Απροκάλυπτος κυβερνητικός εμπαιγμός για τα λαϊκά στρώματα. Ακόμη και οι εξαγγελίες για τη «φορολογία εισοδήματος» περιέχουν ρυθμίσεις ενίσχυσης των οικονομικά ισχυρών
Στην κορύφωσή της βρέθηκε την περασμένη βδομάδα η κυβερνητική ψευδολογία γύρω από την προωθούμενη «φορολογική μεταρρύθμιση», σχετικά με τους ωφελημένους και τους χαμένους από τη συντελούμενη αναδιάρθρωση του φορολογικού συστήματος. Πρόκειται για τις εξαγγελίες που αφορούν την τρίτη φάση του «φορολογικού πακέτου», με τις «κυριότερες αλλαγές στη φορολογία εισοδήματος». Είχαν προηγηθεί οι εξαγγελίες για την απλοποίηση του συστήματος (φαινομενικά ουδέτερες και μάλλον «αδιάφορες» για τα λαϊκά στρώματα). Ομως, όταν πήραν σάρκα και οστά στο σχετικό νομοσχέδιο που κατέθεσαν, κατακαλόκαιρο, στη Βουλή, φρόντισαν να προσθέσουν «στα κρυφά» τις διατάξεις για την αύξηση πάνω από 10% στα τέλη κυκλοφορίας.
Επειδή, λοιπόν, παρόμοια παραδείγματα είναι πάρα πολλά. Επειδή οι πρόσφατες εξαγγελίες έχουν δρόμο μπροστά τους μέχρι να πάρουν τη μορφή νομοσχεδίου και ακόμα παραπέρα να εξειδικευτούν και εμπλουτιστούν με ερμηνευτικές εγκυκλίους του υπουργείου Οικονομίας, έχουμε λοιπόν κάθε λόγο να αμφιβάλλουμε ακόμη και γι' αυτές τις παραπλανητικές και ψευδεπίγραφες «φοροελαφρύνσεις» που διατυμπάνιζαν εδώ και καιρό, πριν από τις επίσημες ανακοινώσεις. Αλλωστε απομένει και η «τέταρτη φάση» του εν λόγω κυβερνητικού εγχειρήματος, με τα νέα φοροχαράτσια πάνω στη μικρή ακίνητη ιδιοκτησία. Τα μέτρα αυτά - και άλλα παρόμοια - για πολύ ευνόητους λόγους σκοπεύουν να τα ανακοινώσουν μετά τις δημοτικές εκλογές του Οκτώβρη.
Σταχυολογούμε εδώ ορισμένα μόνο χαρακτηριστικά παραδείγματα της κυβερνητικής ψευδολογίας και μόνον από τις τελευταίες εξαγγελίες (τρίτη φάση) για τη «φορολογία του εισοδήματος»:
Το ψευδεπίγραφο «πακέτο της φορολογικής ελάφρυνσης» των χαμηλόμισθων και συνταξιούχων περιλαμβάνει ακόμη και φορολογικά κίνητρα για την ενίσχυση της ιδιωτικής ασφάλισης και των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών! Ετσι η έκπτωση ασφαλίστρων που καταβάλλουν οι επιχειρήσεις για ομαδική ασφάλιση του προσωπικού αυξάνει στα 1.000 ευρώ ανά εργαζόμενο, ενώ μέχρι σήμερα μπορούσε να φτάσει το πολύ μέχρι τα 441 ευρώ. Τα λαϊκά στρώματα δεν πρέπει να παραξενευτούν ούτε για το γεγονός ότι τα μέτρα ενίσχυσης της ιδιωτικής ασφάλισης βαφτίζονται από την κυβέρνηση «μέτρα ενίσχυσης της μακροχρόνιας ασφάλισης»...
Ο «Ρ» παρουσιάζει αναλυτικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει ότι οι επιβαρύνσεις (που θίγουν τη συντριπτική πλειοψηφία των φορολογουμένων) είναι πολλαπλάσιες των ελαφρύνσεων (που αφορούν ελάχιστους)
Η μια πλευρά της φορολογικής μεταρρύθμισης, που πρόβαλε μονόπλευρα η κυβέρνηση και τα φιλικά προσκείμενα σ' αυτήν Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, μας πληροφορεί ότι για ορισμένες κατηγορίες φορολογικών κλιμακίων προκύπτουν ελαφρύνσεις από 105 έως και 180 Ευρώ! Αυτή είναι σε τελική ανάλυση η φορολογική πρόταση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για τα λαϊκά στρώματα. Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά - αυτή των επερχόμενων φορολογικών επιβαρύνσεων - την οποία η κυβέρνηση προσπάθησε επιμελώς να αποκρύψει. Και από τα παραδείγματα που κάναμε προκύπτει ότι οι φορολογικές επιβαρύνσεις για μεσαία και πάνω εισοδηματικά κλιμάκια είναι πολλαπλές, καθώς ξεκινούν από 249 Ευρώ έως και 339 Ευρώ. Αυτό θα φανεί με τα παραδείγματα που θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια.
