ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 15 Δεκέμβρη 2002
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΟΡΥΦΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΠΕΓΧΑΓΗ

Η Σύνοδος Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην Κοπεγχάγη έλαβε τέλος. Τα μεγάλα προβλήματα για τους λαούς τα οποία δημιουργούν οι αποφάσεις της, είτε παλιά που αναπαράγονται είτε νέα, οξύνονται. Μπορεί οι πανηγυρισμοί των ηγετών των κρατών - μελών της Ενωσης για τις επιτυχίες τους να ήταν το απαραίτητο στοιχείο του κλεισίματος μιας ακόμη Συνόδου Κορυφής και όχι άδικα, αφού διευρύνεται η εκμετάλλευση λαών. Μπορεί η ελληνική κυβέρνηση και οι πολιτικές δυνάμεις της πλουτοκρατίας να καμώνονται ευτυχείς για μια ακόμη ιστορική όπως τη χαρακτηρίζουν νίκη με την ένταξη της Κύπρου, αφού ήταν δική τους στρατηγική. Βεβαίως με την «ευρωδιχοτόμηση», αυτό πέτυχαν, «τη νύφη πληρώνει» ο κυπριακός και ο ελληνικός λαός. Το μέγεθος των αρνητικών συνεπειών βεβαίως δε θα αργήσει να φανεί. Κατά τ' άλλα δεν έλειψαν και οι εκδηλώσεις αντιθέσεων και οι δυσκολίες για τη διεύρυνση, αφού οι λαοί των νέων χωρών που εντάσσονται, κυρίως οι αγροτικοί πληθυσμοί, αντιδρούν, αφού αυτοί θα σηκώσουν τα δυσβάσταχτα βάρη αυτής της υπόθεσης. Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν πιο αναλυτικά τι έγινε στη Σύνοδο και τι σημαίνουν για τους λαούς οι αποφάσεις της.

Αντιθέσεις και ανταγωνισμοί

Στην αθέατη πλευρά της Συνόδου της Κοπεγχάγης ανήκουν και οι έντονοι ανταγωνισμοί τόσο μεταξύ των «εταίρων» όσο και μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των ΗΠΑ. Οι ανταγωνισμοί αυτοί ακολουθούν τους «δεκαπέντε» σε κάθε τους βήμα στην πορεία προς την οικονομική και πολιτική «ενοποίηση», αλλά και στις σχέσεις τους με τους «Αμερικανούς φίλους». Τώρα, όμως, φαίνεται να εκδηλώνονται με μεγαλύτερη οξύτητα εξαιτίας τριών παραγόντων: του επαπειλούμενου πολέμου κατά του Ιράκ, της παράλληλης διεύρυνσης του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και τέλος της οικονομικής κρίσης που εκδηλώνεται με διαφορετικούς τρόπους και διαφορετική ένταση στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Στην Κοπεγχάγη, λοιπόν, είχαμε κατ' αρχήν την επίμονη πίεση των Αμερικανών προς τους «δεκαπέντε» και κυρίως στο γερμανογαλλικό άξονα για την απόδοση στην Τουρκία μιας ημερομηνίας έναρξης των διαπραγματεύσεων για την ένταξή της στην ΕΕ. Για τις ΗΠΑ ο ρόλος και η σημασία της Τουρκίας είναι προφανείς. Η συμμετοχή της Τουρκίας στην επιδρομή κατά του Ιράκ είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τους Αμερικανούς, για ευνόητους λόγους. Εξίσου ευνόητοι είναι οι λόγοι για τους οποίους θέλουν την Τουρκία σταθερό εταίρο στην περιοχή των πετρελαίων της Αραβικής χερσονήσου, της Κασπίας, της Ευρασίας. Ομως η αντιμετώπιση των μεγάλων και πολλών οικονομικών προβλημάτων της Τουρκίας απαιτεί τεράστια ποσά τα οποία οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν να πληρώνουν εξ ολοκλήρου. Από την άλλη θέλουν την εδραίωση μιας πολιτικής σταθερότητας και ενός «ευρωατλαντικού» προσανατολισμού. Είναι γνωστή όμως και η ανησυχία για μια πιθανή άνοδο του ισλαμικού φουνταμενταλισμού, ο οποίος μπορεί να απειλήσει αυτά τα χαρακτηριστικά και πάντως δύσκολο φαίνεται να τον υποτάξουν στα σχέδιά τους οι ιμπεριαλιστές. Κατά την άποψη, λοιπόν, των ΗΠΑ, η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ συνδυάζει όλους αυτούς τους στόχους.

