Το ΚΚΕ, με Επίκαιρη Ερώτηση που κατέθεσε στη Βουλή, στιγματίζει την ενεργειακή πολιτική της κυβέρνησης, που αποσκοπεί στην εδραίωση και επέκταση των ιδιωτικών μονοπωλιακών ομίλων και όχι στην ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών
Eurokinissi |
Στην Ερώτηση επισημαίνονται τα εξής:
«Δύο χρόνια πέρασαν από τότε που εφαρμόστηκε το νομικό πλαίσιο για την "απελευθέρωση" στον τομέα της ενέργειας και οι προθέσεις της κυβέρνησης έχουν γίνει πλέον φανερές. Με τον ενεργειακό της σχεδιασμό, που προωθούν τόσο η ΡΑΕ όσο και η ΔΕΗ ΑΕ, δεν επιδιώκει την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών για φθηνή και αξιόπιστη παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, για προστασία της ασφάλειας του κοινωνικού συνόλου, των εργαζομένων και του περιβάλλοντος γενικότερα. Αντίθετα, επιδιώκει την εδραίωση και την επέκταση της δράσης των ιδιωτικών μονοπωλιακών ομίλων και στο συγκεκριμένο τομέα, εξασφαλίζοντας παράλληλα την κερδοφορία των επενδύσεών τους.
Πέρα από τα έργα που βρίσκονται σε εξέλιξη και ολοκληρώνονται, όπως είναι οι θερμικοί σταθμοί Φλώρινας και Κομοτηνής, δεν υπάρχει συγκεκριμένο πρόγραμμα για την αξιοποίηση από το κράτος του φθηνού εγχώριου λιγνίτη, για παράδειγμα των κοιτασμάτων Δράμας και Ελασσόνας, καθώς και την κατασκευή λιθανθρακικών μονάδων, για παράδειγμα στο Αλιβέρι. Να σημειωθεί ότι οι σύγχρονες και δοκιμασμένες τεχνολογικές μέθοδοι διασφαλίζουν την αξιοποίηση του άνθρακα με αποδοτικό και φιλικό προς το περιβάλλον τρόπο.
Επίσης, δεν υπάρχει συγκεκριμένο πρόγραμμα κατασκευής νέων υδροηλεκτρικών σταθμών παραγωγής, ενώ είναι γνωστό ότι οι σταθμοί αυτοί θα μπορούσαν να συμβάλουν στη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας, στην προστασία του περιβάλλοντος και στη μείωση του κόστους ηλεκτροπαραγωγής.
Την ίδια στιγμή, η ΡΑΕ με αφορμή την αίτηση της ΔΕΗ ΑΕ για αδειοδότηση κατασκευής νέας μονάδας στο Λαύριο, εμφανίζεται να ζητά από τη ΔΕΗ ΑΕ την ουσιαστική στήριξη των ιδιωτών προμηθευτών ενέργειας, με συμβάσεις προνομιακής πώλησης προς αυτούς του 7% της παραγόμενης από τη ΔΕΗ ΑΕ ηλεκτρικής ενέργειας καθώς και τη σύναψη μακροχρόνιων συμβάσεων αγοράς ενέργειας από ιδιώτες παραγωγούς της ΕΕ.
Ερωτάται λοιπόν ο κ. υπουργός:
1. Εάν η κυβέρνηση σχεδιάζει νέα συγκεκριμένα έργα ηλεκτροπαραγωγής με αξιοποίηση των εγχώριων πηγών ενέργειας.
2. Εάν σχεδιάζει νέα έργα, ποιο είναι το χρονοδιάγραμμα υλοποίησής τους.
3. Εάν η κυβέρνηση προτίθεται να πάρει μέτρα και ποια συγκεκριμένα θα είναι αυτά, ώστε να ικανοποιήσει την ανάγκη των λαϊκών νοικοκυριών για φθηνή και αξιόπιστη παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, σε συνδυασμό με την προστασία της ασφάλειας του κοινωνικού συνόλου, των εργαζομένων και του περιβάλλοντος».
Η «ανάπλαση της περιοχής» στο Γκάζι λειτουργεί ως πρόσχημα για τον εξοστρακισμό δεκάδων βιοτεχνιών
Τις συνέπειες τής, εχθρικής, κυβερνητικής πολιτικής απέναντι στους μικρούς ΕΒΕ αντιμετωπίζουν και οι επαγγελματοβιοτέχνες της περιοχής Γκάζι στην Αθήνα που απειλούνται με αφανισμό, καθώς η αλλαγή του ρυμοτομικού σχεδίου θα συνοδευτεί με αναγκαστικές απαλλοτριώσεις για την «ανάπλαση της περιοχής».
