ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 3 Δεκέμβρη 2003
Σελ. /40
Στις σκηνές του Εθνικού Θεάτρου
«Κατά λάθος πρόβες»
στην Πειραματική Σκηνή

«Η τέταρτη αδελφή»
«Η τέταρτη αδελφή»
Υπό τον ενιαίο τίτλο «Κατά λάθος πρόβες», στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου ο Βασίλης Παπαβασιλείου ανέβασε τα μονόπρακτα έργα «Ο αυτοσχεδιασμός των Βερσαλλιών» του Μολιέρου, σε μετάφραση Λουίζας Μητσάκου και «Οι καλόπιστοι θεατρίνοι» του Μαριβώ, σε μετάφραση Ανδρέα Στάικου. Συνεργάτες του σκηνοθετικού εγχειρήματος ήταν ο Πλάτων Μαυρομούστακος (θεατρολογική συνεργασία), η Ιουλία Ιατρίδη (σχεδίασε το λιτό, ευμετάβλητο σκηνικό χώρο και τα παραπέμποντα στην εποχή του κάθε έργου κοστούμια), ο Νίκος Κυπουργός (η εύφορη και χιουμοριστική μουσική του ήταν από τα καλύτερα στοιχεία της παράστασης), ο Αντώνης Παναγιωτόπουλος (φωτισμοί). Και τα δύο έργα συνιστούν θέατρο μέσα στο θέατρο.

Και τα δύο - και μυθοπλαστικά και ουσιαστικά - όχι μόνον αφορούν στους ανθρώπους του θεάτρου, αλλά και αποκαλύπτουν τις μεταξύ τους σχέσεις, τις συνθήκες της δουλιάς τους, την εξάρτηση και υποταγή των ηθοποιών στην «εξουσία» του επικεφαλής του θιάσου, αλλά και την εξάρτηση και υποταγή του τελευταίου στην εξουσία του βασιλιά ή των αριστοκρατών, τους οποίους εντέλλεται να διασκεδάσει, και μάλιστα όποτε και όπου σ' αυτούς κάνει κέφι. Ακόμα και άρον - άρον, με έναν αυτοσχέδιο και απροβάριστο μύθο. Στο μολιερικό έργο, με πρωταγωνιστικό πρόσωπο τον Μολιέρο (συγγραφέας, θιασάρχης, σκηνοθέτης, πρωταγωνιστής των έργων του), ο θίασος, στο παραπέντε της παράστασης ενώπιον του βασιλιά, με μυθοπλαστικά και ερμηνευτικά «δάνεια» από άλλα έργα, προσπαθεί να αυτοσχεδιάσει ένα έργο και μια παράσταση, η οποία τελικώς ματαιώνεται. Στους «Καλόπιστους θεατρίνους», ο σκηνοθέτης -πρωταγωνιστής Μερλέν, στήνει μια αυτοσχέδια, επίσης, παράσταση, μια ερωτική κωμωδία, με «ήρωες» πρόσωπα του οικιακού περιβάλλοντος μιας αρχόντισσας.

«Αμλετ»
«Αμλετ»
Καθώς ο Β. Παπαβασιλείου έχει στο ενεργητικό του δυο σπουδαίες παραστάσεις με το έργο «Ζουβέ - Ελβίρα» και την «Ελένη» του Ρίτσου, με αισθητικό «πυρήνα» τη σκηνική προετοιμασία ενός έργου, οι προσδοκίες για την παράσταση αυτή ήταν μεγάλες. Τι συνέβη και το σκηνικό αποτέλεσμα ήταν μακράν των προσδοκιών, δημιουργώντας την εντύπωση μιας παράστασης βιαστικής, επιφανειακά δουλεμένης και νευρικής, γεγονός που παγώνει το κωμικό στοιχείο και αντανακλάται έντονα στην ερμηνεία του άξιου ηθοποιού Νίκου Καραθάνου, ο οποίος επωμίστηκε και τους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους, καταφεύγοντας σε ευκολίες του, χωρίς να καταφέρει, έστω και λίγο, να τους διαφοροποιήσει υποκριτικά; Αναφέρουμε όμως τις αξιόλογες ερμηνευτικές επιδόσεις - σε μικρούς ρόλους - των Γιώργου Γιαννακάκου, Αθηνάς Μαξίμου, Βασίλη Χαλακατεβάκη, Ελένης Κοκκίδου, Βερόνικας Ηλιοπούλου, Αναστασίας Γκολέμα, Ιωάννας Μαυρέα.


