...Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι σε κάθε σταυροδρόμι της ελληνικής υπαίθρου κρέμεται και ένα πανό, όπου αναγράφεται το επερχόμενο πολιτιστικό γεγονός, συνήθως, μάλιστα, με μπλε γράμματα, για να κρατιούνται και τα προσχήματα μιας υφέρπουσας εθνικοφροσύνης. Μιας «εθνικοφροσύνης», που μπορεί να μην περιγράφεται κατά λέξιν, ωστόσο, διατυπώνεται εμμέσως ως έκκληση άμυνας με το αγωνιώδες ερώτημα «μα τι κάνει η Αριστερά»; `Η «τι έκανε, επιτέλους, αυτή η Αριστερά;». Με αποτέλεσμα το εθνικό μας τοπίο, όπως άριστα σκηνοθετείται από την αμερικάνικη πολιτική αισθητική, να διαμορφώνεται με τον εξής πανάθλια αντιιστορικό τρόπο: Από τη μια μεριά, η Δεξιά που δολοφονείται ή ανησυχεί μήπως και δολοφονηθεί, και, από την άλλη, η δολοφονούσα Αριστερά, της οποίας η ιδεολογία, έτσι κι αλλιώς, είτε με τη μορφή των κλασικών της κειμένων, είτε με την πρακτική του καθημερινού της αγώνα, εκτρέφει όλες αυτές τις εγκληματικές τάσεις! Και έως εδώ οι εφιαλτικές υποψίες των νοικοκυραίων της συντήρησης και της αγωνιστικής απραξίας. Οι ανησυχίες των συνταξιούχων της νόμιμης εξόντωσης του λόγου και της σκέψης, της πράξης και της προσπάθειας να αλλάξει ο κόσμος και να κλείσει μια για πάντα η βαριά σιδερένια πόρτα των χειμερινών ανακτόρων. Ως εδώ οι περιγραφές και οι καταγγελίες των ακατάρτιστων και των «μπουραντάδων» της εθνικής υποταγής, τα πανό όμως; Τι εξαγγέλλουν τα πανό της αθάνατης ελληνικής υπαίθρου με τα μεγάλα εθνικόχρωμα γράμματα; Για ποιον «πολιτισμό», τελικά, μας μιλούν και προς τα πού απευθύνονται; Μα, ασφαλώς, για τον ένα και το μοναδικό, τον πολιτισμό των ήχων και των κλαπατσίμπαλων! Τον πολιτισμό του χαβαλέ και του νταβαντουριού! Τον πολιτισμό, που εκπροσωπείται από ένα διάσημο τραγουδιστή και από κοντά το πλήθος των ανερχόμενων ή προσφάτως ανελθόντων μουσικών συγκροτημάτων, που, στην πραγματικότητα, τραγουδούν χωρίς να «άδουν» και εκφράζονται, χωρίς να σοβαρολογούν. Και από κάτω η νεολαία, που έξαλλη συνοδεύει τα άσματα, ποδοκροτεί, αλληλοεφάπτεται και, φυσικά, ξεχνά την εφιαλτική ανεργία, τον καλπάζοντα πληθωρισμό, τη χειμαζόμενη εκπαίδευση, ακόμα και την ακρίβεια του φραπέ και του μαλακού μάρλμπορο.
Βρέθηκα κι εγώ ένα βράδυ να παρακολουθώ έναν τέτοιο επίπονο πολιτιστικό τοκετό και μελαγχόλησα! Και έτσι που δίπλωνα απελπισμένος μέσα στην οδυνηρή μου μελαγχολία αναρωτιόμουνα και απαντούσα ο ίδιος εγώ στον εαυτό μου: Να, γιατί τα τηλεοπτικά «πρωινάδικα» με τις φαινομηρίδες ξανθιές, όλων των αποχρώσεων και των σαρκικών εκφράσεων, να, γιατί τα μεταμεσημβρινά τηλεοπτικά παράθυρα με τους μαχόμενους «εκ του ασφαλούς» αναλυτές και τους καλώς πληροφορημένους δυσλεκτικούς εφημεριδογράφους, να, γιατί η ατιμώρητη διακόρευση της αθλητικής αγλωσσίας διαμορφώνουν, τελικά, το πολιτιστικό μας επίπεδο και προσδιορίζουν ασφαλώς το πολιτιστικό μας θέρος. Γιατί αν υπάρχει, έστω και μια μικρή, υπεύθυνη παραγωγή πολιτιστικής πληροφορίας πραγματοποιείται αλλού. Εκεί που δεν μπορούμε να φτάσουμε όλοι. Εκεί που φτάνουν μόνον εκείνοι που έχουν στην τσέπη τους βαθιά φυλαγμένα τα απαιτούμενα ξενόφερτα «ευρώ», ή τις «ex ofihcio» δικαιούμενες προσκλήσεις, που πάει να πει «περάστε κύριε πρόεδρε, κύριε γενικέ, κύριε υπουργέ», ή, γενικώς, περάστε όλοι εσείς που δεν αντιλαμβάνεστε, ενώ έπρεπε, ότι την ίδια στιγμή στα βραχάκια κάποιας ανώνυμης υπαίθρου, στο φτωχό γήπεδο κάποιου νεοκαποδιστριακού δήμου ή στον αυλόγυρο κάποιας ξεχασμένης αγίας Παρασκευής ή το πολύ ενός γραφικού ορεσίβιου προφήτη Ηλία, ο νεοελληνικός πολιτισμός κακοποιείται από τις παράφωνες μεγαφωνικές εγκαταστάσεις που έχουν αναλάβει, με έξοδα της φτωχής νομαρχιακής αυτοδιοίκησης να ανανεώσουν τις νότες ενός κουρασμένου μεγάλου τραγουδιστή, ενώ ταυτόχρονα πνίγεται από την κνίσα του παρακείμενου κινητού σουβλατζίδικου. Και ο «Κουφοντίνας» παρακολουθεί με την προσωπική του κερήθρα στην αγκαλιά!
Του
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