Για το θέμα η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ κατέθεσε πρόσφατα αναφορά στη Βουλή, κάνοντας γνωστές τις αντιδράσεις τόσο της Ομοσπονδίας Βιοτεχνικών Σωματείων Αθήνας (ΟΒΣΑ), όσο και κατοίκων και επαγγελματιών της περιοχής, που υποστηρίζουν ότι δεν είναι μονόδρομος ο εξοστρακισμός των βιοτεχνιών από την περιοχή.
Οι επαγγελματίες στο Γκάζι βρίσκονται σε αναβρασμό και δηλώνουν αποφασισμένοι να μην επιτρέψουν την απομάκρυνσή τους, η οποία θα οδηγήσει στην καταστροφή τους. Ηδη σε πολλούς δήμους της Αττικής δεν επιτρέπεται η εγκατάσταση νέων βιοτεχνιών, καθώς και η αντικατάσταση όσων κλείνουν. Δεκάδες χιλιάδες βιοτεχνίες λειτουργούν χωρίς άδεια γιατί η οποιαδήποτε προσπάθεια ανανέωσής της θα έχει σαν αποτέλεσμα την εντολή διακοπής της λειτουργίας τους. Ακόμη περισσότεροι είναι εκείνοι οι επαγγελματίες που εξαρτώνται άμεσα από τα παράπονα που μπορεί να εκφράσουν οι κάτοικοι γύρω από την επιχείρησή τους.
Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση επιμένει να αναγγέλλει τη δημιουργία Βιοτεχνικών Πάρκων αλλά να μη τα δημιουργεί, ασκώντας έτσι ασφυκτική πίεση σε εκατοντάδες χιλιάδες επαγγελματοβιοτέχνες. Ετσι κι αλλιώς, οι σχεδιασμοί για... δύο τέτοια πάρκα δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες, ενώ το κόστος μετεγκατάστασης μπορεί να αποδειχθεί ανάλογα καταστροφικό για πολλές μικρές επιχειρήσεις.
Στην παρέμβασή της προς το ΥΠΕΧΩΔΕ, η ΟΒΣΑ εξέφρασε την κατηγορηματική αντίθεσή της στις αλλαγές που θα οδηγήσουν στο κλείσιμο πολλών βιοτεχνιών. Σε σχετική ανακοίνωσή της τον περασμένο μήνα τόνιζε: «Η δημιουργία εκατοντάδων νέων ανέργων, θα δημιουργήσει πολλά μεγάλα προβλήματα με κοινωνικές προεκτάσεις. Είμαστε βέβαιοι ότι οι μικρές βιοτεχνίες χαμηλής όχλησης είναι χρήσιμες στην πόλη γιατί συμβάλλουν στην εξυπηρέτηση των πολιτών».
Και κατέληγε η ΟΒΣΑ: «Το συνδικαλιστικό κίνημα των ΕΒΕ αλλά και η Ομοσπονδία μας επανειλημμένα έχει κάνει γνωστό στο αρμόδιο υπουργείο το αίτημα για να δημιουργηθεί στα όρια του κάθε Δήμου Βιοτεχνικό Τετράγωνο ή Πάρκο για τη στέγαση των βιοτεχνιών. Σας καλούμε να ακυρώσετε τις όποιες σχεδιαζόμενες αλλαγές και η όποια ανάπλαση να περιλαμβάνει και τους μικρούς βιοτέχνες».
Την ύπαρξη μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων, σχετικά μικρού μεγέθους, παραγωγής έτοιμου σκυροδέματος στη χώρα διαπιστώνει κλαδική μελέτη της εταιρείας «ICAP». Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία, οι επιχειρήσεις του κλάδου λόγω και των ιδιοτήτων του προϊόντος, που δεν μπορεί να μεταφερθεί σε μεγάλες αποστάσεις, είναι καθαρά τοπικού χαρακτήρα.
Τις διακρίνουν σε «ανεξάρτητες» και σε θυγατρικές των τσιμεντοβιομηχανιών. Για την περίοδο 1994-2002 η μεγαλύτερη παραγωγή σκυροδέματος παρουσιάζεται στην Αττική με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 11,8% και το μερίδιο του νομού εκτιμάται στο 42% του συνόλου της παραγωγής για το 2002. Στο νομό Θεσσαλονίκης παράχθηκε το 2002 το 10% του προϊόντος με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 4,7%. Τέλος, στους άλλους νομούς παράγεται το 48% και η μέση ετήσια αύξηση διαμορφώνεται σε 1,7%.
Επισφαλείς - σε μεγάλο βαθμό - χαρακτηρίζονται οι αγορές μέσω του Διαδικτύου, όπως αποδεικνύεται από έρευνα Ευρωπαϊκών Κέντρων Προστασίας Καταναλωτή σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, τα αποτελέσματα της οποίας παρουσιάστηκαν σε ημερίδα των Κέντρων Καταναλωτών στη Γερμανία. Από την έρευνα για τις αγορές μέσω Ιντερνετ, προκύπτει πως: