Αν αναλογιστεί κανείς πως ο ογκούμενος αριθμός των μεταναστών παγκοσμίως αποτελεί συνέπεια της κυρίαρχης πολιτικής - από την άνιση κατανομή των πλουτοπαραγωγικών πόρων στις χώρες του πλανήτη που δεν επιτρέπει σε πολλούς να βρουν δουλιά στην πατρίδα τους, μέχρι την υποδαύλιση ή ακόμα και επιβολή πολεμικών συρράξεων - είναι τουλάχιστον εξοργιστική η φιλοσοφία των εκφραστών αυτής της πολιτικής, που λέει: «Εμείς θα επιλέξουμε σε ποια από τα θύματα που δημιουργήσαμε θα δώσουμε ένα κομμάτι ψωμί».
Αναλυτικά, στο προσχέδιο επισημαίνονται οι όροι και προϋποθέσεις εισόδου και παραμονής αλλοδαπών που έρχονται στη χώρα μας για την άσκηση μισθωτής εργασίας, εποχιακής εργασίας και ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας. Επίσης, για σπουδές ή για λόγους οικογενειακής συνένωσης, κάτι που ισχύει και τώρα. Ουσιαστικά, δηλαδή, το προσχέδιο απευθύνεται στους οικονομικούς μετανάστες και στην αναχαίτιση της παρουσίας τους στη χώρα μας. Σε γενικές γραμμές, για να πάρει άδεια παραμονής - εγκρίνεται πλέον από τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας - ένας αλλοδαπός, απαιτείται θεώρηση εισόδου από το οικείο προξενείο και άδεια εργασίας που εγκρίνεται από τον οικείο νομάρχη.
Στις αλλαγές που επιφέρει τον εν λόγω προσχέδιο, είναι η μεταφορά του συντονισμού της μεταναστευτικής πολιτικής, από την κρατική ασφάλεια στο υπουργείο Εσωτερικών, στο οποίο συστήνεται Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης και στους Οργανισμούς που εποπτεύει, δηλαδή Περιφέρειες, Νομαρχίες και Δήμους. Μάλιστα, σαν κριτήριο παραμονής ενός αλλοδαπού στη χώρα μας, ορίζεται και η... προσωπικότητά του, την οποία θα ελέγχουν με άγνωστα κριτήρια οι Περιφερειακές Υπηρεσίες Μετανάστευσης που προβλέπονται. Οι δε δήμοι, αφού αναλάβουν τη συντριπτική πλειοψηφία των αρμοδιοτήτων που ασκεί σήμερα η ελληνική αστυνομία, προβλέπεται να διατηρούν και... κρατητήρια, όπου θα «φιλοξενούνται» οι προς απέλαση αλλοδαποί.
Χαρακτηριστικό επίσης της προβλεπόμενης μεταναστευτικής πολιτικής, είναι η εμφύσηση ρατσιστικής συμπεριφοράς στους Ελληνες πολίτες, καθώς τιμωρούνται με πρόστιμο, από 500.000 έως 1.000.000 δραχμές, όσοι ιδιοκτήτες εκμισθώνουν τα ακίνητά τους σε αλλοδαπούς που δεν έχουν θεώρηση εισόδου ή άδεια παραμονής. Την ίδια ώρα, στους εργοδότες που απασχολούν παράνομα αλλοδαπούς επιβάλλεται πρόστιμο 500.000 δραχμών. Οταν είναι γνωστό ότι η μαύρη εργασία οργιάζει και πως για να ανανεώσει ο «τυχερός» αλλοδαπός την «πράσινη κάρτα» θα πρέπει να έχει τουλάχιστον 150 ένσημα.
