Θα χρειαστούμε διάφορα τυριά και κομματάκια κρέας από μπον φιλέ. Αν θέλουμε, μπορούμε να το διανθίσουμε με ένα κουταλάκι του καφέ σκόνη μουστάρδα ή με μανιτάρια κομμένα σε λεπτές φέτες. Θα χρειαστούμε, επίσης, ένα ειδικό σετ κατσαρολικών, το οποίο αποτελείται από την κατσαρόλα κακελότ και το ειδικό καμινέτο που διατηρεί το φοντί ζεστό και τα ειδικά πιρούνια με μακρύ ξύλινο χέρι, καθώς και πιάτα με χωρίσματα για να τοποθετούνται οι διάφορες σάλτσες. Στο κέντρο του τραπεζιού τοποθετείται το καμινέτο με την κακελότ. Βάζουμε, επίσης, πολλά καλαθάκια με ψωμί κομμένο σε μπουκιές.
Τώρα ξεκινάμε με το πιο απλό. Θα χρειαστούμε, ένα τέταρτο τυρί έμενταλ κομμένο σε λεπτές φέτες, δύο τέταρτα τυρί γκριγιέρ, δύο φλιτζάνια του τσαγιού λευκό ξηρό κρασί, ένα φλιτζάνι κιρς, ένα κουταλάκι κορν φλάουερ, δυο σκελίδες σκόρδο και ψωμί.
Παίρνουμε την ειδική κατσαρόλα και την τρίβουμε εσωτερικά με τις σκελίδες σκόρδου, ρίχνουμε το κρασί και μόλις πάρει βράση βάζουμε τα τυριά, που σιγά θα γίνουν μια μάζα που θα λιώσει. Ανακατεύουμε διαρκώς. Οταν το κρασί με το τυρί γίνουν ένα, θα προσθέσουμε το κιρς, μέσα στο οποίο προηγουμένως θα έχουμε λιώσει το κορν φλάουερ και φυσικά συνεχίζουμε να ανακατεύουμε μέχρι να δέσει. Πριν σερβίρουμε, ας προσθέσουμε και μια πρέζα σόδα. Το τοποθετούμε στο κέντρο του τραπεζιού πάνω στο κεράκι που στα... ελληνικά το λέμε «ρεσό» και από πάνω βάζουμε την κατσαρόλα. Επειτα, ο καθένας μας παίρνει το πιάτο του με κομματάκια ψωμί καρφώνει μια μπουκιά στο πιρούνι του και το βουτάει μέσα στο φοντί. Καλή όρεξη. Μην ξεχάσετε να αερίσετε καλά το σπίτι και τα ρούχα σας. Το φοντί μπορεί να είναι νόστιμο, αλλά η μυρουδιά που αφήνει μετά είναι ανυπόφορη.
Eurokinissi |
Πίσω του, η βαβούρα του λιμανιού δε λέει να σταματήσει. Τα αυτοκίνητα τρέχουν πέρα - δώθε γύρω από κάποιο μεγάλο πλοίο. Αλλα αποβιβάζονται και άλλα επιβιβάζονται. Μοιάζουν με τις μέλισσες γύρω απ' τη φωλιά τους. Και οι άνθρωποι, όπως τα μυρμήγκια, φορτωμένα με κάθε είδους αποσκευές, βρίζουν και βρίζονται. Ολοι θέλουν να κάνουν κάτι, αλλά ο καθένας μόνος του. Τουλάχιστον, τα μυρμήγκια συνεργάζονται...
«Πες μου», λέει ξαφνικά ο γέρος, χωρίς καν να στρέψει το κεφάλι του, «είναι δυνατόν αυτό το νησί να γεννήθηκε από την Αφροδίτη, τη θεά της ομορφιάς; Είναι αυτό που βλέπεις..."ομορφιά"; Τουλάχιστον, δεν ήταν πάντα έτσι...». Ξαναγύρισε στην εφημερίδα του και δε μου ξαναμίλησε. Δε χρειαζόταν, όμως, να πει περισσότερα για να μου κινήσει την περιέργεια...
Η ώρα είναι έντεκα το πρωί. Περπατάμε μέσα στην παλιά πόλη. Το μόνο που θυμίζει την περίοδο των Ιπποτών, είναι τα κτίρια. Κτίρια που έχουν γίνει εμπορικά μαγαζιά, μαγαζιά τουριστικών ειδών, καφετερίες, μπαρ. Η παλιά πόλη είναι μια απέραντη αγορά, ένα παζάρι, που όμως, καμιά από τις υψηλές τιμές δεν παζαρεύεται.
