ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 1 Γενάρη 2004
Σελ. /32
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
«Απασχολήσιμος» στα χρόνια της ΟΝΕ...

Κατάργησαν το 8ωρο, χτύπησαν την πλήρη και σταθερή εργασία, ενίσχυσαν κάθε είδους ελαστική μορφή απασχόλησης (μερική απασχόληση, προσωρινή απασχόληση, ακόμα και απασχόληση με σύμβαση μιας μέρας) επέβαλαν και με νόμο το «δουλεμπόριο» των εργαζομένων, παραδίδουν τζάμπα εργάτες στο κεφάλαιο! Αυτά είναι τα «επιτεύγματα» της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Ο «απασχολήσιμος» που διακήρυξε πριν μερικά χρόνια ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης, γίνεται, έχει γίνει ήδη πραγματικότητα. Η «απασχολησιμότητα» αντί της εργασίας είναι το μοντέλο που πρεσβεύουν τα κόμματα του Μάαστριχτ, την, ένδοξη γι' αυτούς, εποχή της ΟΝΕ.

Το μεγάλο κεφάλαιο πράγματι βρήκε άξιους υπηρέτες. Βρήκε άξιους συμμάχους, την κυβέρνηση και τα κόμματα που στηρίζουν τα κέρδη του και από κοινού σήμερα έχουν μετατρέψει την αγορά εργασίας σε ένα μεγάλο «σκλαβοπάζαρο», έχουν βάλει «ταφόπλακα» σε δικαιώματα και κατακτήσεις των εργαζομένων. Το κεφάλαιο βρήκε άξιο σύμμαχο τις συμβιβασμένες ηγεσίες στο συνδικαλιστικό κίνημα που μέσα από τους «κοινωνικούς διαλόγους» έδιναν και δίνουν τη συγκατάθεσή τους για ακόμα μεγαλύτερο ξεζούμισμα της εργατικής τάξης. Για τη μετατροπή του εργάτη σε σκλάβο.

Η κυβέρνηση εφαρμόζοντας αυτήν την πολιτική εξυπηρετεί ένα βασικό της στόχο που είναι η πλήρης συμμόρφωση με τη στρατηγική της Λισαβόνας, που στο όνομα μιας ακόμα «ανταγωνιστικότερης» οικονομίας της ΕΕ, δηλαδή του κεφαλαίου, θα χτυπηθούν άγρια δικαιώματα και κατακτήσεις των εργαζομένων συνολικά στην ΕΕ, θα ελαστικοποιηθούν στο έπακρο οι εργασιακές σχέσεις, τέρμα το 8ωρο, τέρμα η πλήρης και σταθερή εργασία, θα γκρεμιστεί το όποιο κράτος πρόνοιας. Την επίτευξη αυτού του στόχου προβλέπει και η «Χάρτα Σύγκλισης».

Η τελευταία λοιπόν 4ετία αποτέλεσε μια περίοδο σημαντικής ενίσχυσης των κερδών του κεφαλαίου με την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων. Το 1998 ο τότε υπουργός Εργασίας της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ Μ. Παπαϊωάννου όταν κατέθετε στη Βουλή το αντεργατικό νομοσχέδιο και μετέπειτα νόμο 2639/98 ισχυριζόταν, ότι με το νόμο αυτό εκτός από την «ευελιξία» στηρίζεται η ασφάλιση των εργαζομένων και ενισχύεται η απασχόληση. Αυτός ο νόμος έβαλε γερά τα θεμέλια της κατάργησης του 8ωρου και πέρασε μια σειρά αντεργατικές ρυθμίσεις, όπως την ενίσχυση της μερικής απασχόλησης. Με το νόμο 2874/2000 η κυβέρνηση επιδίωξε να τελειοποιήσει το νόμο 2639/1998 για να εξασφαλίσει έτσι μεγαλύτερη «ευελιξία» και πιο φτηνή εργατική δύναμη. Κεντρικός πυρήνας του νομοσχεδίου ήταν η «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας, καθώς επίσης και μια σειρά ακόμα αντεργατικές ρυθμίσεις. Και τότε ο υπουργός Εργασίας, Τ. Γιαννίτσης, και συνολικά η κυβέρνηση υποστήριζαν ότι θα ενισχυθεί η απασχόληση.