Από την πλευρά τους τόσο οι Γερμανοί, όσο και οι Γάλλοι, δε συμφωνούν με μια τέτοια προοπτική. Πίσω τους στοιχίζονται και πολλές άλλες χώρες - μέλη της ΕΕ, όπως οι σκανδιναβικές και οι κεντροευρωπαϊκές. Για τις δυνάμεις αυτές, η ένταξη της Τουρκίας θα αλλοίωνε δραστικά το χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και θα ματαίωνε τις προσδοκίες τους για μια ισχυρή αυτονομημένη παρουσία, οικονομική και πολιτική, στη διεθνή σκηνή ακόμα και σε αντίθεση με τις ΗΠΑ. Η ένταξη της Τουρκίας θα δυσκόλευε την ΕΕ να ενισχύσει ακόμη πιο αποφασιστικά το ρόλο της ως ιμπεριαλιστικό κέντρο στην αντίθεσή της με τις ΗΠΑ. Η Τουρκία με τον πληθυσμό των 68 εκατομμυρίων θα είναι μια «μεγάλη δύναμη» στην ΕΕ που θα επηρεάζει άμεσα τις αποφάσεις. Αυτό σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερα στενές σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ, δημιουργεί την πεποίθηση στους Γάλλους και τους Γερμανούς ότι θα έχουν ένα ακόμη μακρύ χέρι των Αμερικανών (εκτός των Βρετανών) στο «μαγαζί» τους. Βεβαίως αναγνωρίζουν και οι ίδιοι ότι η ΕΕ πρέπει να οικοδομήσει μια στενή και δυνατή σχέση με την Τουρκία αν θέλει να «παίξει» στην ευαίσθητη αυτή περιοχή του κόσμου. Μια σχέση όμως που θα φτάνει μέχρι τον προθάλαμο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και όχι παραπέρα.

Υπό αυτές τις συνθήκες, οι πιέσεις του Αμερικανού προέδρου για την ημερομηνία έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας και οι δημόσιες δηλώσεις του προκάλεσαν την ενόχληση των κ.κ. Σρέντερ και Σιράκ, αλλά και άλλων Ευρωπαίων ηγετών οι οποίοι με την απόφασή τους να παραπέμψουν στο μέλλον την ικανοποίηση αυτού του αιτήματος, δεν έστελναν μήνυμα μόνο στον κ. Ερντογάν, αλλά κυρίως στον πρόεδρο Μπους. Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο γερμανογαλλικός άξονας απέχει πολύ ακόμη από το να μπορεί να αμφισβητεί τα πρωτεία των ΗΠΑ ακόμα και στην ίδια την Ευρώπη. Η συμβιβαστική φόρμουλα η οποία τελικά ψηφίστηκε από τη Σύνοδο για την εξέταση του τουρκικού αιτήματος στα τέλη του 2004, δείχνει το πόσο μπορούν οι Σρέντερ και Σιράκ να «υψώνουν ανάστημα» μπροστά στην ηγέτιδα δύναμη της ιμπεριαλιστικής «Νέας Τάξης». Από την τελική έκβαση του θέματος προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί δεν πρέπει ούτε να υποτιμούνται, ούτε και το αντίθετο. Η σωστή τους εκτίμηση όμως μπορεί να βοηθήσει σημαντικά τους λαούς και τα κινήματά τους.

ΚΥΠΡΙΑΚΟ
Η «ιστορική επιτυχία» της ... «ευρωδιχοτόμησης»

Η απόφαση της Συνόδου της Κοπεγχάγης για την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση αλλάζει τα δεδομένα του κυπριακού προβλήματος. Οι πανηγυρισμοί της κυβέρνησης δεν μπορούν να κρύψουν τη σκληρή πραγματικότητα. Παρά τις «επικοινωνιακές» προσπάθειες του κυβερνητικού επιτελείου, για να εμφανιστεί η απόφαση της Συνόδου ως «ιστορική επιτυχία», στην Κοπεγχάγη άνοιξε ουσιαστικά ο δρόμος για τη λεγόμενη «ευρωδιχοτόμηση». Η προσεκτική ανάγνωση της απόφασης δείχνει ότι η απόφαση της Κοπεγχάγης είναι μια χειρότερη εκδοχή ακόμη και αυτής της απόφασης της Συνόδου του Ελσίνκι (Δεκέμβρης 1999).

Αν εξαιρέσουμε ορισμένες «ασαφείς» διατυπώσεις, οι οποίες δίνουν τη δυνατότητα σε όλες τις πλευρές να τις «διαβάζουν» κατά το δοκούν, η τελευταία παράγραφος, η οποία αναφέρεται στο «βόρειο τμήμα» της Κύπρου δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες, αφού παγιώνει τη «γραμμή του Αττίλα».

Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος του προβλήματος, παραθέτουμε ολόκληρη την απόφαση σχετικά με την ένταξη της Κύπρου από το σχέδιο συμπερασμάτων της Συνόδου της Κοπεγχάγης:

«Σύμφωνα με την προαναφερόμενη παράγραφο 3, δεδομένου ότι οι διαπραγματεύσεις προσχώρησης με την Κύπρο ολοκληρώθηκαν, η Κύπρος θα γίνει δεκτή ως νέο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ωστόσο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιβεβαιώνει τη σαφή του προτίμηση για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση μιας ενωμένης Κύπρου. Σ' αυτό το πλαίσιο εκφράζει ικανοποίηση για τη δέσμευση των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις, με στόχο την επίτευξη συνολικής διευθέτησης του κυπριακού προβλήματος έως τις 28 Φεβρουαρίου 2003, με βάση τις προτάσεις του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πιστεύει ότι οι επόμενες εβδομάδες προσφέρουν μια μοναδική ευκαιρία για την επίτευξη διευθέτησης και απευθύνει έκκληση στους ηγέτες της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής πλευράς να επωφεληθούν αυτής της ευκαιρίας.

Η Ενωση επαναλαμβάνει ότι είναι πρόθυμη να προσαρμόσει τους όρους διευθέτησης στη Συνθήκη Προσχώρησης, σύμφωνα με τις αρχές στις οποίες στηρίζεται η Ευρωπαϊκή Ενωση. Σε περίπτωση διευθέτησης, το Συμβούλιο, ενεργώντας ομόφωνα βάσει προτάσεων της Επιτροπής, θα αποφασίσει σχετικά με τις προσαρμογές των όρων προσχώρησης της Κύπρου στην ΕΕ, όσον αφορά την τουρκοκυπριακή κοινότητα.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε ότι, εάν δεν υπάρξει διευθέτηση, η εφαρμογή του κεκτημένου στο βόρειο τμήμα της Νήσου αναστέλλεται, έως ότου το Συμβούλιο λάβει ομόφωνα διαφορετική απόφαση, βάσει πρότασης της Επιτροπής».

Ο αναγνώστης μπορεί να κρίνει αν η απόφαση αυτή είναι μια «καθαρή» απόφαση για ένταξη της Κύπρου «χωρίς όρους, προϋποθέσεις και αστερίσκους», όπως διατείνεται ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης. Πολύ περισσότερο, αν πρόκειται για ένταξη χωρίς διασύνδεση με την πορεία του Κυπριακού προβλήματος.

Η αποφυγή κάθε αναφοράς στο καθεστώς του «βορείου τμήματος» «αποχρωματίζει» και το πρόβλημα, ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής, χαρακτηρισμός που δόθηκε από τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για το Κυπριακό.

