ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 29 Φλεβάρη 2004
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
Ωρες αποφάσεων...

Μια εβδομάδα απόμεινε κι οι εκλογές τείνουν να γίνουν εφιάλτης για την επόμενη μέρα. Το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία δε μιλούν για την εξωτερική πολιτική και άμυνα. Αποδέχονται φανερά την ανάγκη μισθοφορικού στρατού και τη συμμετοχή του σε εκστρατείες εκτός συνόρων. Δεν αρνούνται την πιθανότητα αποστολής του στο Ιράκ αδιαφορώντας για τις πιθανές συνέπειες ενός τέτοιου εγχειρήματος. Συμφωνούν στα μουλωχτά με την αναγωγή της αμερικανικής βάσης της Σούδας σε κύριο στρατιωτικό ορμητήριο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Εχοντας αποδεχτεί την αλλαγή του στρατιωτικού νέου επιθετικού δόγματος του ΝΑΤΟ, βουλιάζουν στο βούρκο των στρατοκρατικών επεμβάσεων της ευρω-ατλαντικής οικογένειας. Οταν μιλούν για ισχυρή Ελλάδα, εννοούν αυτήν, ακριβώς την πορεία. Αλλωστε, σε μια κοινωνία που κυριαρχείται από ταξικές αντιθέσεις με κυριότερη μεταξύ του κεφαλαίου και της εργατικής δύναμης, κάθε αναφορά σε ισχυροσύνη είναι, πράγματι, αληθινή. Αρκεί να διευκρινίζεται για λογαριασμό ποιας κοινωνικής μερίδας πραγματοποιείται. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τα περί «αληθινού και δήθεν εκσυγχρονισμού». Αυτό θα φανεί ακόμη πιο καθαρά μετά τις εκλογές τόσο στην εξωτερική πολιτική, όσο και στην άμυνα. Είναι ενδεικτικός π.χ. ο ισχυρισμός του ΠΑΣΟΚ για τον περιορισμό των εξοπλιστικών εξόδων λόγω της ελληνο-τουρκικής λεγόμενης προσέγγισης όταν είναι γνωστή η πρωτοφανής παραγγελία εξοπλισμών μαμούθ για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια.

Είναι μια πλευρά που ούτε η ΝΔ θίγει. Είναι, πράγματι, γεγονός η επαγγελλόμενη αλλαγή της Ελλάδας κι από τα δυο κόμματα. Εκείνο που πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι το περιεχόμενο αυτής της αλλαγής. Αυτή η αλλαγή έχει αρχίσει, κατ' ουσία, τα τελευταία δέκα χρόνια. Ξεκίνησε με το δόγμα της διείσδυσης της Ελλάδας στα Βαλκάνια μετά την ανατροπή της ΕΣΣΔ και των Λαϊκών Δημοκρατιών.

Οι ενδόμυχες ιμπεριαλιστικές προσδοκίες στηρίχτηκαν στο ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα - μέλος του ΝΑΤΟ και της υπαρκτής Ευρωπαϊκής Ενωσης. Στηρίχτηκαν, δηλαδή, στην κατίσχυση του Ευρωατλαντισμού που αποτέλεσε και αποτελεί το πλέον αντιδραστικό γεγονός του πλανήτη. Η διείσδυση στηρίχτηκε στην απαίτηση του ελληνικού καπιταλισμού, μικρού και μεγάλου, να αφαιμάξει τη λαϊκή οικονομία διαμέσου του πιστωτικού και χρηματιστηριακού συστήματος. Ταυτόχρονα η κυβερνητική και γενικότερη αστική εξουσία έδωσε τα διαπιστευτήριά της, ένα λόγο τιμής, στον αμερικανικό και ευρωενωσιακό ιμπεριαλιστικό καπιταλισμό.

Τώρα η αλλαγή αυτή είναι προσανατολισμένη και σε εξέλιξη. Η φτώχεια κι η ανεργία είναι επακόλουθο αυτής της πορείας που θέλει τα χρήματα του εθνικού προϋπολογισμού να δαπανώνται στη συμμετοχή Ελλήνων μισθοφόρων και εξοπλισμών και στην ενίσχυση του κεφαλαίου.

Πολλοί αναρωτιούνται για την εντεινόμενη πτώση του λαϊκού βιοτικού επιπέδου της τελευταίας δεκαετίας. Για να κατανοηθεί πρέπει να συνδεθεί με την αντίστροφη άνοδο της ισχυροσύνης του ελληνικού καπιταλισμού τόσο εσωτερικά όσο και στα Βαλκάνια. Η εικόνα της οικονομικής, εμπορικής και βιομηχανικής ερήμωσης υπάρχει μόνο στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Αντίθετα, αποτελεί βασική προϋπόθεση στην ισχυροσύνη του κεφαλαίου. Κάθε ενέργεια που αμφισβητεί αυτή την πορεία έρχεται σε σύγκρουση με βασικές αρχές λειτουργίας του ελληνικού κεφαλαίου.