Ακολούθησε το μεγάλο χτύπημα της κυβέρνησης στην Κοινωνική Ασφάλιση για να έρθει και πάλι σήμερα να δώσει ένα ακόμα σκληρό χτύπημα, χαρίζοντας τζάμπα εργατικά χέρια στο κεφάλαιο, για να αυξηθούν ακόμα περισσότερο τα κέρδη του!

Ο στόχος σήμερα του «απασχολήσιμου» αγκαλιάζει όλο και περισσότερους εργαζόμενους. Εχει διαμορφωθεί ένα μαύρο εργασιακό περιβάλλον το οποίο επιδιώκεται να γίνει ακόμα χειρότερο. Ενα περιβάλλον ανέργων, ένα περιβάλλον στο οποίο οι εργαζόμενοι θα δουλεύουν όποτε, όπως και για όσο η εργοδοσία θα επιθυμεί. Ενα περιβάλλον στο οποίο ήδη μια θέση εργασίας μοιράζεται σε δυο, ακόμα και τρεις και που αυτό θα διευρυνθεί ακόμα περισσότερο. Οι νέοι εργάτες που θα βγουν στην παραγωγή δεν πρέπει να βρουν τίποτα από τις κατακτήσεις των πατεράδων τους. Να καταρτίζονται και να επανακαταρτίζονται για μισό κομμάτι ψωμί. Πρέπει να διαμορφωθούν συνειδήσεις πλήρως υποταγμένες στις επιθυμίες της εργοδοσίας, να υπηρετούν τα κέρδη τους...

Ο «Ρ» επέλεξε να δημοσιεύσει σήμερα την αποκαλυπτική μαρτυρία μιας νέας κοπέλας, εργαζόμενης σε εταιρία «ενοικίασης» εργαζομένων. Μια μαρτυρία που δεν είναι η εξαίρεση. Δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό. Πίσω από τη συγκεκριμένη μαρτυρία, προβάλλει ένας ολόκληρος άθλιος εργασιακός κόσμος. Οχι μόνο για τις συνθήκες εργασίας, για τους μισθούς, αλλά και για τη μεθοδευμένη προσπάθεια των επιχειρήσεων αυτών στη συνείδηση των νέων εργαζομένων. Μια επιχείρηση ψυχολογικού πολέμου που αποβλέπει πολύ μακριά, στην ίδια την υποταγή και την άνευ όρων παράδοση της εργατικής τάξης. Εδώ ίσως ταιριάζει και η γνωστή φράση του Μαρξ: Οτι κάποιοι δε θέλουν απλώς τον εργάτη μισθωτό σκλάβο, αλλά ευχαριστημένο μισθωτό σκλάβο.


Γιώτα ΔΙΑΜΑΝΤΑΚΗ

ΔΟΥΛΕΜΠΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ
Ο απόλυτος εξευτελισμός του εργάτη!

Η «ενοικίαση» των εργαζομένων δεν είναι «δουλεμπόριο», αλλά μια νόμιμη μορφή απασχόλησης που ισχύει με νόμο του κράτους και εφαρμόζεται συνολικά σε όλη την Ευρώπη! Ετσι είχε απαντήσει πρόσφατα ο Λ. Τζιόλας, υφυπουργός Εργασίας, σε συνδικαλιστές, που σε διάβημα διαμαρτυρίας κατήγγειλαν ως δουλεμπόριο την «ενοικίαση» των εργαζομένων! Η παρακάτω μαρτυρία της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου, 23 ετών, η οποία εργάστηκε στη «MANPOWER», πολυεθνική δουλεμπορική επιχείρηση, είναι αποκαλυπτική για το τι προσδοκά η κυβέρνηση με τη νομιμοποίηση της «ενοικίασης».