Στην ουσία (και αυτό δεν το αρνείται η κυβέρνηση) με την απόφαση της Κοπεγχάγης εντάσσεται στην Ευρωπαϊκή Ενωση το νότιο τμήμα της Κύπρου, το ελεύθερο μέρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, όρος που απουσιάζει από την απόφαση. Εδώ αξίζει να θυμηθούμε με ποιον τρόπο είχε αντιδράσει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 1994, όταν ο τότε πρόεδρος της Κομισιόν, Ζακ Ντελόρ, είχε δηλώσει ότι η απόφαση για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με την Κύπρο θα οδηγούσε στην ένταξη της «νότιας Κύπρου». Αυτό που τότε χαρακτηριζόταν από τα στελέχη της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ τουλάχιστον απαράδεκτο, σήμερα βαφτίζεται «ιστορική επιτυχία».

Στα πλαίσια της ιμπεριαλιστικής στρατηγικής

Βεβαίως, η «επόμενη μέρα» της Κοπεγχάγης βρίσκει την Κύπρο και τον κυπριακό λαό απέναντι σε ένα δραματικό δίλημμα. Αν στο ένα σκέλος αυτού του διλήμματος είναι η «ευρωδιχοτόμηση», που προωθείται με την ένταξη της Κύπρου, στο άλλο βρίσκεται το «σχέδιο Ανάν», που προωθεί τη συγκαλυμμένη διχοτόμηση και τη συνομοσπονδία, σε ένα σχήμα με ελάχιστα περιθώρια επιβίωσης.

Ομως, οποιαδήποτε προσέγγιση του Κυπριακού και της πορείας του έως αυτή την κατάληξη, υπό τις νέες συνθήκες, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή έξω από το πλαίσιο που ορίζουν οι στρατηγικοί σχεδιασμοί των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Οι δυνάμεις αυτές, με μόνιμο στόχο τη ΝΑΤΟποίηση της Κύπρου από τη δεκαετία του 1960 προωθούσαν τη διχοτόμηση καθ' οιονδήποτε τρόπο. Ετσι και τώρα. Είναι, όμως, πρόκληση στην ιστορική μνήμη τόσο του κυπριακού λαού, όσο και του ελληνικού, να γιορτάζεται σήμερα ως «ιστορική επιτυχία» αυτή η προοπτική.

Τι στοίχισε η διεύρυνση στους λαούς των νέων μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης

Το «παζάρι της διεύρυνσης», που στήθηκε στη Σύνοδο της Κοπεγχάγης τα είχε όλα και πριν από όλα είχε χαμένους και κερδισμένους. Είχε, όμως, και πολύ παρασκήνιο και αλισβερίσι και εκπτώσεις και ξεπούλημα και εκβιασμούς. Στο τέλος, όλοι, τόσο οι «δεκαπέντε», όσο και οι νέοι «δέκα» ύψωσαν τα ποτήρια τους υπέρ της μιας Ενωσης «η οποία έχει αναδειχτεί σε κινητήρια δύναμη για την ειρήνη, τη δημοκρατία, τη σταθερότητα και την ευημερία στην ευρωπαϊκή ήπειρο».

Μέσα στα μεγάλα λόγια και τη σαμπάνια ξέχασαν τι απάντησε πριν από δέκα μέρες ο προεδρεύων της Συνόδου, Αντερς Φόου Ράσμουνσεν, όταν ρωτήθηκε από τους δημοσιογράφους για το ποια θα είναι η μεγαλύτερη πρόκληση της Συνόδου της Κοπεγχάγης. Ο Δανός πρωθυπουργός είπε με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «H μεγάλη πρόκληση είναι να συμφωνήσουμε για τα ...χρήματα»!

Αυτό ήταν! Στην Κοπεγχάγη η συζήτηση για τη διεύρυνση δεν έγινε μόνο για τα χρήματα, που θα δώσει η Ευρωπαϊκή Ενωση στα νέα δέκα κράτη- μέλη, αλλά και τα χρήματα που προσδοκά να κερδίσει από το άνοιγμα μιας τεράστιας νέας αγοράς, όσο και για τα χρήματα που θα καρπωθούν οι πολυεθνικές και τα μονοπώλια από την άφθονη και φθηνή εργατική δύναμη από τις χώρες αυτές.