Πριν από αυτό θα θέλαμε να επισημάνουμε κάτι που δεν απαιτούνται ιδιαίτερες γνώσεις Πολιτικής Οικονομίας για να το κατανοήσει κάποιος. Οτι σαν γενική αρχή, η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων καθορίζεται από διάφορους παράγοντες, όπως το ύψος του ακαθάριστου και καθαρού μισθού και το ρυθμό μεταβολής του, το επίπεδο του πληθωρισμού, από το εάν βασικές υπηρεσίες όπως η υγεία και η παιδεία, οι μεταφορές, οι τηλεπικοινωνίες, η ενέργεια προσφέρονται με κριτήρια αγοράς ή με κοινωνικά κριτήρια κλπ. Σε τελική ανάλυση, το ύψος του μισθού στις συγκεκριμένες κοινωνικές ταξικές συνθήκες καθορίζεται από το επίπεδο, την ποιότητα της ταξικής πάλης. Και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία σήμερα, γιατί οι εργαζόμενοι πρέπει να κατανοήσουν ότι η βελτίωση των γενικότερων συνθηκών της ζωής τους εξαρτάται άμεσα από την προοπτική και την ένταση των κοινωνικών αγώνων και όχι φυσικά από κάποια μεσσιανικά πακέτα... ανταποδοτικής φύσης (όρα εκλογές) που ανακοινώνουν με αρκετή δόση υποκρισίας και με πολλή πονηριά οι πολιτικοί εκπρόσωποι της ολιγαρχίας.
Παραθέτουμε στη συνέχεια τα αποτελέσματα από στοιχεία που επεξεργάστηκε ο «Ρ», για το ύψος της φορολογικής επιβάρυνσης ανά εισοδηματικό κλιμάκιο για τα έτη 2002 και 2003 α) με το ισχύον φορολογικό σύστημα (για το έτος 2002) και β) με τα νέα φορολογικά μέτρα που εξάγγειλε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ (για το έτος 2003).
Για τον προσδιορισμό της φορολογικής επιβάρυνσης του 2002 και του 2003 λαμβάνουμε υπόψη μόνο το εισόδημα του φορολογούμενου, την οικογενειακή του κατάσταση (άγαμος, παντρεμένος κλπ.) και τις εκπιπτώμενες δαπάνες με αποδείξεις. Για το έτος 2002 οι εκπιπτώμενες δαπάνες με αποδείξεις ανέρχονται σε 300.000 δρχ. (880,4 ευρώ), ενώ για το 2003 μειώνονται σε 500 ευρώ (170.000 δραχμές). Επίσης, προσαυξήσαμε το εισόδημα του 2003 κατά 5%.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, προκύπτει η ακόλουθη εικόνα:
Για τα εισοδήματα του 2002 μέχρι 13.200 Ευρώ, (4.498.000 δρχ.) τα οποία με την προσαύξηση του 5% διαμορφώνονται το 2003 στα 13.860 Ευρώ (4.722.800 δρχ.), υπάρχει μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης από 2 μέχρι 105 ευρώ (!) ή 35.779 δρχ. το έτος (δηλαδή 2.555 δραχμές το μήνα). Η ελάφρυνση αυτή των 105 Ευρώ προκύπτει για το ατομικό εισόδημα των 10.000 Ευρώ, το οποίο το 2003 θα διαμορφωθεί στα 10.500 Ευρώ. Στην περίπτωση αυτή, κατατάσσονται οι τυχεροί, οι ευνοούμενοι από τη φορολογική μεταρρύθμιση.
Εκτός από τους τυχερούς, υπάρχουν και οι άτυχοι, για τους οποίους η φορολογική μεταρρύθμιση επιφυλάσσει νέες επιβαρύνσεις. Συγκεκριμένα, με τη θεσμοθέτηση των νέων φορολογικών μέτρων, από το εισόδημα των 13.300 Ευρώ και άνω προκύπτει επιβάρυνση η οποία ξεκινάει από 14 Ευρώ μέχρι και 535 Ευρώ. Ετσι:
Στην περίπτωση του έγγαμου με ένα παιδί, μέχρι το εισόδημα των 15.200 Ευρώ (5.179.400 δρχ.) προκύπτει μείωση φόρου από 2 έως και 158 Ευρώ! Η υψηλότερη αυτή μείωση φόρου αφορά το εισόδημα των 11.000 Ευρώ (το 2003 αναπροσαρμόζεται στα 11.550 Ευρώ) το οποίο για το 2002 επιβαρύνεται με φόρο 255 Ευρώ και το 2003 με φόρο 158 Ευρώ. Από το εισόδημα των 15.300 Ευρώ και άνω, με τα νέα μέτρα προκύπτει επιβάρυνση φόρου από 1 Ευρώ μέχρι και 279 Ευρώ. Ετσι το εισόδημα των 25.000 Ευρώ το 2002 επιβαρύνεται με φόρο 4.165 Ευρώ, ενώ το αναπροσαρμοσμένο κατά 5% εισόδημα των 26.250 Ευρώ επιβαρύνεται με 4.444 Ευρώ φόρους (επιβάρυνση 6,7% ή 279 Ευρώ).