«Διάβασα μια αγγελία ότι ήθελαν κάποια άτομα για το ξενοδοχείο "ΠΑΡΚ", να δουλέψουν στις υπηρεσίες. Δεν έλεγαν τι ακριβώς. Μετά έμαθα, όταν πήγα να υπογράψω σύμβαση, ότι θα δούλευα για το "ΠΑΡΚ" αλλά μέσω της "MANPOWER". Συγκεκριμένα πήγα στο "ΠΑΡΚ" και μου λένε θα πας στη "MANPOWER". Πήγα εκεί και έμαθα ότι θα υπογράφω σύμβαση κάθε τρεις βδομάδες, αυτό κράτησε για όσο καιρό δούλεψα, δηλαδή από τον Οκτώβρη του 2002 μέχρι το Μάρτη του 2003. Μιλάμε για 4 ευρώ την ώρα μεικτά, δηλαδή 3,20 καθαρά, για 4ωρη απασχόληση. Εβγαιναν γύρω στα 300 ευρώ το μήνα. Ημασταν γύρω στα 15 άτομα σε ένα δωμάτιο πολύ μικρό γεμάτο γραφεία και τηλέφωνα και ένα κουδουνάκι. Παίρναμε τηλέφωνο με ένα κείμενο που μας είχαν δώσει και παρουσιάζαμε μια νέα υπηρεσία του "ΠΑΡΚ", που μετά καταλάβαμε ότι την είχε αναλάβει η "MANPOWER". Παίρναμε συνεχώς τηλέφωνο χωρίς διακοπή, κάναμε ένα διάλειμμα 10 λεπτά στο 4ωρο. Βέβαια, σου παρουσίαζαν ότι δε θα είναι αυτός ο μισθός σου μόνο. Θα έχει κάποια κίνητρα που θα είναι με μπόνους. Γι' αυτά τα μπόνους ο μάνατζερ έπαιζε με την ψυχολογία σου απόλυτα».

«Σας εξευτελίζω, αλλά είμαστε μια καλή παρέα»

Από κατάληψητου ΠΑΜΕ στη «δουλεμπορική»επιχείρηση «MANPOWER»
Από κατάληψητου ΠΑΜΕ στη «δουλεμπορική»επιχείρηση «MANPOWER»
Σε ερώτησή μας τι εννοεί όταν λέει ότι ο μάνατζερ έπαιζε με την ψυχολογία των εργαζομένων, η Αλεξάνδρα αποκαλύπτει:

«Ηταν ένα παιχνίδι καρότου και λαγού. Σου έλεγε ο μάνατζερ, αν είστε καλά παιδιά και όλη η ομάδα κάνει 15 κάρτες, για παράδειγμα, θα πάρετε όλοι μπόνους από 1 (!) ευρώ ή 2 (!) ευρώ. Ο,τι του άρεσε σου έλεγε. Κάθε μέρα το άλλαζε. Την άλλη μέρα έλεγε αν όλο το γκρουπ έχει κάνει 15 κάρτες, μπόνους θα πάρει αυτός που έχει κάνει κάρτα, όχι όλοι, αυτό το μπόνους ήταν 2 ευρώ ή 5 ευρώ, δεν έφτανε βέβαια ποτέ πάνω από 5 ευρώ, σπάνια.

Τα Χριστούγεννα, μας λέει, θα έχω εδώ κάτι μπαλόνια, θα τα κρεμάω γύρω γύρω, όποιος κάνει κάρτα - δηλαδή έκλεινε πελάτη -θα χτυπάει το κουδουνάκι- γιατί μας είχε ένα κουδουνάκι να χτυπάμε - μετά θα παίρνει ένα μπαλόνι, θα κάθεται πάνω στο μπαλόνι - βέβαια εγώ αυτά δεν τα έκανα - θα σκάει το μπαλόνι και μέσα θα υπάρχει ένα χαρτάκι, το δώρο του. Αυτό ήταν το μπόνους, δυο ευρώ ας πούμε.

Μετά κάναμε το άλλο. Μας λέει, όποιος κερδίζει μπόνους, θα το παίζουμε στα χαρτιά. Θα πάρεις κάποια λεφτά, θα παίξουμε το παιχνίδι "21"... Αυτά ήταν στα πλαίσια του κινήτρου. Αμα χάσεις δε σου δίνω τίποτα, άμα κερδίσεις θα πάρεις 3 ευρώ. Αυτό το κάναμε βέβαια μετά το 4ωρο. Η κατάσταση ήταν τραγική, έπαιζε πάρα πολύ με την ψυχολογία μας. Σε "έπαιζε" κανονικά. Εκανε απίστευτα πράγματα. Τη μια μέρα, θα σου δώσω μπόνους, την άλλη τίποτα, τη μια μέρα με γέλια, την άλλη με νεύρα.

