Υπάρχουν προβλήματα με τις αναγνωστικές ικανότητες των νέων. Αυτό είναι το πόρισμα του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) μιλώντας για τα 27 κράτη - μέλη του και προσδιορίζοντας την ηλικία των 15 ετών.
Δεν είναι καθόλου περίεργο οι οικονομολόγοι του ΟΟΣΑ να ασχολούνται με το επίπεδο παιδείας των χωρών - μελών του οργανισμού αυτού (δηλαδή των πιο αναπτυγμένων κρατών του κόσμου), διότι τα επίπεδα εκπαίδευσης συνδέονται οργανικά με την αγορά εργασίας στο καπιταλιστικό σύστημα. Ανησυχούν για λόγους οικονομικούς και όχι ανθρωποκεντρικούς, εννοείται. Οι ανάγκες της ολοκλήρωσης της «αγοράς» υπαγορεύουν την πορεία του εκπαιδευτικού συστήματος και όχι το ιδανικό της ολοκλήρωσης του ανθρώπου μέσα από τη γενική μόρφωσή του.
Υπάρχει λόγος, λοιπόν, να ανησυχούν, διότι οι αναγνωστικές δεξιότητες είναι πιο σημαντικές από ποτέ στην οικονομική και κοινωνική αλληλεπίδραση, όπως ομολογούν οι ίδιοι. Το ίδιο το κοινωνικοοικονομικό σύστημά τους δημιουργεί τα αρνητικά φαινόμενα, που δεν τα θέλουν να ξεπερνούν κάποιο όριο, το όριο του κινδύνου για την ίδια την ύπαρξή τους ως σύστημα. Χρειάζονται την κοινωνική ανισότητα, αλλά όχι στο βαθμό που τους έρχεται μπούμερανγκ το ίδιο το «δημιούργημά» τους. Χρειάζονται την αμορφωσιά, αλλά όχι απόλυτα και για όλους, γιατί πώς και από ποιους θα κινείται ο μηχανισμός τους, απαραίτητος για την επιβίωση του άνισου και άδικου συστήματός τους; Αρα χρειάζονται έρευνες και ενδεχομένως μέτρα διορθωτικά για τις μεταβαλλόμενες ανάγκες. Χρειάζονται αναπροσαρμογές και μεταρρυθμίσεις, για να πεταχτούν σαν η τρίχα από το ζυμάρι οι εκάστοτε «περιττοί και άχρηστοι» σχηματίζοντας τεράστιες εφεδρικές στρατιές ανέργων και απασχολήσιμων και η τακτική αυτή συγκαλύπτεται κάθε φορά με άλλες εκσυγχρονιστικές εξωραϊστικές ορολογίες και ιδεολογήματα.
Μια, επίσης, πρόσφατη έρευνα του ίδιου οργανισμού ήρθε να επιβεβαιώσει την αρνητική τάση, που ήδη είχε επισημανθεί: ότι δηλαδή ακόμα και σε χώρες, όπου υπάρχει γενικότερα υψηλό επίπεδο γραμματικής επάρκειας, πολλοί δεκαπεντάχρονοι στερούνται ακόμα και των πιο απαραίτητων γραμματικών γνώσεων.
Εχει αποδειχτεί ότι τα άτομα που έχουν προοπτική και μπορούν να προγραμματίζουν το μέλλον τους, είναι πολύ καλύτεροι δέκτες γνώσεων. Το μέλλον, όμως, για τη μεγάλη πλειοψηφία, ιδιαίτερα των νέων ανθρώπων, είναι αβέβαιο και σε όλο και περισσότερες περιπτώσεις μέχρι και ανύπαρκτο. Γι' αυτό, ένα καπιταλιστικό κράτος εκπαιδεύει, ανάλογα με τις ανάγκες του, μια αφρόκρεμα για να στελεχώσει το μηχανισμό του, στο βαθμό που το χρειάζεται κάθε φορά και περνάει το κλείσιμο της πόρτας των δυνατοτήτων στη ζωή για τους πολλούς, μέσα από το «εκπαιδευτικό» σύστημα. Επομένως, περισσότερο απ' ό,τι θέλει να παραδεχτεί ανοιχτά τουλάχιστον, εισάγει το σχεδιασμό στην «ελεύθερη» αγορά του. Η «άναρχη» λειτουργία των οικονομικών νομοτελειών της καπιταλιστικής αγοράς το βάζει μπροστά σε αποτελέσματα ανεπιθύμητα και πολλές φορές ανεξέλεγκτα. Οσο χειροτερεύει η κατάσταση, τόσο πληθαίνουν οι δηλώσεις και οι ανακοινώσεις από την επίσημη πλευρά, που εκφράζουν «ανησυχία» για την κατάσταση, την οποία οι ίδιοι (συν)δημιουργούν. Η ανησυχία αυτή, βέβαια, εκφράζει περισσότερο το φόβο τους για τους κοινωνικούς κραδασμούς που είναι η αναπόφευκτη συνέπεια. Ετσι, η αυξανόμενη τάση να μη διαβάζουν και μαζί μ' αυτό, η βαθμιαία μείωση εγκεφαλικών ικανοτήτων που συνάπτονται λειτουργιών, όπως η συγκέντρωση, σκέψη, κρίση, σύνθεση κλπ. δηλαδή βασικές λειτουργίες που ξεχωρίζουν τον άνθρωπο από το ζώο, προκαλεί πονοκέφαλο ακόμα σ' αυτούς που τη δημιουργούν. Διότι, αν πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις, θα ροκανίζονται σιγά σιγά είτε έμμεσα είτε άμεσα τα ίδια τα θεμέλια του συστήματος.
