Αυτό το σύνθημα - αίσθημα υποτιτλίζει το πολύτιμο για την ιστοριογραφία βιβλίο «Η ζωή μας στην πολιτική προσφυγιά», το οποίο κυκλοφόρησε η Πανελλήνια Ενωση Επαναπατρισθέντων Πολιτικών Προσφύγων (ΠΕΕΠΠ, Σωκράτους 79-81, 3ος όρ., τηλ. 210-5230534, φαξ 210-5230526). Πρόκειται για το συλλογικό βίωμα και αίσθημα, του οποίου τη συγγραφή ανέλαβε ο δρ. Τεχνικών Επιστημών, Γεώργιος Σύρος, ενώ την επιμέλεια ο Γρηγόρης Φώτου.
Σε 407 σελίδες ιστορούνται μεταξύ άλλων: Τα αίτια της ανατροπής του σοσιαλισμού, του οποίου το σωτήριο ρόλο για την ειρήνη και την ασφάλεια των λαών, παραδέχονται απαξάπαντες οι σώφρονες άνθρωποι. Το ταξίδι, η εγκατάσταση, εργασία και παραγωγική δραστηριότητα των πολιτικών προσφύγων. Η εκπαίδευσή τους σε όλες τις βαθμίδες. Η εκπολιτιστική και αθλητική δραστηριότητά τους. Η συμβολή των οργανώσεών τους (κομματικών, πολιτιστικών, κλπ.). Η εφημερίδα τους. Η προσφορά των Ελλήνων επιστημόνων και καλλιτεχνών, Μάλιστα, το δεύτερο και τρίτο μέρος του βιβλίου περιέχει πληθώρα προσωπογραφιών, με σύντομα βιοεργογραφικά σημειώματα και φωτογραφίες επιστημόνων και καλλιτεχνών που διακρίθηκαν στην προσφυγιά, αρκετοί από τους οποίους, σήμερα, καταθέτουν στην Ελλάδα την «προίκα» που τους πρόσφερε ο σοσιαλισμός.
Γιορτή της χαράς, της ελπίδας, αλλά και της σάτιρας στα «κακώς κείμενα»
Αν και πλέον δεν μπορούμε να μιλάμε για μυσταγωγία στα σύγχρονα καρναβάλια των πόλεων που χαρακτηρίζονται περισσότερο από την αυστηρότητα της χωροταξίας μιας παρέλασης, η οποία με τη σειρά της παραπέμπει στην καταστολή της ελευθερίας της αποκριάτικης έκφρασης και σε ένα ιδιότυπα ελεγχόμενο «κέφι», τα πράγματα ωστόσο είναι περισσότερο ανοιχτά όσο απομακρυνόμαστε από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Ορισμένοι λαογράφοι προσπαθούν να εξηγήσουν τον εκφυλισμό του αστικού καρναβαλιού ως αποτέλεσμα της γενικότερης εμπορευματοποίησης όλων των πτυχών της δημόσιας ζωής, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την εποχιακή «αρπαχτή» των διαφημιστών και των πολυκαταστημάτων. Ωστόσο, η εμπορευματοποίηση είναι και αυτή αποτέλεσμα και όχι αιτία της γενικότερης υποχώρησης στην ποιότητα των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας. Αυτό όμως είναι θέμα για μια άλλη στιγμή...
Δεδομένου ότι η αρχέγονη τελετουργία της γιορτής που σήμερα ονομάζουμε Αποκριά ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τις αλλαγές των εποχών και κατ' επέκταση της φύσης, αλλά και του γεγονότος ότι ο μικρός πληθυσμός αναπτύσσει στενότερες σχέσεις, ίσως να εξηγείται ο περισσότερο αυθεντικός γιορτασμός της Αποκριάς στην επαρχία. Επιπλέον, η πραγματικά αξιοθαύμαστη δουλιά των τοπικών πολιτιστικών συλλόγων στην αναβίωση παλιών εθίμων ευδοκίμησε ακριβώς γιατί η οικονομική σχέση του μέλους της κοινότητας με τη γη εξακολουθεί να είναι κυρίαρχη. Ελπίζουμε να μην χρειαστεί ποτέ να μάθουμε τι θα απογίνει αυτή η αναβίωση όσο θα συνεχίζεται η εγκατάλειψη της υπαίθρου και η υποβάθμιση της αγροτικής παραγωγής.
Πολλούς αιώνες αργότερα στη Λέσβο, τα σατυρικά και τα προκλητικά τραγούδια με τη συνοδεία κρασιού αντιλαλούσαν και εξακολουθούν να αντιλαλούν στα σπίτια και τους δρόμους:
-- «Ποιος είδε, ποιος αντάμουσι
παπά να κλεβ' απίδια
κι απού μπρος η παπαδιά
να του τραβά τ' αρ...».
-- «Αγάπη μου ξινόγαλου τσι χαβιαρουμανέστρα
την Κυριακή 'σαν όμουρφη κι τη Δευτέρα χέστρα»...
Πολύ πριν, στις αρχαίες Βακχικές γιορτές, οι συμμετέχοντες μεταμφιέζονταν και μεθυσμένοι από το κρασί ξεκινούσαν κωμικούς διαλόγους, γεμάτους εμπαιγμούς και αθυροστομίες. Ο θεός Διόνυσος, αρχικά θεός της ζωής και της αναπαραγωγής και αργότερα του κρασιού και του γλεντιού, συνοδευόμενος από τους μασκαρεμένους Σατύρους και Σιληνούς ήταν το επίκεντρο του γιορτασμού με έναν τρόπο που θυμίζει - τηρουμένων των αναλογιών - τον σημερινό «Βασιλιά Καρνάβαλο» και τη συνοδεία του. Χαρακτηριστικό δρώμενο που οι ρίζες του φτάνουν μέχρι τις Διονυσιακές γιορτές είναι ο «Καλόγερος», που το έφεραν μαζί τους οι Μικρασιάτες πρόσφυγες. Αρχίζει με το «φόνο» του Καλόγερου και τελειώνει με την «ανάστασή» του, γι' αυτό και οι λαογράφοι «βλέπουν» σε αυτό το συμβολισμό της αναγέννησης της φύσης και της αρχέγονης αναπαράστασης του κύκλου της ζωής και του θανάτου. Ολο το δρώμενο γίνεται με τη συνοδεία μουσικής από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Η «κλωστή» που συνδέει αυτές τις διαφορετικές περιόδους είναι φανερή.
Η αναφορά στην Εκκλησία και τους λειτουργούς της δεν είναι τυχαία. Η λαϊκή σάτιρα που «μαστιγώνει» τους εξουσιαστικούς θεσμούς δεν ήταν δυνατό να αφήσει απ' έξω την εξουσία της Εκκλησίας. Πολύ περισσότερο που η Εκκλησία έκανε πολλές προσπάθειες να εξαφανίσει ή έστω να αφομοιώσει με κάποιον τρόπο τις Απόκριες στο τελετουργικό της, σε μια προσπάθεια να επεκτείνει τον έλεγχό της στις συνειδήσεις με την αποκοπή τους από προχριστιανικά πρότυπα λατρευτικής συμπεριφοράς. Απέτυχε και στα δύο. Οχι μόνο αυτό, αλλά «κατάφερε» να μπει και αυτή στο στόχαστρο της σάτιρας. Ακόμη και οι προσευχές παραφράζονταν με «σκανδαλιστικό» τρόπο. Αυτό όμως που πραγματικά σκανδάλιζε την εκκλησία ήταν το γεγονός, ότι το, κατά τα άλλα πιστό, «ποίμνιό» της δεν έβλεπε σ' αυτό τίποτα το «άσεμνο». Ενα παράδειγμα μας έρχεται από τη Σκόπελο, όπου γίνεται η κωμική αναπαράσταση ενός «γάμου», με άντρα - «νύφη» και γυναίκα - «γαμπρό». Ο «παπάς» παραφράζει κατά τη διάρκεια του «μυστηρίου» το «Πάτερ ημών» με διάφορες παραλλαγές, μία από τις οποίες είναι και αυτή: «Πάτερ ημών (το βρ... των διπλανών) Ο εν τοις ουρανοίς (το βρ... της διπλανής) Αγιαστείτο το όνομά σου (το βρ... της μαμάς σου)» κλπ.
Ακόμη και η Καθαρή Δευτέρα που χαρακτηρίζεται από τη χριστιανική νηστεία, αφού είναι η έναρξη της Σαρακοστής δεν ξεφεύγει από την Αποκριάτικη «τελετουργία». Ο Δ. Σ. Λουκάτος στο βιβλίο του «Συμπληρωματικά του Χειμώνα και της Ανοιξης» (εκδόσεις «Φιλιππότης») γράφει: «Είναι περίεργο, ότι την Καθαρή Δευτέρα μας, που είναι τόσο αυστηρά (και πολύ εθελοντικά) νηστίσιμη, γίνεται, στο ελληνικό ύπαιθρο, η πιο εκδηλωτική γιορτή κοινωνικής επικοινωνίας και χαράς, με τα συσσωρευμένα (κούλουμα, από το λατινικό cumulus) κοινά αγαθά, ορεκτικότατους θαλασσινούς ή άλλους μεζέδες (που τους ζηλεύει η απαγορευμένη κρεοφαγία) και με κρασί σε άφθονη παροχή. Οι χοροί και τα τραγούδια επιδεικνύονται εορταστικά (βγαίνουν στο φως και οι παλιές ενδυμασίες) και μαζί τους (με τη βοήθεια του κρασιού και της ανοιξιάτικης ερεθιστικής ώρας) επιδεικνύεται και το σατιρικό παραδοσιακό πνεύμα του Ελληνα, που, όταν εξασφαλίσει την ελευθερία του λόγου (η Αποκριά το επιτρέπει) γίνεται αριστοφάνεια δηκτικός. Πληθύνονται και τα ερωτοπόνηρα πειράγματα (κι ας είναι "καθαρή" Δευτέρα) και η αθυροστομία εκδηλώνεται αποκαλυπτική. Ο "χρόνος" και ο "τόπος" της ημέρας, μαζί με την ψυχολογία της αυριανής (σαρακοστιανής) απαγόρευσης, τα επιτρέπουν όλα. Οι βωμολοχίες και τα πορνόλογα ακούονται με ανεκτικότητα (κι ευχαρίστηση) στην ώρα τους, πράγμα που θα ήταν αδιανόητο, για άλλες δημόσιες ώρες. Κι εδώ βρίσκεται η υπεροχή της συμπεριφοράς του λαού, από τις αυθαίρετες (και αταίριαστες περιστατικά και ξεκάρφωτες) αισχρολογίες των σύγχρονων θεατρικών παραστάσεων... ή και εκδόσεων».
Εκτός από το γάμο, διακωμωδούνται και άλλες κοινωνικές λειτουργίες, όπως το δικαστήριο («που οδηγεί σε κάποια εξισορρόπηση δικαίου») και η κηδεία («που οδηγεί σε νεκρανάσταση ή σε αφοριστικό κάψιμο του Κακού») γεγονός που καθιστά αυτές τις αναπαραστάσεις πολύ πιο σοβαρές στην αιτία τους από την ανάγκη, μόνο, για ξεγνοιασιά. Η σάτιρα είναι λυτρωτική για την κοινότητα, αφού δεν «ξορκίζονται» μόνο τα κακά «πνεύματα», αλλά και πιο... υλικά κακά, όπως η «δικαιοσύνη» των ισχυρών. Σχετική με αυτό είναι και η λειτουργία των αστικών καρναβαλιών που μέσα από τη σάτιρα προσπαθούν να «ξορκίσουν» τα κακά και τα άσχημα που γεννά η συγκυρία. Τα θέματα είναι παρμένα από την εγχώρια και διεθνή επικαιρότητα και με δεδομένη την καταβολή τους δεν είναι καθόλου τυχαίο που αναδεικνύονται προοδευτικές απόψεις από τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, ανεξάρτητα από τις «έξω - Αποκριάτικες» πολιτικές επιλογές τους. Χαρακτηριστικό είναι το φετινό παράδειγμα, με τα καρναβάλια στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό, που ανέδειξαν το λαϊκό αντιπολεμικό κλίμα των ημερών, ενώ στο Μοσχάτο έγινε και ειδική νυχτερινή αντιπολεμική καρναβαλίστικη παρέλαση.
Τελικά, ανεξάρτητα από τις αντικειμενικές «μεταλλάξεις» τους, το καρναβάλι και η Αποκριά δε θα πάψουν να υπάρχουν, αφού η ανάγκη του ανθρώπου για γέλιο, χαρά, σάτιρα και ελευθερία ταυτίζεται με την ύπαρξή του.