Ανθρωποι με το «φορεμένο» χαμόγελο, έτοιμοι να σε εξυπηρετήσουν τη στιγμή που πατάς το πόδι σου μπροστά από το μαγαζί που εργάζονται. Περίμεναν όλο το χρόνο αυτό το καλοκαίρι, για να ζήσουν τον υπόλοιπο χρόνο. Και τον επόμενο χρόνο, πάλι τα ίδια.
Ανεβαίνουμε την οδό των Ιπποτών. Δεκάδες τουρίστες, πριν από εμάς έχουν πάρει τον ίδιο δρόμο. Προχωρούμε προς το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου. Με τη φαντασία μας πλάθουμε εικόνες της εποχής. Μπαίνουμε στο παλάτι. Οι λέξεις είναι μικρές να περιγράψουν τη μαγεία που μόλις ένα κτίριο - και μάλιστα από πέτρα - μας προσφέρει απλόχερα. Εκεί, αν προσπαθήσεις λίγο, ξεφεύγεις από την πεζότητα των τουριστικών «ατραξιόν». Πεζότητα, όμως, που είναι τόσο πραγματική και τόσο αληθινή, όσο και οι αλυσίδες των αιχμαλώτων των φεουδαρχών της περιόδου εκείνης.
Προχωράμε τον ίδιο δρόμο, για να καταλήξουμε στη Λίνδο. Από την Ακρόπολη, βλέπουμε τη Μικρά Ασία. Μια μοναδική φυσική ομορφιά, που όσο και αν προσπαθήσει ο άνθρωπος δε θα καταστραφεί. Το γαλάζιο της θάλασσας, προσπαθεί να ενωθεί με το μπλε του ουρανού, αλλά το καφετί περίγραμμα των βουνών σφηνώνεται ανάμεσά τους. Σαν ένας κακός συγγενής, που ποτέ δε θα επιτρέψει στους δύο αγαπημένους να γίνουν ένα.
Πίσω, στην πόλη της Λίνδου, το παζάρι έχει στηθεί για τα καλά και φτάνει μέχρι έξω από την είσοδο της Ακρόπολης. Ολα πουλιούνται και όλα αγοράζονται σε αυτό το μαγευτικό μέρος. Οχι όμως και η μαγεία.
Ολα αλλάζουν ταξιδεύοντας στη δυτική πλευρά του νησιού. «Αφήνω πίσω τις αγορές και τα παζάρια», όπως θα έλεγε και ο Νικόλας Ασιμος. Το ξεπούλημα σταματά στην Ιξιά - το μέρος όπου μένουν διάφοροι διάσημοι. Δέκα χιλιόμετρα μετά, τίποτα δε θυμίζει τη Ρόδο.
Μέσα από μια μοναδική διαδρομή μέσα στο πράσινο φτάνουμε στο εντυπωσιακό κάστρο του Μονόλιθου. Χτισμένο στην κορυφή ενός βράχου με θέα το Αιγαίο, σε τίποτα δε θυμίζει το παλιό φρούριο. Μόνο ένα μέρος του τείχους ακόμη βαστάει, ερεθίζοντας το χρόνο, όπως η αλογόμυγα το άλογο.
Πολλά από αυτά που είπαμε, δε θα θέλαμε να τα είχαμε δει. Ομως, ο παππούς με την εφημερίδα κάτω από τα χοντρά γυαλιά του, μας βοήθησε να διαβάσουμε τα ψιλά αυτά γράμματα, που αυτός δεν μπορεί λόγω της ηλικίας του, αν και τα γνωρίζει πολύ καλά. Η επίσκεψη σε ένα μέρος δεν έχει σημασία, όταν δε βλέπεις τι κάνει ο κόσμος, πώς περνάει τις μέρες του, πώς κυλά η ζωή του. Και στη Ρόδο, η ζωή το καλοκαίρι είναι το κυνήγι του «πράσινου θεού» - όπως αποκαλούν οι Αμερικανοί το χρήμα - και το χειμώνα απλά περιμένοντας το καλοκαίρι. Μόνη εξαίρεση, οι κάτοικοι της δυτικής πλευράς. Αυτοί ακόμη ζουν από τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Οσο, όμως, ο «πράσινος θεός», κυριαρχεί στη θεά Αφροδίτη, η Ρόδος, θα είναι, δυστυχώς, απλά ένας τουριστικός οδηγός και τίποτα παραπάνω... Κρίμα...