«Κατά λάθος πρόβες»
«Κατά λάθος πρόβες»

«Αμλετ»
στο «Κοτοπούλη-Ρεξ»

Εδώ και δεκαετίες στην ελληνική θεατρική παιδεία και δημιουργία σπανίζει το μεγάλο ποιητικό θέατρο. Πόσοι μεταφραστές, σκηνοθέτες, συνθέτες, ηθοποιοί, των νεότερων γενιών, έχουν λ.χ. παιδευτεί στο σαιξπηρικό θέατρο; Αυτό το δύσκολο ερώτημα αιωρείται στην παράσταση του σαιξπηρικού «Αμλετ», στο «Κοτοπούλη - Ρεξ». Το Εθνικό Θέατρο, προσπαθώντας, προφανώς, να αντιμετωπίσει συνετά το παραπάνω πρόβλημα, εμπιστεύτηκε τη μετάφραση και τη σκηνοθεσία του σαιξπηρικού μεγαλουργήματος στον Μιχάλη Κακογιάννη. Το αφαιρετικό, επιβλητικό σκηνικό και τα εξαιρετικά κοστούμια εποχής του υπεράξιου Γιώργου Πάτσα, φώτισε «ζοφερά» ο Λευτέρης Παυλόπουλος.

Ο Μ. Κακογιάννης είναι καταξιωμένος διεθνώς ως σκηνοθέτης, κυρίως του κινηματογράφου. Ο Μ. Κακογιάννης είναι και ένας συνετός, μετρημένος σκηνοθέτης του θεάτρου. Αυτές τις ιδιότητές του αντανακλούν η στρωτή, κατανοητή μετάφραση και η λιτά ρεαλιστική σκηνοθεσία του στον «Αμλετ». Αρκούν, όμως, αυτά τα στοιχεία, σε ένα τόσο σπουδαίο, πολύπλευρο και πολύσημο θεματολογικά, ποιητικό δημιούργημα - «καθρέφτη» των αισθημάτων του ανθρώπου, των αμαρτιών της εξουσίας, των παθών της κοινωνίας; Η παράσταση του Μ. Κακογιάννη ισορρόπησε «νοικοκυρεμένα» ανάμεσα στο ακαδημαϊκό και στο μοντέρνο, χωρίς ίχνος υπερβολών. Της έλειψε, όμως, το ποιητικό αίσθημα και κλίμα, το αισθητικά καινούριο και ως προς τη μετάφραση και ως προς τη σκηνοθεσία και ως προς το ερμηνευτικό σύνολο. Γι' αυτό ως «όαση» προβάλλει η ερμηνεία του Θέμι Πάνου, ο οποίος καταθέτει μια άκρως ενδιαφέρουσα, ασυνήθιστη, διόλου σχηματική και διεκπεραιωτική άποψη για το ρόλο του Πολώνιου. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης (Αμλετ), με μέτρο και σοβαρότητα, άντεξε το βάρος του και είχε μερικές καλές στιγμές. Αξιόλογες, αναλογούσες στη σκηνοθεσία είναι οι ερμηνείες των άξιων ηθοποιών Στέλιου Μάινα, Δημήτρη Καραμπέτση, Βέρας Κρούσκα, Νίκου Μπουσδούκου, Δημήτρη Μάριζα, Γιώργου Χαραλαμπίδη, Λευτέρη Λουκαδή. Συμπαθής ήταν η ερμηνευτική προσπάθεια των νέων ηθοποιών Μέμου Μπεγνή και Μαριάννας Πολυχρονίδη.


«Η τέταρτη αδελφή»
στο «Κάππα»

Εκπληξη, προπαντός ως έργο, αλλά και ως παράσταση, αποτελεί η «Τέταρτη αδελφή» του Πολωνού συγγραφέα Γιάνους Γκλοβάτσκι. Ο συγγραφέας υπήρξε επικριτής του σοσιαλισμού, όσο ζούσε στην πατρίδα του. Σήμερα, που ζει στις ΗΠΑ, βιώνει το «όνειρο» της αμερικάνικης «ελευθερίας» και «δημοκρατίας». Γνωρίζει, όμως, όπως όλη η οικουμένη, τα ανθρώπινα και κοινωνικά συντρίμμια που επέφερε η ανατροπή του σοσιαλισμού. Μπορεί να είναι παράξενο, πάντως ο Γκλοβάτσκι δεν κλείνει τα μάτια μπροστά στο - τραγικών, κοινωνικών και ανθρωπιστικών συνεπειών - φαινόμενο άγριου εξαμερικανισμού των πρώην σοσιαλιστικών χωρών. Τον προβληματίζει το γεγονός ότι πάνω σε ανθρώπινα «κομμάτια και θρύψαλα», στα συντρίμμια των μακραίωνων ηθικών και πολιτιστικών παραδόσεων και πάνω στο «σώμα» της σοσιαλιστικής ιστορίας των χωρών αυτών, θρονιάστηκαν αμερικανόθρεφτες «αξίες»: Ανήθικοι, διεστραμμένοι, απατεώνες πολιτικοί, μεγάλοι και μικρότεροι ανταγωνιστές μαφιόζοι, αδυσώπητοι έμποροι ναρκωτικών, μαστροποί, λογής λογής εκμεταλλευτές της ανθρώπινης δυστυχίας και του δικαιώματος κάθε ανθρώπου στην ευτυχία, και κυρίως ο εξαμερικανισμένος τρόπος ζωής που «μολύνει» - έως θανάτου - κυρίως, τις νέες γενιές και εκτροχιάζει όλη την κοινωνία.