Σχολιάζοντας το προσχέδιο νόμου, ο Χρήστος Καράτσαλος, υπεύθυνος στο Τμήμα Ελληνικής Μετανάστευσης και Αλλοδαπών Εργατών στην Ελλάδα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, υπογραμμίζει στο «Ρ»: «H Βάσω Παπανδρέου, εκπροσωπώντας την κυβέρνηση, κατέθεσε νομοσχέδιο για τη μετανάστευση κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, στα πλαίσια των κατευθύνσεων των "15" στο Τάμπερε της Φινλανδίας, με μικρές προσαρμογές στην ελληνική πραγματικότητα, όσον αφορά την αστυνόμευση των αλλοδαπών.
Το νομοσχέδιο δεν αντιμετωπίζει τα προβλήματα των 800.000 μεταναστών που υπάρχουν σήμερα στη χώρα μας. Αντίθετα προσανατολίζεται, με επιχειρήσεις "σκούπα", στο διώξιμό τους. Επιπλέον, φορτώνει στην Τοπική και Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση την αστυνόμευση των αλλοδαπών για να αποσείσει τις ευθύνες της κυβέρνησης».
Η πρόταση του ΚΚΕ, όπως έχει διατυπωθεί και στο παρελθόν, είναι η νομιμοποίηση όλων των μεταναστών που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Η λήψη μέτρων ενάντια στη μαύρη εργασία, με εφαρμογή των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας για ίση εργασία και αμοιβή των αλλοδαπών με τους Ελληνες. Επίσης, καταβολή των εισφορών των εργοδοτών που απασχολούν αλλοδαπούς στα ασφαλιστικά ταμεία.
Παράλληλα, το ΚΚΕ προτείνει την άμεση αντιμετώπιση του στεγαστικού προβλήματος, καθώς και της υγειονομικής περίθαλψης και συνταξιοδοτικής ασφάλισης των αλλοδαπών εργαζομένων. Τέλος, τη χρηματοδότηση οργανώσεων των αλλοδαπών για την καλλιέργεια των παραδόσεων και εθίμων τους, ενώ θα πρέπει να προωθηθεί και η δυνατότητα εκμάθησης της εθνικής τους γλώσσας αλλά και της ελληνικής.
Με μια σφαίρα σφηνωμένη για πάντα ανάμεσα στον 9ο και 10ο σπόνδυλο, ο 25χρονος εργάτης Σερίφ Καντίρ λαχταρά ένα μόνο: Να μπορεί να τρέξει με το παιδί του στην εξοχή...
Τα όνειρά του - παρότι ανατρέχει σ' αυτά με ένα χαμόγελο που σε αιφνιδιάζει - μοιάζουν πλέον σαν να 'χουν απομείνει αιμόφυρτα, πεσμένα στην άσφαλτο, ακριβώς σ' εκείνο το σημείο, όπου δέχτηκε το απάνθρωπο και αναίτιο χτύπημα. Μόνη παρηγοριά του σήμερα δύο κασέτες, με μουσική απ' τον τόπο του, που τις βάζει και τις ξαναβάζει στο «γουόκμαν» του, κουνώντας ρυθμικά τα χέρια και το κεφάλι του, «μου αρέσει πολύ η μουσική», λέει με απίστευτο κουράγιο κι ας δείχνει πόσο τον πληγώνει η σκέψη πως δε θα μπορέσει ποτέ ξανά να χορέψει τους αγαπημένους του ρυθμούς...
Αυτό, όμως, που κυρίως του δίνει κουράγιο, είναι πως νιώθει στο πλευρό του πολλούς ανθρώπους - συμπατριώτες του Κούρδους, αλλά και απλούς Ελληνες πολίτες - να απλώνουν χείρα βοηθείας και να συμβάλλουν όσο μπορούν στην όποια αποκατάστασή του. Και το μόνο που τον μελαγχολεί ακόμα περισσότερο είναι πως σε λίγες μέρες η γυναίκα του Σουίν φέρνει στη ζωή το πρώτο τους παιδί, ίσως μάλιστα να έχει ήδη γεννήσει... «Ηρθα στην Ελλάδα πριν από τέσσερις μήνες περίπου, ως οικονομικός μετανάστης. Στόχος μου ήταν να μαζέψω κάποια χρήματα, για να τα στείλω πίσω στην οικογένειά μου, που είναι κυριολεκτικά πολύ φτωχή. Η εγκυμοσύνη της γυναίκας μου επέσπευσε αυτή μου την απόφαση. Είπα θα δουλέψω, θα μαζέψω κάποια χρήματα και μετά βλέπουμε. Πλήρωσα, ωστόσο, αυτή μου την επιθυμία πολύ, πάρα πολύ ακριβά», θα μας πει απ' το δωμάτιο 858 της πτέρυγας «Πατέρα», στον «Ευαγγελισμό».
Σύμφωνα με τους γιατρούς που τον παρακολουθούν, οι δύο σφαίρες, που δέχτηκε στη σπονδυλική του στήλη το βράδυ εκείνο του περασμένου Οκτώβρη, τον έχουν ήδη αφήσει παράλυτο απ' τη μέση και κάτω, «χωρίς καμιά δυνατότητα αποκατάστασης». Ακριβώς έτσι το λένε, ακριβώς έτσι το γνωρίζει και ο Σερίφ, που από την πρώτη στιγμή που μπήκε τραυματισμένος στο νοσοκομείο ήθελε να μάθει την αλήθεια, όσο σκληρή κι αν ήταν, όσο οδυνηρή κι αν είναι γι' αυτόν. «Η κατάστασή του είναι πραγματικά πολύ σοβαρή. Ενας νέος άνθρωπος δε θα μπορέσει να ξαναπερπατήσει και το ξέρει. Παρ' όλα αυτά, προσπαθεί να σταθεί ψυχολογικά στα πόδια του και σ' αυτό προσπαθούμε όλοι να συμβάλλουμε», θα πει απ' την πλευρά της η νευροχειρουργός Αλεξάνδρα Κωσταντινίδου, η οποία έχει εθελοντικά προσφερθεί να βοηθήσει τον Κούρδο πρόσφυγα. Το τραγικό είναι πως μία απ' τις δύο σφαίρες βρίσκεται ακόμα στο κορμί του, θα βρίσκεται για πάντα - εκεί ανάμεσα στον 9ο και 10ο σπόνδυλο - γιατί, σύμφωνα με τους γιατρούς, «μια επέμβαση σ' αυτό το σημείο ίσως και να είναι μοιραία»...
Η ιστορία του Σερίφ μοιάζει συγκλονιστική στην αφήγησή της, ίσως ακριβώς γιατί χρειάστηκαν μόνο δύο σφαίρες για να κοπεί η ελπιδοφόρος πορεία της. Ξεκίνησε από κάποιο ορεινό χωριό του Ιρακινού Κουρδιστάν και έφτασε λαθρομετανάστης στη χώρα μας - πληρώνοντας, φυσικά, ένα γενναίο ποσό στα όποια κυκλώματα - ένα πρωινό του περασμένου Σεπτέμβρη. « Το μόνο που κουβάλησα μαζί μου ήταν η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή και το "πιστεύω" μου πως θα μπορούσα μέσα απ' τη δουλιά μου να μαζέψω κάποια χρήματα για να τα στείλω πίσω. Δεν ήθελα το παιδί μου να περάσει ό,τι εγώ πέρασα», λέει, καθώς ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεών του. Για αρκετό καιρό, περιπλανήθηκε στους δρόμους της Αθήνας - «χωρίς χαρτιά, χωρίς λεφτά, χωρίς δουλιά» - έμεινε και κάμποσο καιρό «από δω και από κει, σε συμπατριώτες μου, που είχαν εξασφαλίσει ένα δωμάτιο». Σιγά - σιγά, ο Σερίφ «δικτυώθηκε», βρήκε κάποιες δουλιές του ποδαριού, ώσπου, 15 μόλις μέρες πριν βγει για το ρατσιστικό του σαφάρι ο Α. Καζάκος, μπόρεσε και εξασφάλισε μια κάπως πιο σταθερή εργασία σ' ένα μηχανουργείο στα Μελίσσια. Κι εκεί πάνω που βρέθηκε κι ένα δωμάτιο σπίτι - « ο μαστρο - Δημήτρης με άφηνε να κοιμάμαι σ' ένα δωμάτιο πίσω απ' το μαγαζί» - εκεί που η ζωή του βρήκε έναν καθημερινό, αξιοπρεπή ρυθμό, εκεί που άρχισε να μαζεύεται και το πρώτο κομπόδεμα και το μέλλον να φαντάζει καλύτερο, ήρθε εκείνο το βράδυ... Ολα πια για τον 25χρονο νέο εργάτη μοιάζουν να 'χουν καταρρεύσει. Γιατί «είναι βασανιστικό να σκέφτεσαι πως δε θα μπορέσεις ποτέ να βγάλεις μια βόλτα το παιδί σου, να τρέξεις μαζί του στην εξοχή»...
Στοιχεία από έρευνα του Πάντειου Πανεπιστημίου
Η απουσία σοβαρής μεταναστευτικής πολιτικής και η προχειρότητα με την οποία αντιμετωπίζει η κυβέρνηση και το υπουργείο Δημόσιας Τάξης, ειδικότερα, το πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης, αναδεικνύονται από την επιστημονική έρευνα με αντικείμενο το «συνοριακό έλεγχο και τις πολιτικές αμοιβαίας ταυτότητας μεταναστών και αστυνομικών» του Παντείου Πανεπιστημίου. Η έρευνα έγινε από ομάδα καθηγητών και ειδικών συνεργατών και τα συμπεράσματά της παρουσιάστηκαν πρόσφατα στην Αθήνα. Οι ερευνητές πήραν συνεντεύξεις από 700 αστυνομικούς και 1.800 μετανάστες, κατέγραψαν τις απαντήσεις τους και με βάση αυτές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση οφείλει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα σε μια νέα βάση. Οι βασικοί παράμετροι της πολιτικής πρότασης που προκύπτει από την έρευνα είναι:
Από τις απαντήσεις που έδωσαν οι αστυνομικοί προκύπτει ότι διαθέτουν ανεπαρκή μέσα και το επίπεδο των συνθηκών εργασίας τους είναι ιδιαίτερα χαμηλό. Εχουν ανεπάρκεια γνώσης για την αναγκαιότητα της διεθνούς συνεργασίας, ενώ το μορφωτικό τους επίπεδο σε σχέση με τους μετανάστες είναι πιο χαμηλό! Παρατηρείται έλλειψη κουλτούρας αναφορικά με την υπηρεσία τους, έλλειψη κοσμοπολιτικού προσανατολισμού και έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού για την αντιμετώπιση των μεταναστών. Διακατέχονται από αρνητική προδιάθεση απέναντι στους μετανάστες, αν και αναγνωρίζουν ότι έχουν οικονομικά προβλήματα, ενώ επιδεικνύουν ιδιαίτερη ανοχή στην προβληματική στάση ορισμένων συναδέλφων τους.
Οι μετανάστες αναγνωρίζουν ότι δημιουργούνται τάσεις γκετοποίησής τους στην ελληνική κοινωνία και πιστεύουν ότι τα προβλήματά τους θα λυθούν καλύτερα αν διεθνοποιηθεί η μορφή ελέγχου της μετανάστευσης. Χαρακτηρίζουν θετική την εμπειρία τους σχετικά με την άσκηση ελέγχου, παρά το ότι γνωρίζουν τις αρνητικές πρακτικές της αστυνόμευσης και τις κακές συμπεριφορές ορισμένων αστυνομικών. Γενικά, έχουν θετική άποψη για την ελληνική κοινωνία σε σχέση με τη δική τους, αλλά αρνητική ως προς την αντιμετώπισή τους από τους Ελληνες. Δηλώνουν ότι θέλουν να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία και επιθυμούν μόνιμη παραμονή.