Τα οκτώ από τα δέκα νέα κράτη - μέλη βρίσκονται στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη σε μια περιοχή που κάποτε ονομαζόταν «η μεγάλη αυλή της Γερμανίας». Η Ευρωπαϊκή Ενωση και ειδικά οι ιθύνουσες δυνάμεις της θεωρούσαν, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, τις χώρες αυτές, λεία από την ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων. Η λεηλασία των πλουτοπαραγωγικών τους πηγών ήταν ασύλληπτη, η συστηματική διείσδυση του κεφαλαίου, σε συνάρτηση με την επιβολή δρακόντειων μεταρρυθμίσεων οδήγησε στη μεγάλη καταστροφή των παραγωγικών τους δυνάμεων, που εκδηλώθηκε με ερημοποίηση ολόκληρων περιοχών και την εξαθλίωση μεγάλου τμήματος του πληθυσμού τους.

Αν πάρουμε υπόψη ότι το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα στη «ζώνη του Ευρώ» είναι 26.445 Ευρώ, μπορούμε να καταλάβουμε τι έγινε στις χώρες αυτές αφού: Στην Πολωνία το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι 5.100 Ευρώ, στην Ουγγαρία 5.700, στην Τσεχία 6.200, στη Σλοβακία 4.200, στη Λιθουανία 3.800, στη Λετονία 3.600, στην Εσθονία 4.500, στη Σλοβενία 10.500.

Οσον αφορά στην υπονόμευση της παραγωγικής βάσης αυτών των χωρών, που είχαν μια ισορροπημένη οικονομική ανάπτυξη με μεγάλη και ζωντανή βιομηχανία είναι χαρακτηριστικό ότι όλες σχεδόν έχουν μετατραπεί σε χώρες υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, ο τομέας των υπηρεσιών κυμαίνεται σε ποσοστά άνω του 60% και σε πολλές περιπτώσεις άνω του 70% στο σύνολο της παραγωγής. Αντίθετα, η βιομηχανία κυμαίνεται σε ποσοστά μεταξύ 18% και 32%.

Μετά από αυτά δε χρειάζεται πολλή σκέψη, για να καταλάβει κανείς πως αντιμετωπίζονται αυτές οι χώρες από τους ιθύνοντες της ΕΕ και ιδιαίτερα από τη Γερμανία, η οποία θεωρούσε πάντα αυτή την περιοχή ως τη φυσική της ενδοχώρα.

Οι λαϊκές αντιδράσεις

Οι αρχιτέκτονες της ΕΕ παρουσίαζαν τους εργαζόμενους αυτών των χωρών περίπου ως επαίτες μπροστά στην πόρτα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Καθώς, όμως, περνούσαν τα χρόνια, η εικόνα άλλαζε. Οι τελευταίες κινητοποιήσεις των αγροτών στην Πολωνία και την Τσεχία ήταν ενδεικτικές των διαθέσεων που διαμορφώνονται στα λαϊκά στρώματα αυτών των χωρών απέναντι στην ΕΕ και τις πολιτικές της. Και αν σπεύσει κάποιος να πει ότι ο αγροτικός τομέας της Πολωνίας είναι σχετικά μικρός (3,4% της συνολικής παραγωγής) θα πρέπει να έχει υπόψη του ότι στη χώρα αυτή, των 39 εκατομμυρίων κατοίκων, το 38% του πληθυσμού απασχολείται στον αγροτικό τομέα. Και είναι πολύ λογικό αυτοί οι άνθρωποι να εξεγείρονται, με τις προτάσεις των «δεκαπέντε», που προσφέρουν σε κάθε Ανατολικοευρωπαίο αγρότη μόλις το 25% των επιδοτήσεων που εισπράττει σήμερα ο συνάδελφός του στη Δυτική Ευρώπη.

Επομένως, οι κινητοποιήσεις αυτής της περιόδου θα πρέπει να θεωρούνται μόνο η αρχή, αφού οι λαοί αυτών των χωρών θα γευτούν το επόμενο διάστημα ακόμα καλύτερα τους καρπούς της διεύρυνσης, μιας διεύρυνσης της εκμετάλλευσης και των ανισοτήτων.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