Τελικά, η αλαζονική δήλωση περί ισχυρής Ελλάδας είναι προϋπόθεση κι αποτέλεσμα μαζί της καταπληκτικής λαϊκής φτώχειας. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η ελληνική αστική τάξη κατόρθωσε να περιορίσει δραματικά το λαϊκό εισόδημα και να οδηγήσει τον ένα στους τέσσερις Ελληνες κάτω από το όριο της φτώχειας, δηλ. στο κοινωνικο-οικονομικό περιθώριο.

Οταν ένας λαός τρέχει θολωμένος να εξασφαλίσει το ανασφάλιστο και βαλλόμενο επίπεδο ζωής του έως τα έσχατα όρια υλικής και ηθικής εξαθλίωσης, τότε δυσκολεύεται να ασχοληθεί με σημαντικά εθνικά προβλήματα. Αυτή είναι η ώρα που ιέρακες και κόρακες επιπίπτουν επί του σώματος της Ελλάδας σχίζοντας και μοιράζοντας τα σάβανά της. Ταυτόχρονα είναι κι η ιστορική στιγμή που ο λαός των Ελλήνων καλείται να εγερθεί με μπροστάρη τα εργαζόμενα παιδιά του. Είναι το έσχατο ιστορικό στοίχημα. Σ' αυτές τις εκλογές οι Ελληνες μέλλουν να δείξουν τον καταξιωμένο από τα βάθη της Ιστορίας πατριωτισμό τους ή την έσχατη ντροπή της ανημπόριας.


Αντώνης ΔΑΜΙΓΟΣ


ΟΛΛΑΝΔΙΑ
Διωγμένοι από τον «παράδεισο του φιλελευθερισμού»

Πριν από λίγα χρόνια, ο Πιμ Φορτάιν και ο εκλογικός του συνασπισμός συντάραξαν την Ευρώπη με τον απροκάλυπτο αντι-μεταναστευτικό λόγο τους και την εκλογική επιτυχία που τον συνόδευσε. Το ολλανδικό πολιτικό κατεστημένο ωστόσο, μετά και τη δολοφονία του ξενόφοβου πολιτικού, επέλεξε τη συμμετοχή της «Λίστας Πιμ Φορτάιν» (LPF) στην κυβέρνηση και συνεπώς στην ουσιαστική αποδοχή του μηνύματός της. Λίγα χρόνια αργότερα, η Λίστα κατέρρευσε εκλογικά και πλέον δύσκολα θα απασχολήσει ξανά τη διεθνή κοινή γνώμη. Η εξέλιξη αυτή, όμως, δε σήμανε και το τέλος της αντι-μεταναστευτικής πολιτικής και ρητορείας στην Ολλανδία. Τα αστικά κόμματα αποδείχτηκαν τελικά πολύ καλοί «μαθητές» των «ακραίων» και πλέον το «όραμα» του Φορτάιν αποτελεί κομμάτι του πολιτικού συστήματος.

Το γεγονός αυτό αποδείχτηκε περίτρανα πριν από μόλις δύο βδομάδες, όταν η ολλανδική Βουλή ενέκρινε, με ψήφους 83 υπέρ και 57 κατά, την απέλαση περίπου 26.000 μεταναστών, των οποίων οι αιτήσεις για παραχώρηση πολιτικού ασύλου έχουν απορριφθεί. Η πρόταση αποτελούσε προεκλογική δέσμευση του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDA) και υπερψηφίστηκε από τους βουλευτές των κομμάτων του κεντροδεξιού κυβερνητικού συνασπισμού, δηλαδή από το «CDA», τους «δεξιούς» φιλελεύθερους του «VVD» και τους «αριστερούς» φιλελεύθερους του «D-66». Μάλιστα, η υπουργός για τη Μετανάστευση, Ρίτα Φερντόνγκ, είναι μέλος του «VVD», σημάδι του πόσο πραγματικά «φιλελεύθερο» είναι το πολιτικό σύστημα της Ολλανδίας (κοινωνία που αποτελεί «παράδειγμα» για πολλούς για τους ελευθεριάζοντες θεσμούς της).

Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, όσοι έφθασαν στην Ολλανδία πριν από τον Απρίλη του 2001 και οι αιτήσεις των οποίων για την παραχώρηση πολιτικού ασύλου απερρίφθησαν, θα απελαθούν εντός των επόμενων τριών χρόνων. Η κυβέρνηση θα τους «προσφέρει» αεροπορικά εισιτήρια και θα τους δώσει προθεσμία 8 βδομάδες, προκειμένου να εγκαταλείψουν τη χώρα. Σε περίπτωση που αρνηθούν να φύγουν, θα συλληφθούν από τη μεταναστευτική υπηρεσία (συνοδευόμενη από αστυνομικές δυνάμεις) και θα οδηγηθούν σε «μεταναστευτικά κέντρα» (στρατόπεδα συγκέντρωσης, με άλλα λόγια). Εκεί, για τις επόμενες 8 βδομάδες, θα υποβάλλονται σε πιέσεις από δικηγόρους και γραφειοκράτες, προκειμένου να φύγουν «εθελοντικά» - έτσι ώστε να διασφαλίζεται ένας τελευταίος μανδύας νομιμότητας για την κυβέρνηση. Αν και σ' αυτήν την περίπτωση αρνηθούν να «απελαθούν εθελοντικά», τότε αντιμετωπίζουν μέχρι και 6μηνη ποινή κάθειρξης και παράλληλη στέρηση του δικαιώματος στην εργασία, στη δημόσια υγεία και στη λήψη κρατικών επιδομάτων (προβλέπεται, δηλαδή, η εξόντωσή τους). Οπότε, στην ουσία, ο μόνος ανοιχτός δρόμος είναι η επιστροφή στις χώρες από τις οποίες προήλθαν, στις οποίες, φυσικά, η διαβίωση είναι, το λιγότερο, Γολγοθάς.

Στόχος (υποτίθεται) της κυβέρνησης είναι να επισπεύσει τη διαδικασία εξέτασης της παραχώρησης πολιτικού ασύλου, που μέχρι τώρα έπαιρνε αρκετά χρόνια (εξ ου και πάρα πολλοί από όσους θα απελαθούν βρίσκονται περισσότερα από 5 χρόνια στην Ολλανδία). Αυτό θα το επιτύχει, κατά πώς φαίνεται, με το να στείλει όλους αυτούς τους ανθρώπους στις χώρες τους... Συνολικά, μόνο 2.300 μετανάστες θα λάβουν πολιτικό άσυλο.

Η αντιπολίτευση καταψήφισε το νομοσχέδιο, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η πολιτική που προτείνει (τουλάχιστον το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης, το Εργατικό «PvDA») είναι και πολύ διαφορετική. Χαρακτηριστικά, το Εργατικό Κόμμα επιθυμεί την παραχώρηση πολιτικού ασύλου σε 8.000 μετανάστες (αντί για τους 2.300), ενώ η μοναδική πρόταση της αντιπολίτευσης που τελικά ενσωματώθηκε στο νομοσχέδιο καλεί τις αρχές να μη χωρίζουν τις οικογένειες... Αλλωστε, προεκλογικά, ο αρχηγός του Εργατικού Κόμματος, Βούτερ Μπος, είχε ταχθεί υπέρ της περικοπής των επιδομάτων για όσους μετανάστες αποτύχουν σε εξέταση της ολλανδικής γλώσσας, ενώ και στη διάρκεια της κυβερνητικής τους θητείας (1998-2002) οι Εργατικοί είχαν πάρει σαφή μέτρα κατά της μετανάστευσης.

Το νομοσχέδιο της κυβέρνησης του Γιαν Πέτερ Μπαλκενέντε καταδικάστηκε έντονα από οργανώσεις για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και από το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο της Ολλανδίας, ενώ κριτική άσκησε και η αρμόδια υπηρεσία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Παράλληλα, έχει ξεσηκώσει μεγάλη αντίδραση και μεταξύ των Ολλανδών, πολλοί από τους οποίους δηλώνουν αποφασισμένοι να υπερασπιστούν τους μετανάστες που κινδυνεύουν, ενώ ήδη έχουν γίνει κάποιες πρώτες διαδηλώσεις. Γεγονός, πάντως, είναι ότι η υποκριτική στάση των «φιλελεύθερων» αστικών κομμάτων και η υιοθέτηση ξενοφοβικών συνθημάτων και πρακτικών έχει απήχηση σε μερίδα του ολλανδικού πληθυσμού. Μετά από χρόνια περικοπών των «κοινωνικών δαπανών» και την παράλληλη εδραίωση όλων των μορφών ελαστικής και πρόσκαιρης εργασίας, πολλοί Ολλανδοί εργαζόμενοι νιώθουν εδώ και καιρό να απειλούνται από τους φτωχούς μετανάστες και είναι όλο και περισσότερο πρόθυμοι να βρουν «λύση» στην αποπομπή κάθε τι ξένου.

Το νομοσχέδιο, πάντως, της «φιλελεύθερης» ολλανδικής κυβέρνησης σχολιάστηκε εγκωμιαστικά από τον διαβόητο αρχηγό του γαλλικού Εθνικού Μετώπου, Ζαν Μαρί Λεπέν. «Η απόφαση της Ολλανδίας αποδεικνύει ότι η λογική έχει αρχίσει να επικρατεί μεταξύ των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων», είπε...


Γιώργος ΠΑΠΑΝΑΓΝΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