Ο συγγραφέας, αντλώντας την ιδέα από τη φρούδα ελπίδα των τσεχωφικών «Τριών αδελφών» ότι θα ευτυχήσουν αν πάνε στη Μόσχα, πλάθει τρεις σύγχρονες Ρωσίδες αδελφές, με τη φρούδα ελπίδα ότι θα ζούσαν μια καλύτερη ζωή από αυτή που ζουν στη σημερινή πατρίδα τους, αν μπορούσαν να πάνε στις ΗΠΑ. Ο συγγραφέας για να υπογραμμίσει, αφ' ενός το μέγεθος της δυστυχίας, το πρόβλημα των ολοένα αυξανόμενων άστεγων, πεινασμένων, άγρια και πολύμορφα εκμεταλλευόμενων ορφανών παιδιών στη σημερινή Ρωσία, και αφ' ετέρου το πόσο απατηλό είναι το «αμερικάνικο όνειρο», εφευρίσκει και ένα τέταρτο πρόσωπο. Ενα ορφανό αγόρι, που περιμάζεψε στο σπίτι του ο πατέρας των τριών αδελφών, πρώην στρατιωτικός, μαχητής στο Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο. Το αγόρι αυτό, στη διαδρομή του μύθου, μεταμορφωμένο σε κορίτσι, σε «τέταρτη αδελφή», ως «δόλωμα» για την εξασφάλιση βίζας στις τρεις αδελφές, στέλνεται στις ΗΠΑ, και γυρίζει άπραγο, έχοντας «γευτεί» την απάτη και τον εφιάλτη του πολυπόθητου «αμερικάνικου ονείρου».

Το έργο του Γκλοβάτσκι, σύνθεση ρεαλισμού και σαρκαστικού υπερρεαλισμού, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και ως θέμα και ως γραφή. Σκληρό και πικρό, όπως σκληρή και πικρή είναι η αλήθεια. Βαθιά δραματικό, παρά τη φαινομενικά σατιρική επιφάνειά του. Καταγγελτικά πολιτικό, παρότι δε δηλώνεται σαν τέτοιο. Ευτύχημα είναι και το γεγονός ότι το έργο έπεσε στα άξια και έμπειρα σκηνοθετικά χέρια του Σλόμπονταν Ουνκόφσκι. Ενός δημιουργού, ο οποίος βίωσε τις συνέπειες της ανατροπής του σοσιαλισμού και το διαμελισμό της ενιαίας πατρίδας του, της Γιουγκοσλαβίας. Ο Ουνκόφσκι έστησε μια δραματικά ρεαλιστική και ταυτόχρονα πικρά σαρκαστική, γοργή και μοντέρνας αντίληψης παράσταση και με ευρηματικούς, σαφέστατους και καταγγελτικούς υπαινιγμούς για τον άγριο εξαμερικανισμό της ρώσικης κοινωνίας, με συνεργό τα ευέλικτα σκηνικά (Μέτα Χοσεβάρ) και τα αρμόζοντα κοστούμια (Αντζελίνα Ατλαγκίτς) και την εύγλωττη μετάφραση (Γκάγκα Ρόσιτς). Ο σκηνοθέτης είχε στη διάθεσή του πολύ καλούς ηθοποιούς, αλλά και η καθοδήγησή του απέδωσε εξαιρετικά ερμηνευτικά αποτελέσματα από όλους, ιδιαίτερα από την έξοχη Αμαλία Μουτούση, τη λιτή και μετρημένη Μαρία Ναυπλιώτου, τις βαθείς και ώριμες ερμηνείες της Αννας Μακράκη και Χρήστου Πάρλα, του αισθαντικού Θάνου Σαμαρά, του καίριου Θανάση Ευθυμιάδη, της εκφραστικής και άμεσης Μαριλίτας Λαμπροπούλου. Μια μόνο παρατήρηση: Ο σκηνοθέτης δεν μπόρεσε - και θα μπορούσε - να ελέγξει το βαθμό αρτιότητας και καθαρότητας στην εκφορά του λόγου από τους νεότερους ηθοποιούς.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