Ηρεμη, γαλήνια, κι αρυτίδωτη η θάλασσα. Ολο ανοιχτογάλαζες πινελιές και αγκαλιασμένες με την καταπράσινη λουρίδα της Κριμαίας, πλημμυρισμένες στο πρωινό ηλιόφωτο. Ενα θέαμα εκπληκτικό, γιομάτο ποίηση και ρέμβη. το κρουαζιερόπλοιο, δίχως βιάση, τρύπωσε στο λιμανάκι της Γιάλτας, κι έδεσε στη Ναμπερεζνάγια (προκυμαία). Από την κουπαστή κοιτούσα τις σειρές τα καταπράσινα δέντρα, τους λουλουδιασμένους κήπους, τα δροσερά παρτέρια που μου στέλνανε τ' αρώματά τους και μου γνέφανε το καλωσόρισμά τους. Ξεμάκρυνα το βλέμμα στη βορινή πλευρά της πόλης, πάνω στα διώροφα και τριώροφα κάτασπρα χτίρια της κι αφηνόταν ηδονικά να με συνεπάρει η αισθητική σαγήνη τους. Συνταιριασμένα κι αρμονισμένα όλα κείνα...