Ηταν από πάνω σου όλη την ώρα. Δεν υπήρχε θέμα, σταματάω να πάρω ανάσα. Το χειρότερο ήταν αυτό που πήγε να βγάλει και σε πολλούς το κατάφερνε. Οτι, δηλαδή, εδώ είμαστε όλοι μια καλή οικογένεια. Μας έλεγε, ξέρω γω, την Πρωτοχρονιά θα σας φέρω "Κόκα - Κόλες" και πίτσες να φάμε. Με αυτό τον τρόπο προσπαθούσε να μας κάνει να ξεχάσουμε τι γίνεται κάθε μέρα. Μας έλεγε, ας πούμε, να βγούμε να πιούμε ποτό, γιατί είμαστε ωραία παρέα και φίλοι».

Η απόλυτη πίεση!

«Δουλεύαμε σε ένα χώρο πάρα πολύ άσχημο. Πολύ μικρό. Η θέρμανση δεν ήταν καθόλου καλή». Σε ό,τι αφορά τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, η Αλεξάνδρα διευκρινίζει: «Ηταν πολύ καθαρό γιατί υπογράφαμε συμβάσεις κάθε τρεις βδομάδες. Γιατί όποτε ήθελαν μπορούσαν να μας διώξουν. Και μας πίεζαν κιόλας με αυτόν τον τρόπο. Αν δεν ήσουν "αποδοτικός", όπως αυτοί το εννοούσαν, σε έδιωχναν. Ο μάνατζερ μας πίεζε παρά πολύ. Αν στη βδομάδα δεν είχες κάνει κάρτα ή όσες κάρτες ήθελε, σου έλεγε: "Πρέπει να κάνεις κάρτες, γιατί δεν ξέρω πώς θα το δω το πράγμα". Μια παντρεμένη κοπέλα την έδιωξαν. Ετσι απλά εξαφανίστηκε. Πήγαμε μια μέρα και δεν τη βρήκαμε. Απόλυτη πίεση.

Αυτός ο μάνατζερ συμπεριφερόταν με τέτοιο τρόπο που σου έλεγε ξεκάθαρα ότι έπρεπε να παρακαλάς κιόλας για τα λεφτά που δουλεύεις, έπρεπε να κάνεις υποκλίσεις σε αυτόν. Αυτό που "μας την έδινε" ήταν ότι κάνουμε ό,τι κάνουμε, αλλά εργοδοσία και εργάτες είναι φίλοι. Δηλαδή μπορεί να σε μείωνε, να σε έφτανε στο χειρότερο σημείο και κατά τ' άλλα γελάκια και είμαστε φίλοι και πάμε να πιούμε κανένα ποτό. Και άλλο αν την επόμενη μέρα εσύ δεν έβλεπες δυο συναδέλφους γιατί απολύθηκαν. Σου έλεγαν μάλιστα ότι άμα είσαι καλός θα προχωρήσεις, θα γίνεις στέλεχος της επιχείρησης. Για να το πετύχεις βέβαια αυτό, έπρεπε να είσαι ο τσάτσος της ομάδας.

Αν κάποιος εργαζόμενος είχε πρόβλημα, ερχόταν η υπεύθυνη προσωπικού της "MANPOWER". Εγώ την είχα καλέσει. Εν τω μεταξύ όταν είχα πει στον μάνατζερ για τις αποδοχές, μου έλεγε ότι τα 3,20 ευρώ καθαρά ήταν πολλά λεφτά και ότι μέσα σε αυτά ήταν και όσα επιδόματα προβλέπονται και δεν πρέπει να ζητήσετε τίποτα παραπάνω. Την υπεύθυνη την είχε φέρει ο μάνατζερ μια φορά για να μας κάνει τη διάλεξή τους, δηλαδή γιατί δεν πρέπει να ζητάμε παραπάνω λεφτά, γιατί πρέπει να είμαστε πάρα πολύ ικανοποιημένοι. Μας είπε μάλιστα πως γι' αυτή τη δουλιά που κάνουμε σε σχέση με άλλους, παίρνουμε πάρα πολύ καλά λεφτά».