Και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Βιβλιοπωλών, η κ. Ντόρις Στόκμαν στη Συνδιάσκεψη των Βιβλιοπωλών, που έγινε τον περασμένο Απρίλη υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού και που είχε τίτλο «Υπάρχει ευρωπαϊκό βιβλίο; Βιβλίο και βιβλιογραφία στην ΕΕ μετά τη διεύρυνση» είπε ανάμεσα σ' άλλα και τα εξής: «...η γνώση γραφής και ανάγνωσης αποτελεί αδιαμφισβήτητα το πρώτο βήμα για τη βελτίωση των δεξιοτήτων μάθησης. Η ικανότητα ανάγνωσης αποτελεί προϋπόθεση εργασίας και κοινωνικής ένταξης καθώς και στοιχείο για να αναπτύξουμε τις χώρες μας».
Η ομιλία αυτή, άλλωστε, έμεινε κατά τ' άλλα στην εμπορική πλευρά. Ο αναγνώστης αντιμετωπίζεται σαν πελάτης - αγοραστής των επιχειρήσεων που πωλούν βιβλία, όπως προκύπτει ρητώς από τα εξής λόγια της κ. Στόκμαν: «Για να εξελιχθούν και να επιβιώσουν οι επιχειρήσεις μας, θα πρέπει να έχουμε πάντοτε υπόψη μας ότι ο πελάτης και οι ανάγκες του είναι ο στόχος των παρεχόμενων υπηρεσιών....» και κλείνοντας: «Αν υπάρχουν αναγνώστες, υπάρχει μέλλον στο βιβλίο».
Ο «πελάτης και οι ανάγκες του» είναι, βέβαια, έννοιες που προσφέρονται για κάθε ερμηνεία.
Ζητείται από τους μαθητές να προβληματίζονται μονάχα με ορισμένα φαινόμενα στην άκρη μιας εκφυλιστικής αλυσίδας, στην κορυφή του παγόβουνου. Η λογική συνέπεια ενός τέτοιου κατευθυνόμενου προβληματισμού θα ήταν η ουτοπική απαίτηση να διωχτεί η τηλεόραση από τη ζωή μας, ή να την κλείσουμε και έληξε η υπόθεση. Δεν αμφιβάλλουμε ότι το διάβασμα σαν τέτοια, ακόμα και του πιο εύκολου βιβλίου, απαιτεί μεγαλύτερη εγκεφαλική δραστηριοποίηση από το κοίταγμα τηλεοπτικών εικόνων. Ομως, αν το περιεχόμενο ενός βιβλίου είναι κακό, σαχλό, διεστραμμένο ή με οποιοδήποτε τρόπο αρνητικό (τέτοια βιβλία είναι πολλά, όλο και περισσότερα ), αλλά ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα είναι καλό, πλούσιο, ενημερωτικό ή με οποιοδήποτε τρόπο θετικό (σπάνιο έως ανύπαρκτο), ποιο από τα δύο είναι προτιμότερο για την αγωγή ενός παιδιού;
Και εδώ η απάντηση δεν είναι το διώξιμο ενός νέου μέσου και η διατήρηση του παλαιότερου, αλλά με περιεχόμενο που αποβλακώνει. Δεν είναι η τηλεόραση που αποβλακώνει, αλλά αυτό που σερβίρει. Η απάντηση είναι η αξιοποίηση όλων των μέσων επικοινωνίας, με περιεχόμενο, όμως, που εξανθρωπίζει τον άνθρωπο.