Οι περισσότεροι ομιλητές κατέκριναν την πρόσφατη άρνηση του διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις, καθώς και την πεποίθησή του ότι τα Γλυπτά δεν πρόκειται να φύγουν από τη Βρετανία. Για παράδειγμα, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, Ουίλιαμ Σεντκλέρ, είπε μεταξύ άλλων ότι το Βρετανικό Μουσείο δεν είναι ιδιωτικό, αλλά ελέγχεται από την κυβέρνηση, άρα δεν έχει την αρμοδιότητα να κάνει συμφωνίες ή δηλώσεις αποδοχής ή μη αιτημάτων. Πρόσθεσε ότι η γνωστή πρόταση της ελληνικής πλευράς περί ανταλλαγής είναι «ευφάνταστη» και σύμφωνη «με την πραγματική έννοια της παγκοσμιοποίησης» και εξέφρασε μόνο μια μικρή επιφύλαξη για την ασφάλεια της μεταφοράς των Γλυπτών.
Μοναδική παραφωνία ήταν ο Βρετανός γλύπτης και γκαλερίστας, Μάικλ Ντάλεϊ, ο οποίος κατέθεσε ένα «πανόραμα» των βρετανικών επιχειρημάτων για το θέμα, προκαλώντας τη συζήτηση που όλοι περίμεναν. Ο Ντάλεϊ κάλεσε τους παρευρισκόμενους να δουν το θέμα από την πλευρά της ασφάλειας και διατήρησης των ίδιων των Γλυπτών και όχι με συναισθηματισμούς ή «εθνικισμούς». Για τον ίδιο λοιπόν, μια χώρα όπως η Ελλάδα, που είναι ανεύθυνη για τα μνημεία της, δε χρειάζεται περισσότερη ευθύνη, εννοώντας τα Γλυπτά. Πρόσθεσε ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να ζητά τα Γλυπτά τη στιγμή που καταστρέφει τα μνημεία της και ότι αν επιστρέψουν τα Γλυπτά, θα πάνε στο Νέο Μουσείο Ακρόπολης και δε θα επανενωθούν στον Παρθενώνα, ενώ άφησε και αιχμές λέγοντας πως το ίδιο το ΝΜΑ χτίζεται πάνω σε αρχαιολογικό χώρο. Για τις αντιδράσεις προς το Βρετανικό Μουσείο, είπε πως δεν πρέπει να συγχέονται οι ομάδες πίεσης με τη δημοκρατία και ρώτησε αν ο στόχος είναι μόνο η επιστροφή των Γλυπτών ή αν το αίτημα αυτό είναι μόνο η «κορυφή του παγόβουνου».
Στον Ντάλεϊ απάντησε ο (οργισμένος) Ζυλ Ντασσέν, λέγοντάς του πως «μέσα στον ενθουσιασμό σας, μήπως δεν πρέπει να αγνοείτε τους λαούς που πιστεύουν ότι η επιστροφή των Γλυπτών είναι ευγενής σκοπός; Θεωρείτε ότι έχουν ύπουλες προθέσεις;». Συνέχισε λέγοντας πως ουδέποτε οι επιτροπές στήριξης δε μίλησαν για άλλα μνημεία και άλλα μουσεία και ότι το επιχείρημα περί δημιουργίας προηγούμενου αν επιστραφούν τα Γλυπτά είναι ψευδοεπιχείρημα. «Τα μεγάλα μουσεία δεν έχουν καν χώρο να εκθέσουν αυτά που έχουν στις αποθήκες τους. Δεν κινδυνεύουν. Η Ελλάδα είναι ολόκληρη ένα μουσείο, κύριε» κατέληξε ο Ντασσέν, καταχειροκροτούμενος.
Η υπόθεση του έργου, που διαδραματίζεται στη μεσαιωνική Σκοτία, αναφέρεται στο γνωστό ήρωα του Σαίξπηρ, που γίνεται βασιλιάς της χώρας και διαπράττει σειρά δολοφονιών με την προτροπή της συζύγου του, λαίδης Μάκβεθ, επιδιώκοντας να εξαφανίσει οποιονδήποτε μπορεί να του πάρει το θρόνο. Στην επιλογή του έργου ο Βέρντι κατέληξε λόγω των καλλιτεχνών που ήταν διαθέσιμοι εκείνη την περίοδο, κρίνοντας πως ο βαρύτονος Φελίτσε Βαρέζι ήταν ιδανικός για τον πρωταγωνιστικό ρόλο και η σοπράνο Μαριάνα Μπαρμπιέρι - Νίνι η καταλληλότερη για το ρόλο της σατανικής λαίδης Μάκβεθ. Το λιμπρέτο έγραψε ο Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε, ενώ η πρεμιέρα στις 14 Μάρτη 1847 είχε μεγάλη επιτυχία.
Στην ΕΛΣ ο «Μάκβεθ» ανεβαίνει σε μουσική διεύθυνση Ρίτσαρντ Μπραντσάου και Χρύσανθου Αλισάφη, σκηνοθεσία Αϊκε Γκραμς, σκηνικά Εμπερχαρντ Ματίες, κοστούμια Ρενάτε Σμίτζερ και διεύθυνση χορωδίας Φανής Παλαμίδη. Τους ρόλους ερμηνεύουν διαδοχικά οι: Ρόμπερτ Χάιμαν - Κύρος Πατσαλίδης, Τατιάνα Σεργιάν - Τζούλια Σουγλάκου - Γιούλη Καραγκούνη, Δημήτρης Καβράκος - Κωνσταντίνος Σφυρής, Σταμάτης Μπερής - Δημήτρης Στεφάνου - Δημήτρης Σιγαλός κ.ά.
Δίκαια η έκθεση αυτή αποτελεί «προσκύνημα» στον Αντώνη Φωκά. Και ορθώς κυριαρχεί η μοναδικής ωραιότητας, χειροποίητη από άκρου σ' άκρο με ταπεινότατα υλικά, θαυματουργική δημιουργία του Φωκά και δίπλα της η δημιουργία άλλων σπουδαίων, παλιών ομοτέχνων του (Κλώνη, Βακαλό, Βασιλείου, Χατζηκυριάκου - Γκίκα, Βασιλειάδη, Μόραλη) και φυσικά σύγχρονων ταλαντούχων «απογόνων» τους.
Οι αίθουσες της Εθνικής Πινακοθήκης, λοιπόν, «κατοικούνται» από μαγικές, τρισυπόστατες «σκιές», κυρίως του Φωκά. Τα περισσότερα από τα 250 περίπου παρουσιαζόμενα κοστούμια είναι υπέροχα «πλάσματα» του Φωκά. Πλάσματα της ακατάβλητης φαντασίας του, η οποία έντυσε αμέτρητους ηθοποιούς.
«Το ρούχο δεν κάνει τον άνθρωπο», λέει ο λαός. Υπάρχει και αντίστροφα ο αντίλογος. Στη θεατρική τέχνη, πάντως, «το ρούχο κάνει τον άνθρωπο». Τον άνθρωπο - ιδέα που οραματίζεται ο δραματουργός, του δίνει σχήμα και όψη ο ενδυματολόγος, ενώ σάρκα, οστά, αίμα, πνοή και φωνή τού δίνει ο ηθοποιός. Η έκθεση αυτή είναι τριπλά σαγηνευτική, αν ο επισκέπτης αν διατεθεί να κοιτάξει προσεκτικά τις «σκιές» ανθρώπινων πλασμάτων. Τις κούκλες, που «ενδύθηκαν» τις ανθρώπινες υποστάσεις που συνέθεσαν η ποίηση, η ενδυματολογία, η ηθοποιία.
Αντικρίζοντας τις «σκιές» αυτής της τριπλής δημιουργίας, θαρρείς πως «ζωντανεύουν» μαζί με αυτές και όσοι συνδημιουργοί τους δε ζουν πια. Η «ζωντάνια» αυτή είναι επίτευγμα δυο σκηνογράφων - ενδυματολόγων. Της Ρένας Γεωργιάδου, η οποία με οδηγό τη γνώση και την αγάπη της για το θεατρικό κοστούμι και κυρίως με τη γυναικεία ευαισθησία της επέλεξε τα παρουσιαζόμενα κοστούμια. Και του Γιάννη Μετζικώφ, ο οποίος με το ευφάνταστο ταλέντο του επιμελήθηκε το στήσιμο της θαυμάσιας αυτής έκθεσης.