«Τσατσάδες» των εργατών

«Το καθεστώς - συνεχίζει η Αλεξάνδρα - σε αυτές τις εταιρίες είναι απαράδεκτο. Αυτές οι εταιρίες είναι σαν "τσατσά" που σε προωθεί. Αυτό αποδεικνύουν οι συνθήκες και οι όροι με τους οποίους δουλεύεις. Εγώ αποχώρησα γιατί δεν μπορούσα άλλο. Μονίμως μας πιπίλαγαν με το ζήτημα της αποδοτικότητας. Οτι είσαι μια μηχανή και ότι όποιος δεν παράγει, δεν μπορεί να μιλάει. Σου έλεγε συνεχώς, δε δούλευες, δεν έκανες κάρτες, τι έκανες εδώ μέσα. Σε έκανε να αισθάνεσαι απαίσια. Σε μείωνε απόλυτα. Εγώ μπόρεσα και έφυγα. Αν είχα οικογένεια και παιδιά και έπρεπε να μείνω, η κάθε μέρα μου εκεί μέσα θα ήταν εφιάλτης. Το λέω και το εννοώ. Αν κάποιος δεν έχει συνειδητοποιήσει κιόλας ότι αυτό πρέπει να αλλάξει, ότι δεν μπορούμε να δεχτούμε αυτό το νέο μοντέλο, σε έπειθαν κιόλας, γιατί είναι "μανούλες" σε πληροφορώ, ότι εσύ φταις που απολύθηκες, γιατί δε δούλευες.

Εγώ το λέω, αυτό δε θα είναι το μέλλον μου. Οι εργαζόμενοι πρέπει να αντισταθούν σε αυτό το νέο μοντέλο, σε αυτές τις νέες μορφές απασχόλησης. Πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να μην επικρατήσουν».

Μισθός, ευρώ 300!

Οι χυδαίες συνθήκες απασχόλησης, τις οποίες η κυβέρνηση φρόντισε όλα αυτά τα χρόνια και φροντίζει να τις διευρύνει, είναι η μια μεριά του νομίσματος αυτής της αντεργατικής πολιτικής. Η άλλη πλευρά είναι οι άθλιοι μισθοί που προκύπτουν από αυτήν την πολιτική. Γιατί μπορεί η κυβέρνηση να ισχυρίζεται ότι με τη «μερική απασχόληση» θα μειωθεί η ανεργία, όμως οι εργαζόμενοι που σήμερα δουλεύουν για 300 ευρώ, ψάχνουν και για δεύτερη δουλιά.

Οπως τονίζει η Αλεξάνδρα τα σχεδόν 300 ευρώ που έπαιρνε μισθό, έφταναν για να πληρώνει το φροντιστήριό της που ήταν 80 ευρώ το μήνα και να καλύπτει μόνο τα προσωπικά της έξοδα. «Μένω με τους γονείς μου - λέει - αν έμενα μόνη θα έπρεπε να κάνω και δεύτερη δουλιά».

Η Ελένη Πασά, 21 ετών, δούλεψε στη «MANPOWER» ακριβώς την ίδια περίοδο και στην ίδια δουλιά, στο ξενοδοχείο «ΠΑΡΚ» με την Αλεξάνδρα. Η διαφορά ήταν ότι η Ελένη απολύθηκε από την «MANPOWER» γιατί αρρώστησε! «Είχα αρχικά ζητήσει μια βδομάδα άδεια γιατί διάβαζα. Μετά όμως αρρώστησα και δεν μπορούσα να πάω στη δουλιά. Με πήραν τηλέφωνο για να μου πουν ότι "δυστυχώς η συνεργασία μας διακόπτεται, γιατί δε δικαιούσαι παραπάνω άδεια"»...

Και συνεχίζει: «Στην Αθήνα μένω μόνη μου λόγω σπουδών. Οι γονείς μου πληρώνουν το ενοίκιο, αλλά μόνο αυτό, δεν έχουν δυνατότητα για κάτι παραπάνω. Με αυτά τα 300 ευρώ που έπαιρνα κάλυπτα μόνο τα βασικά έξοδα, λογαριασμούς, σούπερ - μάρκετ, έξοδα κίνησης. Δεν μπορούσα να πάω σε ένα θέατρο ή να αγοράσω κάτι για μένα. Ομως η εργοδοσία θέλει να σε βλέπει χαρούμενο, να χαμογελάς συνέχεια, να μιλάς χαρούμενα στους πελάτες».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