Στις περιπτώσεις φορολογουμένων με 2 παιδιά και για εισοδήματα μέχρι τα 17.300 Ευρώ (5.894.975 δρχ.) προκύπτει μείωση φόρου μέχρι 180 Ευρώ (61.335 δρχ. το έτος ή 4.381 δρχ. το μήνα). Η μείωση φόρου των 180 Ευρώ σημειώνεται στα εισοδήματα των 11.900 και 12.000 Ευρώ. Αντίθετα για εισοδήματα πάνω από 17.400 Ευρώ προκύπτει φορολογική επιβάρυνση, η οποία ξεκινάει από 1 έως και 249 Ευρώ για το εισόδημα των 25.000 Ευρώ.
Στο στόχαστρο της κυβέρνησης οι ενδιαφερόμενοι να αποκτήσουν πρώτη κατοικία
Η επίθεση της κυβέρνησης στην υπόθεση «απόκτηση πρώτης κατοικίας» ξεκινά από τα τέλη της δεκαετίας του '80 και από ό,τι φαίνεται δεν έχει τέλος, μια και πάντα διαπιστώνεται πως... υπάρχουν και χειρότερα. Και οι κυβερνώντες στην προσπάθειά τους είτε να αυξήσουν τα δημόσια έσοδα είτε να στηρίξουν τους τραπεζίτες, δε διστάζουν να δημιουργούν όλο και περισσότερα εμπόδια στα εργατικά νοικοκυριά, που αγωνιούν να ξεφύγουν από το βραχνά το ενοικίου. Και δε διστάζουν, επειδή γνωρίζουν ότι όσοι προσπαθούν να αποκτήσουν μόνιμη και σταθερή οικογενειακή εστία, πασχίζουν μέχρι τέλους, βγάζοντας ακόμα και από τη μύγα ξίγκι, προκειμένου να υλοποιήσουν μια στοιχειώδη και πάγια ανάγκη, που στην εποχή μας έχει γίνει όνειρο.
Τότε, τη δεκαετία του '80, η κυβέρνηση ουσιαστικά κατάργησε τα προγράμματα του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας, παραδίνοντας τους εργαζόμενους βορά στον τραπεζικό δανεισμό. Αργότερα, η ΝΔ, μείωσε το ποσοστό της επιδότησης των δανείων για αγορά πρώτης κατοικίας. Στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας το ΠΑΣΟΚ πάλι, μείωσε την περίοδο επιδότησης των σχετικών τραπεζικών δανείων στο μισό του χρόνου αποπληρωμής τους και άλλαξε τον τρόπο υπολογισμού της. Σα να μην έφταναν όλα αυτά και σε μια περίοδο που οι ενδιαφερόμενοι αναγκάζονται να πάρουν δάνεια 20 και 25 χρόνων ορίστηκε ανώτατη περίοδος επιδότησης τα 7,5 χρόνια. Με δυο λόγια, το μόνο σχεδόν όφελος που είχε απομείνει για όσους πάλευαν και κατάφερναν να αποκτήσουν πρώτη κατοικία, ήταν η αφαίρεση των ετήσιων τόκων από το φορολογητέο εισόδημά τους.
Τώρα, με τη νέα φορολογική μεταρρύθμιση, χάνεται κι αυτό το όφελος, αφού οι τόκοι για τα δάνεια που θα συνάπτονται από την 1η του επόμενου Γενάρη, δε θα αφαιρούνται πλέον από το εισόδημα, αλλά θα υπολογίζονται -αφαιρούνται με συντελεστή 15% από το φόρο. Αυτό όμως θα έχει τραγικά αποτελέσματα και ιδού η απόδειξη:
Εστω οικογένεια με δύο παιδιά, στην οποία εργάζεται ο ένας σύζυγος που φέτος έχει ετήσιο εισόδημα 20.540 ευρώ. Η οικογένεια πέρσι είχε αποκτήσει πρώτη κατοικία και οι τόκοι που θα πληρώσει όλο το 2002 υπολογίζονται στα 4.600 ευρώ. Ακόμα έχει ιατρικές δαπάνες 1.500 ευρώ, ενώ δικαιούται και τη φορολογική έκπτωση για οικογενειακές δαπάνες των 3.000 ευρώ. Ο φορολογούμενος αυτός με την εκκαθάριση της φορολογικής του δήλωσης θα πληρώσει φόρο 927 ευρώ.
Αν υποθέσουμε ότι η ίδια ακριβώς οικογένεια, δεν ...πρόλαβε να αποκτήσει πέρσι το δικό της κεραμίδι και το καταφέρνει το 2003. Με τη φορολογική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης θα είχε να αντιμετωπίσει την εξής εικόνα: