό, όπου αναγράφεται το επερχόμενο πολιτιστικό γεγονός, συνήθως, μάλιστα, με μπλε γράμματα, για να κρατιούνται και τα προσχήματα μιας υφέρπουσας εθνικοφροσύνης. Μιας «εθνικοφροσύνης», που μπορεί να μην περιγράφεται κατά λέξιν, ωστόσο, διατυπώνεται εμμέσως ως έκκληση άμυνας με το αγωνιώδες ερώτημα «μα τι κάνει η Αριστερά»; `Η «τι έκανε, επιτέλους, αυτή η Αριστερά;». Με αποτέλεσμα το εθνικό μας τοπίο, όπως άριστα σκηνοθετείται από την αμερικάνικη πολιτική αισθητική, να διαμορφώνεται με τον εξής πανάθλια αντιιστορικό τρόπο: Από τη μια μεριά, η Δεξιά που δολοφονείται ή ανησυχεί μήπως και δολοφονηθεί, και, από την άλλη, η δολοφονούσα Αριστερά, της οποίας η ιδεολογία, έτσι κι αλλιώς, είτε με τη μορφή των κλασικών της κειμένων, είτε με την πρακτική του καθημερινού της αγώνα, εκτρέφει όλες αυτές τις εγκληματικές τάσεις! Και έως εδώ οι εφιαλτικές υποψίες των νοικοκυραίων της συντήρησης και της αγωνιστικής απραξίας. Οι ανησυχίες των συνταξιούχων της νόμιμης εξόντωσης του λόγου και της σκέψης, της πράξης και της προσπάθειας να αλλάξει ο κόσμος και να κλείσει μια για πάντα η βαριά σιδερένια πόρτα των χειμερινών ανακτόρων. Ως εδώ οι περιγραφές και οι καταγγελίες των ακατάρτιστων και των «μπουραντάδων» της εθνικής υποταγής, τα πανό όμως; Τι εξαγγέλλουν τα πανό της αθάνατης ελληνικής υπαίθρου με τα μεγάλα εθνικόχρωμα γράμματα; Για ποιον «πολιτισμό», τελικά, μας μιλούν και προς τα πού απευθύνονται; Μα, ασφαλώς, για τον ένα και το μοναδικό, τον πολιτισμό των ήχων και των κλαπατσίμπαλων! Τον πολιτισμό του χαβαλέ και του νταβαντουριού! Τον πολιτισμό, που εκπροσωπείται από ένα διάσημο τραγουδιστή και από κοντά το πλήθος των ανερχόμενων ή προσφάτως ανελθόντων μουσικών συγκροτημάτων, που, στην πραγματικότητα, τραγουδούν χωρίς να «άδουν» και εκφράζονται, χωρίς να σοβαρολογούν. Και από κάτω η νεολαία, που έξαλλη συνοδεύει τα άσματα, ποδοκροτεί, αλληλοεφάπτεται και, φυσικά, ξεχνά την εφιαλτική ανεργία, τον καλπάζοντα πληθωρισμό, τη χειμαζόμενη εκπαίδευση, ακόμα και την ακρίβεια του φραπέ και του μαλακού μάρλμπορο.

Βρέθηκα κι εγώ ένα βράδυ να παρακολουθώ έναν τέτοιο επίπονο πολιτιστικό τοκετό και μελαγχόλησα! Και έτσι που δίπλωνα απελπισμένος μέσα στην οδυνηρή μου μελαγχολία αναρωτιόμουνα και απαντούσα ο ίδιος εγώ στον εαυτό μου: Να, γιατί τα τηλεοπτικά «πρωινάδικα» με τις φαινομηρίδες ξανθιές, όλων των αποχρώσεων και των σαρκικών εκφράσεων, να, γιατί τα μεταμεσημβρινά τηλεοπτικά παράθυρα με τους μαχόμενους «εκ του ασφαλούς» αναλυτές και τους καλώς πληροφορημένους δυσλεκτικούς εφημεριδογράφους, να, γιατί η ατιμώρητη διακόρευση της αθλητικής αγλωσσίας διαμορφώνουν, τελικά, το πολιτιστικό μας επίπεδο και προσδιορίζουν ασφαλώς το πολιτιστικό μας θέρος. Γιατί αν υπάρχει, έστω και μια μικρή, υπεύθυνη παραγωγή πολιτιστικής πληροφορίας πραγματοποιείται αλλού. Εκεί που δεν μπορούμε να φτάσουμε όλοι. Εκεί που φτάνουν μόνον εκείνοι που έχουν στην τσέπη τους βαθιά φυλαγμένα τα απαιτούμενα ξενόφερτα «ευρώ», ή τις «ex ofihcio» δικαιούμενες προσκλήσεις, που πάει να πει «περάστε κύριε πρόεδρε, κύριε γενικέ, κύριε υπουργέ», ή, γενικώς, περάστε όλοι εσείς που δεν αντιλαμβάνεστε, ενώ έπρεπε, ότι την ίδια στιγμή στα βραχάκια κάποιας ανώνυμης υπαίθρου, στο φτωχό γήπεδο κάποιου νεοκαποδιστριακού δήμου ή στον αυλόγυρο κάποιας ξεχασμένης αγίας Παρασκευής ή το πολύ ενός γραφικού ορεσίβιου προφήτη Ηλία, ο νεοελληνικός πολιτισμός κακοποιείται από τις παράφωνες μεγαφωνικές εγκαταστάσεις που έχουν αναλάβει, με έξοδα της φτωχής νομαρχιακής αυτοδιοίκησης να ανανεώσουν τις νότες ενός κουρασμένου μεγάλου τραγουδιστή, ενώ ταυτόχρονα πνίγεται από την κνίσα του παρακείμενου κινητού σουβλατζίδικου. Και ο «Κουφοντίνας» παρακολουθεί με την προσωπική του κερήθρα στην αγκαλιά!


Του
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